Μαύρα, βαριά μαλλιά, απ’ αυτά που τραβούν το λαιμό μόλις αφήνονται λυτά. Ακόμα πιο μαύρα, νύχτες χωρίς φεγγάρι, τα μάτια με τις μεγάλες, στιλπνές βλεφαρίδες. Το τέλειο εκείνο, ελληνικό προφίλ των αγαλμάτων της αρχαιότητας που γέννησε κάθε αντίληψη για το κάλος, σαν κόρη, σαν Καρυάτιδα, σαν Αφροδίτη της μεγαλοπρέπειας. Προφίλ εξαγώγιμο στα πέρα πέρατα της σινεφίλ οικουμένης.

Φορεί ένα χρυσό, σαν αρχαϊκό κολιέ, μια μάλλινη, μπορντό κάπα και κατάμαυρα. Είναι κάποια στιγμή στη δεκαετία του ’90. Η πρώτη συνέντευξη της ζωής, μιας νεαρούλας, πρωτάρας, δημοσιογράφου. Πάνε όλοι προς το μέρος της σταρ. Προς το μέρος της διεθνούς Ειρήνης Παπά, της «σπουδαιότερης ηθοποιού του κόσμου» που είχε πει ο Φελίνι, της πρωταγωνίστριας στο Μπρόντγουεϊ, η «ηθοποιός των 5 ηπείρων», γιατί είχε μεγαλουργήσει σε όλες, στα αρχαία θέατρα της Ιταλίας και στις ταινίες του Χόλιγουντ. Πάει και η νεαρούλα, πρωτάρα δημοσιογράφος, με το χέρι να τρέμει, έτοιμη να ξεσπάσει σε αναφιλητά από την τρομάρα. Η Ειρήνη Παππά, κοιτάει αυστηρά, δωρικά, όμως, την βλέπει, μάλλον τη λυπάται, της πιάνει το χέρι και σταθεροποιεί το μικρόφωνο και μιλάει μόνο σ’ αυτήν. Το πρώτο αποκλειστικό της, ήταν από μια σταρ παγκόσμιας εμβέλειας, από μια σύγχρονη Ελληνίδα θεά ζεστής οικειότητας, σαν κάτι μέσα μας να έχει συγγένεια και ας μην ανήκουμε σε κανέναν Όλυμπο… (σ.σ: φυσικά έκτοτε μέσα μου το ‘χα, πως είναι τουλάχιστον… θεία μου!)

Μακριά, λοιπόν, απ’ αυτόν τον Όλυμπο της μακαριότητας, γεννήθηκε και η ίδια η Ειρήνη Λελέκου, ή Ρηνούλα για τους δικούς της –αλλά ποτέ Ρένα- σε ένα μικρό ορεινό χωριό. Χιλιομόδι Κορινθίας. Και οι δυο γονείς της, δάσκαλοι, αποκτούν το τέταρτο κορίτσι τους. Είναι 3 Σεπτεμβρίου 1926. Πραξικοπήματα, συγκρούσεις, εμφύλιες πάντα διαμάχες, αναστολή του Συντάγματος, κλειστό κοινοβούλιο, ΕΟΝ και παιδιά σε μαύρες στολές να παρελαύνουν στρατιωτικά. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές υποχρεώνονται να εντάξουν τους μαθητές και γενικώς τους νέους στην ΕΟΝ για την «επωφελή διάθεσιν του ελευθέρου από της εργασίας χρόνου των νέων, προς προαγωγών της σωματικής και ψυχικής καταστάσεως αυτών, ανάπτυξιν του εθνικού φρονήματος και της πίστεως προς την θρησκείαν, δημιουργίαν πνεύματος συνεργασίας και κοινωνικής αλληλεγγύης…». Όχι, αυτοί οι δάσκαλοι. Όχι οι γονείς της Ειρήνης.

