Θα το πω εξαρχής ή μάλλον θα το επαναλάβω: Είμαι Βραζιλιάνος στα Μουντιάλ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να βλέπει τη μπάλα να κυλάει και να του έρχονται στα μάτια τα πρώτα χρώματα.

Αυτό που έκανε η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη αλητεία όλων των εποχών. Ναι, και το συναίσθημα το έστειλα διακοπές. Ειλικρινά σας το λέω, χθες το βράδυ παρακολουθούσα σχεδόν με απάθεια, διότι περίμενα τον διασυρμό. Όχι σε αυτές τις διαστάσεις, αλλά τον περίμενα. Ακόμη και κομπλέ να κατέβαινε στον ημιτελικό η σελεσάο, το είχε εύκολα το τρίμπαλο η Μέρκελ.

Από την ανωτερότητα, όμως, μέχρι την έλλειψη σεβασμού και τη διάθεση για ολοκληρωτική ισοπέδωση και ξεφτίλα του -ούτως ή άλλως μεγάλου με πέντε τίτλους- αντιπάλου, υπάρχει απόσταση ίση με αυτήν που χωρίζει την Καγκελάριο από την ανθρώπινη ζεστασιά. Πολλοί λένε σήμερα ότι τα πάντσερ καλώς συνέχισαν την προέλασή τους και και ότι θα έπρεπε να βάλουν κι άλλα γκολ.

Εγώ λέω ότι υπάρχει ο σεβασμός εκτός από την αντιπαλότητα. Θα μου πείτε «εδώ ο Ζουνίγκα πήγε να αφήσει παράλυτο τον Νεϊμάρ, για ποιο σεβασμό να μιλήσουμε;». Αυτός, είναι ένας παραπάνω λόγος. Θα «δεχόμουν» να φάω όχι 7, αλλά 17 γκολ αν έπαιζα πλήρης και στεκόμουν ως ίσος προς ίσο, αν και πάλι θα έλεγα ότι κάποια στιγμή σταματάς να γαζώνεις το πτώμα.

Αλλά έτσι είναι οι Γερμανοί. Αυτή είναι η φάρα τους τελικά. Το έχουν στο DNA τους και το βλέπουμε από τη διάθεση της κατάκτησης που εκφράζουν σε κάθε πτυχή. Από την πολιτική έως τον αθλητισμό. Από τη γλώσσα έως τις επιχειρήσεις. Τη Βέρμαχτ την έβγαλαν από το πόδι, όχι από την κουλτούρα. Γι’ αυτό και δεν ξέρουν πως τον αντίπαλο δεν τον κλωτσάς πεσμένο. Τον αφήνεις να σηκωθεί.

Κι επειδή το ποδόσφαιρο σε πολλές περιπτώσεις απονέμει δικαιοσύνη, δεν θα εκπλαγώ αν οι Ολλανδοί φέρουν την ποδοσφαιρική πορτοκαλί επανάσταση.