Τη Βραζιλία την ερωτεύτηκα το ’82. Από παλιά τη γούσταρα δηλαδή, από τότε που μπουσούλαγα, αλλά τότε ήταν που πιάστηκα στα βρόχια της οριστικά. Μόλις είχα δώσει πανελλήνιες, ήμουν ακόμη ζαλισμένο κοτόπουλο και μ’ έπιασε ο φίλος μου ο (συγχωρεμένος πλέον) Γιάννης Τσιοπελάκος και μου είπε τη μεγάλη κουβέντα: “Μην πας στα νησιά, κάτσε εδώ να δούμε Μουντιάλ”. Όπου το “εδώ” ήταν τα Τρίκαλα (κατακαλόκαιρο, 42 βαθμοί υπό σκιάν, no air condition το ’82) και τα “νησιά” δεν ήταν τα μπάνια ήταν η ευκαιρία να αγγίξουμε επιτέλους κανέμα ζωντανό κώλο.
Το ζύγισα, το μέτρησα, το έφερα από ‘δω, το έφερα από ‘κει, την πήρα την απόφασή μου. Μουντιάλ με τον Γιάννη και άσε τα “νησιά” για πιο μετά. Στο κάτω κάτω της γραφής, τον Αύγουστο έχουν πιο πολύ κόσμο. Τακιμιάσαμε λοιπόν και ανεβήκαμε τις σκάλες για το καφενείο του Μένιου. Οροφος πρώτος, κοντά στην κεντρική πλατεία, υπάρχει ακόμη αν θέλετε να το επισκεφθείτε. Εκείνοι που δεν ξέρω αν υπάρχουν είναι οι μερακλήδες και θεριακλήδες θαμώνες που μας κάνανε παρέα. Ο “μποξαδόρος” (κάθε φορά που άρχιζε καυγάς, σήκωνε τις γροθιές και βάραγε αέρα), ο “ρούφας” (με το που έσκαγε σουτ προς κάποιο, οποιοδήποτε τέρμα βροντοφώναζε “ρούφα μωρή καριόλα τερματοφύλακα”), ο “χαβαλές” (ξεκαρδιζόταν με τα αστειάκια των σπήκερ…) και άλλοι πολλοί που κάνανε μία χόρτα και τη γραφικότητα και τα όριά της.
Τότε ήταν που ερωτεύτηκα τη Βραζιλία. Την ομάδα με τα πέντε “δεκάρια”, τον Φαλκάο, τον Σώκρατες, τον Τονίνιο Σερέζο, τον Ζούνιορ και τον Ζίκο. Συν τον χειρότερο τερματοφύλακα όλων των εποχών (βλέπε Βαλντίρ Πέρες) και το πιο σάπιο κρέας (βλέπε Σερτζίνιο) για σέντερ φορ. Αυτή την ομάδα που απώλεσε το Παγκόσμιο Κύπελλο γιατί δεν καταδέχτηκε να παίξει άμυνα με την Ιταλία για να πάρει τον βαθμό της πρόκρισης. Κι έχασε και πήγε σπίτι της. Απ’ αυτό το υλικό όμως είναι που γεννιούνται οι θρύλοι, από κάτι τέτοια μπετά οικοδομούνται οι μεγάλες καψούρες. Από το “γαμώτο” το ανεκπλήρωτο και τη μαγκιά που δεν κρύφτηκες και δεν έκανες πίσω και δεν έκατσες να υπολογίσεις τα φραγκοδίφραγκα. Μπράβο στην Ιταλία που το πήρε το τρόπαιο και μαγκιά της (και θεός ο Σάντρο Περτίνι!), τη δικιά μου την καρδιά ωστόσο η Βραζιλία την είχε κλέψει. Για την ωραία μπάλα που έπαιξε, από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή.
Τη μπάλα που δεν βλέπω φέτος από τους επιγόνους του Φαλκάο, του Σώκρατες, του Τονίνιο Σερέζο, του Ζούνιορ και του Ζίκο. Από το 1990 κι ύστερα όλο και μαγαριζόταν η εικόνα του βραζιλιάνικου jogo bonito, φέτος όμως παράγινε το κακό. Εσκασε μύτη στα γήπεδα της Βραζιλίας μια εθνική που θα μπορούσε να είναι η Γερμανία στα πιο πρόστυχα, στα πιο βρώμικα, στα πιο δεύτερά της. Με παίκτες που δυσκολεύονται να κάνουν κοντρόλ, με παίκτες που δεν ξέρουν τι θα πει τρίπλα, με παίκτες δίχως προσωπικότητα, αρχοντιλίκι, περηφάνια. Παικτάκια που ονειρεύονται να πάρουν το Μουντιάλ γιατί θα τους σπρώξει ο διαιτητής, γιατί θα βάλει τα δυνατά του ο σπουδαίος γκολκήπερ της ομάδας, γιατί κάτι θα σκεφτεί ο γάτος ο Φελιπάο απ’ τον πάγκο. Αλλά τι περιμένεις όταν ο καλύτερος όλων είναι το σέντερ μπακ, ο Νταβίντ Λουίς και ο σούπερ σταρ Νεϊμάρ δεν θα έπλενε ούτε τις κάλτσες του Σώκρατες;
Οπότε αντίο Βραζιλία. Ούτε να την βλέπω θέλω ούτε να την ακούω. Καλύτερα να το πάρουν το κατσαρόλι τίποτα παλικάρια που ξέρουν και μπαλίτσα εκτός από μάρκετιγκ. Σαν τους τσογλαναράδες της Αλγερίας που τους αλληθώρισαν χθες βράδυ τους Γερμανούς και τους έκαναν να ονειρεύονται βουρστ και πρετζελάρες. Συγγνώμη, αλλά αυτό είναι θέαμα, αυτό είναι αδρεναλίνη, αυτό είναι αίσθημα. Μια καλή τριπλίτσα συνοδευόμενη από την σακούλα για τον εμετό, όχι ένα σύστημα ζώνης που δεν αφήνει να περάσει κουνούπι στην περιοχή. Να το χαίρονται αυτοί που το εφηύραν, να βγάλουν λεφτά, ο Θεός να μου κόβει μέρες και να τους δίνει χρόνια, αλλά ούτε ένα πιτσιρίκι δεν θα παρατήσει τις διακοπές του για να το παρακολουθήσει. Ούτε καν ένα γουηκέντ δεν θα χαραμίσει…