Είναι η μικρότερη! Την μεγαλώνουν με παραμύθια, αρχαίους μύθους και μια ελεύθερη από κανόνες της εποχής ζωή στην φύση. Όταν δεν είναι σκαρφαλωμένη στα δέντρα, ακούει από την γιαγιά της παραμύθια ή ζει σε έναν κόσμο φαντασίας που δημιουργεί η μάνα της. «Αγάπησα περισσότερο την μητέρα μου και λιγότερο τον πατερά μου», λέει χρόνια πολλά αργότερα, στο αποκορύφωμα της δόξας και της φήμης, «στο κάτω κάτω ήταν άνδρας και εγώ γυναίκα και μας χώριζε μια άβυσσος. Εκείνος άνηκε στον σκοτεινό κόσμο των ανδρών. Δάσκαλος ο πατέρας μου και η μάνα μου και η θεία μου. Ήταν παραμυθάδες όλοι. Η γιαγιά μου ήξερε του κόσμου τα παραμύθια όπως και η μάνα μου που τα φανταζόταν και το σπίτι μας ήταν γεμάτο ανθρώπους να μιλάνε πολύ, συνεχώς, ακατάπαυστα. Να μιλάνε για βιβλία. Η μάνα ζωγράφιζε και μας έλεγε παραμύθια σε συνέχειες κάθε βράδυ. Αυτά τα σίριαλ στην τηλεόραση δεν είναι τίποτα μπροστά στην δική της μυθοπλασία σε συνέχειες. Υπήρχε γύρω μας, ένας αόρατος κόσμος και αυτός ήταν ο εντελώς πραγματικός. Και εγώ ζούσα σ’ αυτό το σύμπαν φαντασίας. Πίστευα πως τα καλύβια τα μεσάνυχτα ανοίγουν τις πόρτες τους και από μέσα βγαίνουν ορχήστρες, που παίζουν εξαίσιες μουσικές και πως οι κολοκύθες λιώνουν σιγά-σιγά τη νύχτα και στο τέλος γίνονται γυναίκες λαμπερές και πως στις τρύπες των μυρμηγκιών στα χωράφια, από μέσα έχει τεράστιες σκάλες και άμα τις κατέβεις φτάνεις στη ψυχή της γης, που είναι ο κόσμος όλο σοκολάτα, δρόμοι, λίμνες και σοκολατένια παλάτια».

Από τον πατέρα της έμαθε να διαβάζει με πάθος τους αρχαίους Έλληνες. Ο δάσκαλος πατέρας ήταν πραγματιστής και πίστευε πως από τους αρχαίους συγγραφείς μέχρι τον Γκαίτε ήταν η ουσία της γνώσης. «Από τον Γκαίτε και μετά όλοι οι άλλοι γράφουν τόμους μιας λέξης», έλεγε. Μεγάλωνε τα κορίτσια του, ελεύθερα στη φύση, να επικοινωνούν μαζί της και να σέβονται τους δικούς της νόμους. «Χίπηδες πάνω στα βουνά ήμασταν από παιδιά», λέει η Ειρήνη Παππά σε μια εκμυστήρευση της το 1974. «Δεν μας έφτανε ο καθαρός αέρας στο Χιλιομόδι, αλλά το καλοκαίρι μας έπαιρνε και ανεβαίναμε ψηλά στο βουνό, στο Μετόχι και ήμασταν, ένα δέντρο, ένα πηγάδι, ένα εκκλησάκι και εμείς, πάντα ελεύθερα». Ο δάσκαλος πατέρας, μεγαλώνει ανθρώπους και όχι γυναίκες, με πλήρη επίγνωση πως η κοινωνία τις θεωρεί πολίτες β’ κατηγόριας.

«Στον πατέρα μου έχω χρεώσει δυστυχίες μου πολλές αλλά και του χρωστάω πολλά. Με έκανε αυτό που είμαι. Με έμαθε να έχω πάντα αμφιβολίες και να ρωτάω το γιατί. Να ‘μαι και εγώ και οι αδελφές μου περήφανες γυναίκες. Όχι να είμαστε σκυμμένες και να κεντάμε μαξιλαράκια, αλλά να διαβάζουμε Αριστοτέλη! Και εκείνα τα παιδικά χρόνια όρισαν αυτό που είμαι και δεν έμαθα ποτέ να είμαι μεγάλη».

Γυρνώντας και πάλι στα παιδικά χρόνια, το 1983, η φειδωλή σε προσωπικές εκμυστηρεύσεις γεγονότων, χιλοβραβευμένη ηθοποιός και διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης θα πει, πως «από τα 5 μου χώρισα με τον περιβάλλον. Διδάχθηκα την ασέβεια από τον πατέρα μου. Με έμαθε πως μια και μόνο αριστοκρατία υπάρχει, η αριστοκρατία του πνεύματος. Δεν υπάρχουν “κύριοι” και επίσημοι, αλλά άνθρωποι και πως ο σεβασμός με υποτιμάει, ενώ η αγάπη με εξυψώνει».

Με αυτές τις αρχές, την ελευθερία, τα βιβλία, την επαφή με την φύση η Ειρήνη θα αρχίσει από πολύ μικρή να γράφει ποιήματα και δικές της ιστορίες και να τις κάνει έργα για κούκλες που η ίδια έφτιαχνε από κουρέλια και ξυλαράκια. Όταν όμως στην εφηβεία της θα δηλώσει στην μητέρα της πως θέλει να γίνει ηθοποιός εκείνη θα την αντικρούσει λέγοντας: «Ναι, για να σε περάσουν ακόμα και τα γαϊδούρια». Στεναχωρήθηκε η Ειρήνη, αλλά της απάντησε «ας γίνει έτσι! Όσο γρηγορότερα, τόσο το καλύτερο». Αργότερα θα μετανιώσουν και οι δυο για τις κουβέντες τους.

Η οικογένεια Λελέκου ζει στην Αθήνα. Οδός Ξενοκράτους. Η Ειρήνη είναι 12 χρονών και μέχρι εκείνη την ηλικία δεν έχει σκεφτεί να γίνει ηθοποιός. Στο διπλανό σπίτι, μια κοπελίτσα ίσαμε με 16 ετών, πηγαίνει στην δραματική σχολή του Ροντήρη και κάνει λίγη παρέα με την Ρηνούλα. Στις εφηβικές καμάρες και στις αστικές αυλές, η 16χρονη σπουδάστρια παίζει στη Ρηνούλα τον μονόλογο της Μαργαρίτας απ’ τον Φάουστ. «Δεν μου άρεσε καθόλου! Ήθελα σε όλα να βρω τα αίτια που την κάνουν να μιλάει έτσι, να σιωπά, να κλαίει. Γιατί; Ρωτούσα συνέχεια. Και γιατί κλαίει έτσι; Στο χωριό μου, δεν κλαίνε έτσι όπως εσύ, όταν πονάνε στα αλήθεια μέσα τους. Δεν με συγκινούσε! Εκείνη αντιδρούσε. Κόλλησα και εγώ ήθελα να της αποδείξω  πως δεν κλαίνε έτσι. Αυτή ήταν η αφορμή να πάω στην Δραματική Σχολή του Εθνικού».

Γληνός, Παρασκευάς, Καρυντινός, Κατσέλης, Ροντήρης. Τα ιερά τέρατα το κλασικού θεάτρου είναι οι δάσκαλοι της. Και θα πρέπει να μάθει να ζει στην γιγάντια σκιά τους. Να παίζει όπως εκείνοι της μαθαίνουν και να είναι πειθαρχημένη και υπάκουη! Α! Όχι  αυτή, όχι η Ειρήνη, που σκαρφάλωνε στα δέντρα στο Χιλιομόδι και έμαθε να βλέπει τον κόσμο από ψηλά! «Τσακωνόμουνα απ’ την αρχή», λέει, «έκανα μάχη να μην πω αυτό που θέλανε όλοι τους. Με το πες- πες, την Ηλέκτρα του Γρυπάρη, ήταν αδύνατον να μην την κάνουμε όπως ήθελε ο Ροντήρης. Ο ίδιος όταν την έκανε ήταν υπέροχος, βέβαια, αλλά το “θα το κάνεις έτσι, όπως θέλω εγώ” δεν το μπορούσα. Του έλεγα, “την Παξινού την σέβομαι, που το κάνει έτσι, αλλά εγώ θα ‘θελα να δοκιμάσω το αλλιώς”. Τελικά με άφησε στην ίδια τάξη».

Κατά την ίδια, τον τελευταίο της χρόνο στην Σχολή, την είδε ο Σακελλάριος να παίζει στον Μάκβεθ και της ζήτησε να βγει στην επιθεώρηση. Τεράστια αντίθεση και πράξη επαναστατική για ηθοποιό κλασσικής παιδείας. Η Ειρήνη είπε ναι. «Μου άρεσαν οι ηθοποιοί της επιθεώρησης, του μουσικού θεάτρου, γιατί ήταν πιο φυσικοί, κοντά σε αυτό που θεωρούσα καλό παίξιμο. Αυτούς του Εθνικού δεν μπορούσα. Ήταν ψεύτικοι. Καθόμουν, όμως, στο Εθνικό και μαχόμουν. Έλεγα “μήπως και από άγνοια κλείνω ένα παράθυρο;”. Βλέπετε, πιστεύω πάντα στις καλές προθέσεις και δύσκολα τις αμφισβητώ. Αν μου πει κάποιος, “έξω  ο ουρανός είναι πράσινος και βγάζει ένα φεγγάρι κόκκινο”, θα βγω να το δω και αν όχι, πάντα θα ‘χω μέσα μου την έγνοια, μπας και ήταν αλήθεια ο ουρανός πράσινος και το φεγγάρι κόκκινο και εγώ το ‘χασα. Δεν με νοιάζει να χάσω αυτήν την εμπιστοσύνη στις καλές προθέσεις των άλλων.»

Ο Αλέκος Σακελλάριος στην αυτοβιογραφία του, πάντως, αναφέρει πως δεν την πρωτοείδε στην Σχολή της, αλλά να περπατά στο Σύνταγμα. Περιγράφει μια μελαχρινή καλλονή, ένα πανέμορφο πλάσμα με ένα απλό μακρύ φόρεμα, όλο πτυχώσεις, που κινιόταν με μεγαλοπρέπεια και συνάμα απλότητα. Σαν να ζωντάνεψε μια Καρυάτιδα λέει και της δίνει για πάντα αυτόν τον χαρακτηρισμό, που υιοθέτησαν οι σπουδαιότεροι δημιουργοί της οικουμένης και σύσσωμος ο τύπος και η ιστορία της υποκριτικής. Ο Σακελάριος την πήγε στον Φίνο για μια ταινία. Ο Φιλοποίμην Φίνος την χρησιμοποίησε τελικά, το 1948. «Χαμένοι άγγελοι». Αυτή είναι η πρώτη της ταινία και η αρχή του μύθου.

Το 1951 ο Φρίξος Ηλιάδης, γυρνά μαζί της την «Νεκρή Πολιτεία» με τον Γιώργο Φούντα στον Μυστρά. Η ταινία συμμετέχει στο Φεστιβάλ Καννών και εκεί, με την πρώτη προβολή, ο κόσμος βρήκε μια πρωταγωνίστρια που σα να ‘χε έρθει από την αρχαϊκή πομπή των Παναθηναίων, να κουβαλούσε την δύναμη και την λιτότητα μιας Σπαρτιάτισσας κόρης, να ‘χε την αυστηρότητα και την μεγαλοπρέπεια μιας Ρωμαίας Εστιάδας, βάθος και πολυπλοκότητα Βυζαντινής πριγκίπισσας, μιας Ισπανίδας παθιασμένης δόνας, μιας Αργεντίνας όλο καθήκον αγωνίστριας… Η Ειρήνη Παπά σε εκείνη την σπάνια κόπια πια, είναι όλο βλέμμα βαθιά μυστηριώδες, εκφραστικό, σαγηνευτικό. Μια συγκέντρωση σε χαρακτηριστικά πανέμορφα που δεν μπορείς να της αντισταθείς. Ένα πλάσμα, που λες και έχει ζήσει πολλές σημαντικές ζωές και τις κουβαλάει σε ένα πρόσωπο φτιαγμένο από γλύπτη σπουδαίο της αρχαιότητας. Είναι 1952 και οι Κάννες ασχολούνται μόνο με την Παππά! Το παγκόσμιο σινεμά έχει ερωτευτεί ένα κορίτσι από το Χιλιομόδι Κορινθίας…

Τα υπόλοιπα πλέον γράφονται στην Ιστορία. Στέκεται 100 τουλάχιστον φορές απέναντι από την κάμερα σε διεθνείς παραγωγές, αριθμός ταινιών-ρεκόρ για ελληνίδα ηθοποιό. Γίνεται μια περιπλανώμενη θιασώτης των λέξεων και της εικόνας και κάνει ταινίες σε όλες τις ηπείρους. Στην Τσινετσιτά την λατρεύουν, το Χόλιγουντ την αποθεώνει, αλλά και στην Γιουγκοσλαβία, στο Λίβανο, στο Μαρόκο, στη Βραζιλία, στην Αυστραλία, στην Πορτογαλία, η Ειρήνη Παππά φτιάχνει ρόλους, ζωές, αρχετυπικές ερμηνείες, αξεπέραστες γυναίκες, ερωτεύσιμες, όλο σαγήνη ηρωίδες. Τζέιμς Κάγκνει, Μάρλον Μπράντο, Γρέγκορι Πεκ, Άντονι Κουίν, Ιβ Μοντάν στο σινεμά οι συμπρωταγωνιστές της και Μπρόντγουει, το 1967 με το έργο «Εκείνο το καλοκαίρι, εκείνο το φθινόπωρο» στο πλευρό του Γιον Βόιντ –ναι, ναι του πατέρα της Αντζελίνα Τζόλι.

Bella Greca πάντα για τους Ιταλούς, η σπουδαία Irene Pappas για το Χόλιγουντ, το Μπρόντγουει, τα αρχαία θέατρα όλου του κόσμου. Ελένη στις «Τρωάδες» και την Κλυταιμνήστρα στην «Ιφιγένεια» σε σκηνοθεσία του μεγάλου Έλληνα Μιχάλη Κακογιάννη. Σπουδαίοι σκηνοθέτες και δημιουργοί και φίλοι και έπαινοι μεγάλοι από τους σπουδαιότερους δημοσιογράφους του καιρού της αλλά και τον Φελίνι, την Κάθριν Χέμπορν, τον Μπράντο που έλεγαν πως «σπουδαιότερη ηθοποιός δεν υπάρχει». Και βραβεία και τιμές και διακρίσεις, περισσότερα από 24! Ανάμεσα τους, βραβεία καλύτερης κινηματογραφικής μεταφοράς και ηχητικής επένδυσης στο Φεστιβάλ των Κανών το 1962, για την «Ήλεκτρα», Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου το 1969 για το «Ζ», του Κώστα Γαβρά , ο τίτλος της «Γυναίκας της Ευρώπης», το 2000, «Χρυσό Λέοντα» της Μπιεννάλε Θεάτρου Βενετίας, για μια «από τις γνωστότερες καλλιτέχνιδες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία, στην σταδιοδρομία της, που μετρά πέντε δεκαετίες, αναμετρήθηκε με σημαντικούς γυναικείους ρόλους του θεάτρου και του κινηματογράφου, πολλοί εκ των οποίων ανήκαν στην αρχαία τραγωδία.

Έγινε μια διεθνής εκπρόσωπος του μεσογειακού πολιτισμού, ενσαρκώνοντας πλήρως τη δύναμη της αρχαίας τραγωδίας. Μεγάλη τιμή της, θεώρησε η ίδια, το ότι ήταν ανάμεσα στους 260 καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, που προσκάλεσε ο Πάπας Βενέδικτος στην Καπέλα Σιξτίνα του Βατικανού, για να τους ζητήσει «να μεταδώσουν με την τέχνη τους το μήνυμα του Θεού και να μη φοβούνται ότι η πίστη θα μπορούσε να μειώσει τον οίστρο και τη δημιουργικότητά τους». Έχει τιμηθεί ακόμη, με  το Παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο, το 1995. Το 2008 βραβεύτηκε με το «Βραβείο Ρώμη» στο αρχαίο θέατρο της «Όστια Αντίκα». Είναι επίτιμη διδάκτωρ του Πανεπιστήμιου της Ρώμης.

Και η ίδια που όλους τους γνώρισε και έμαθε και ήταν μια κινητή ανθρώπινη βιβλιοθήκη, ποιους ομότεχνους της εκτιμά άραγε; «Μ’ αρέσει η Βανέσα Ρεντγρέιβ, ο Ντε Νίρο στις πρώτες του ταινίες, ο Μπραντο. Όχι, ο Νίκολσον, δεν μου αρέσει. Επαναλαμβάνεται. Το σινεμά σήμερα έγινε ανάλογο συμπεριφοράς και ο νατουραλισμός υπερίσχυσε του ρεαλισμού». Και της αρέσει μια άλλη σπουδαία γυναίκα Οδυσσέας, σαν την ίδια, η Μαρία Κάλλας –πως αλλιώς; «Σκεφτήκατε ποσό έχει δουλέψει η Μαρία Καλλας; Αν δεν ερευνήσεις, δεν μελετήσεις κάθε δυνατότητα και την παράδοση σαν παράδοση, αλλά ως μορφή, τότε είναι νεκρή η τέχνη. Όμως η Κάλλας σέρνει μια βοή, μια φωνή γεμάτη λεπτομέρειες που με ανατριχιάζει. Καλή φωνή έχουν και άλλες, αλλά ψυχή σαν της Κάλλας;»

Λοιπόν; Πολλές οι τιμές, πολλή η αναγνώριση, για εκείνο το κορίτσι που ήθελε να γίνει ηθοποιός για να μάθει μια άλλη πως κλαίνε οι άνθρωποι, όταν πονούν στα αλήθεια, από μέσα τους. Για μια γυναίκα που χόρτασε η ψυχή της ταξίδια, εικόνες, ρόλους, σπουδαίους ανθρώπους, βιβλία, λέξεις, ιδέες, σκέψεις μεγάλων διανοητών και έρωτες. Όχι, η Ειρήνη Παππά δεν μίλαγε για αυτούς, ούτε άφηνε περιθώρια να την ρωτήσουν. Στα 18 της έκανε τον έναν και μοναδικό γάμο της ζωής με τον συγγραφέα ‘Αλκη Παππά. Χώρισαν σχετικά σύντομα.  Κράτησε ωστόσο το επίθετό του και με αυτό έκανε διεθνή καριέρα. Λένε οι φήμες πως σημάδεψε τον Μάρλον Μπράντο, τον Αντονι Κουίν και καμπόσους από τους συμπρωταγωνιστές της, ενώ είναι δεδομένο πως ο βαθύπλουτος Αγά Χαν, σύζυγος για ένα φεγγάρι της θρυλικής Ρίτας Χειγουορθ, ήταν τρελός και παλαβός για εκείνη. Ο τελευταίος έρωτας, που παραδέχτηκε, ήταν στην Ιταλία με έναν νεότερο της άνδρα. Το 2002, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της, στην Άννα Παναγιωταρέα λέει: «Γιατί είναι κακό να ερωτευτείς έναν νέο άντρα; Νιώθω υπέροχα, να τον έχω αγκαλιασμένο από την μέση, καθισμένη στο πίσω μέρος της μηχανής του και να γυρνάμε με ταχύτητα, σ’ όλους τους δρόμους της Ρώμης».

Παιδιά δεν έκανε, γιατί ένιωθε η ίδια πάντα παιδί. Κάπνιζε. Έβγαινε πολύ. Σε κάθε μεγάλη πρωτεύουσα, ένα στέκι, άλλοι φίλοι, πολλοί φίλοι. Δεν πρόλαβε ποτέ της να πλήξει ή να νιώσει την πολυτέλεια της αδράνειας. Ελλάδα, Αμερική, Ιταλία, Πορτογαλία. «… μπορώ μόνο να πω ότι η Αθήνα θα είναι πάντα η μητέρα μου, αλλά η Ρώμη, παράλληλα, είναι δεύτερη μητέρα μου, από ξεκάθαρη επιλογή μου», είπε κάποτε για τις πόλεις που την σημάδεψαν και για την έννοια της πατρίδας.

Κάποτε με τον Αγγελή Παπαθανασιου, θα μπει επικεφαλής άλλης μιας πρωτοπορίας. Ηχογραφεί για τον τελευταίο δίσκο του μουσικού συγκροτήματος «Aphrodite’s Child» που είχε φτιάξει μαζί με τον Ντέμη Ρούσσο, μουσικά θέματα βασισμένα στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και γόητρα με σπαρακτική ερμηνεία δημοτικά τραγούδια, τις περιβόητες «ΩΔΕΣ».

Πόσοι τίτλοι έργων, ονόματα, πόλεις, στιγμές, στιγμές σπουδαίων ηρώων! Πόσες ζωές χώρεσαν σ’ αυτή τη μια της Ειρήνης Παπά, που δεν φτάνουν οι σελίδες να χωρέσουν! Ήλεκτρα ναι, Ελένη σίγουρα και Αντιγόνη για μια τιμή και καθήκον! Αλλά πάνω απ’ όλα μια γυναίκα Οδυσσέας, που περιπλανήθηκε, ξεχάστηκε σε άλλους κόσμους, γεύτηκε καρπούς αγνώστους, δεν λησμόνησε, πέρασε πανηγύρια σε αγκαλιές, συνομίλησε με τους σπουδαίους του καιρού της και κάποτε γύρισε…

Ένα σπίτι κάτω απ την Ακρόπολη, να την κοιτάζει, κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί και κάθε πρωί όταν ξυπνα. Εκεί κάπου στέκονται αιώνιες, οι άλλες φιλενάδες της, οι όμοιες της, οι μαρμάρινες Καρυάτιδες. Πιστεύει στον Θεό. Κάνει βόλτες στην Πλάκα. Πάντα της κάπνιζε. Και ας έλεγε πως «δεν αγαπώ την αστική ζωή και δεν μου αρέσει να παίζω με ένα τσιγάρο και να πίνω καφέ για να δείξω εκνευρισμό και αγωνία». Αυτή που ήταν μόνιμα σε έναν δρόμο, σε ένα ταξίδι, σε κάποιο πάρτι, που πίστευε τι της έλεγαν οι άνθρωποι και δεν αφήνονταν να την χαλάσει η υποψία, που εμπιστευόταν το τυχαίο, η γυναίκα Οδυσσέας γύρισε στην Ιθάκη της, σε αυτήν την αρχαία γειτονιά. Το αγοροκόριτσο, που δεν χαμογελά εύκολα, η δωρική, αυστηρή ντίβα, η ευγενής και λεβέντισσα Ελληνίδα, η πάντα παγανίστρια με ένα κομμάτι της στον χρόνο, έναν εαυτό της, για πάντα σκαρφαλωμένη σε ένα δέντρο στο Χιλιομόδι, δίπλα από ένα πηγάδι και μια εκκλησία, ξεκουράζεται από μια ζωή ευλογημένη, από αυτές που ούτε τολμήσαμε να ονειρευτούμε, οι άλλες, οι κοινές θνητές!

Δικαίως να τρέμει το χέρι μας λοιπόν, κρατώντας μικρόφωνο ή στύλο! Γιατί δεν συναντάς, ούτε συνομιλείς, ούτε κοιτάζεις, εκείνη που αγάπησαν για τελευταία τους φορά οι Ολύμπιοι! Δεν μπορείς στην καθημερινότητα να εντάξεις έτσι απλά, μια Καρυάτιδα που για καπρίτσιο, οι Θεοί την ζωντάνεψαν και την άφησαν στον κόσμο μας, για να την θαυμάσουμε και να αισθανθούμε πόσο απλοί, πόσο χωμάτινοι, είμαστε οι ίδιοι… Και τώρα κάπου στους θρόνους τους, θα γελάνε που “μας την έφεραν” ρίχνοντας μια ισόθεη ανάμεσα μας…

 

*Στοιχεία, δημοσιεύματα, συνεντεύξεις, μας παραχώρησε -μαζί με την πολύτιμη του καθοδήγηση- από το αρχείο του ο κ. Λευτέρης Λαμπράκης.