Μισό λεπτό να το διευκρινίσω: Οποιος περιμένει κουβέντες και παρλάτες και ”βασικά καλησπέρα σας” από τον Dylan, παρακαλείται να πάει σε άλλη συναυλία. Ο Bob δεν λέει ούτε μια λέξη, από την αρχή ως το τέλος του σόου. Ή μάλλον, για να είμαι απολύτως ακριβής, δεν λέει ούτε μια λέξη στο κοινό, μόνο στους μουσικούς του απευθύνεται. Για να συνεννοηθούν, σε αυτή τη μυστική γλώσσα που μιλάνε όσοι κατέχουν από νότες.

Δεν είπε λέξη χθες το βράδυ στη Θεσσαλονίκη και δεν νομίζω ότι θα πει ούτε μια λέξη σήμερα στην Αθήνα. Πιθανότατα δεν βλέπει τον λόγο να επικοινωνήσει με το ακροατήριο, πάρεξ μέσω των τραγουδιών του. Είναι σαν να σου λέει με ένα μπαλονάκι των κόμικς καρφιτσωμένο πάνω απ’ το κεφάλι του: “Εγώ είμαι εδώ κι εσύ είσαι εκεί και ήρθες να ακούσεις τις προφητείες μου και τις μουσικές μου. Δεν εχεις ανάγκη από χαιρετούρες”.

Εγώ έτσι το εισέπραξα πάντως και διόλου δεν παρεξηγήθηκα. Δεν πας στον Dylan για κωλογλείψιμο, πας για να εισπράξεις ολίγες σταγόνες από τη σπάνια σοφία του. Τη σκέψη και την έμπνευση της μοναδικής ίσως μεγαλοφυίας που παρήγαγε η αμερικάνικη κουλτούρα στον εικοστό αιώνα. Υπερβάλω, το ξέρω (και σπεύδω αμέσως να ζητήσω συγγνώμη από τους πιστούς του Miles Davis), αλλά και πάλι πιστεύω ακράδαντα ότι δεν είμαι πολύ μακριά από την αλήθεια.

Πίσω στη συναυλία όμως. Οι πύλες στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης άνοιξαν στις επτά το απόγευμα κι ο Dylan με το συγκρότημά του εμφανίστηκαν στη σκηνή στις εννιάμιση ακριβώς. Πρώτο τραγούδι το “Things have changed” με την μπάντα να αλληθωρίζει σαφώς προς τον κάντρι ήχο και τον άνθρωπό μας να γρυλίζει εντυπωσιακά τους στίχους. Σαν ένας λύκος που έχασε τη χαίτη του και τα δόντια του και τα νύχια του, αλλά τα μάτια του παραμένουν κατακόκκινα και λαμπερά μέσα στη νύχτα. Και σου παγώνουν το αίμα.

Όλως παραδόξως, ο Bob συνέχισε με ένα ακόμη γνωστό κομμάτι το “She belongs to me”. Και το λέω αυτό το “παραδόξως”, διότι έχω δει τι παίζει συνήθως στις συναυλίες του ανά τον κόσμο και άμα πετύχεις ένα ή δύο τραγούδια από το ένδοξο παρελθόν είσαι πολύ τυχερός. Τις περισσότερες φορές ρίχνει στο μπλέντερ καμιά εικοσαριά κομμάτια από τους πρόσφατους πεντέξι δίσκους του και ψάξε εσύ μετά να βρεις τι είναι αυτό που ακούς και αν το έχεις ξανακούσει ποτέ.

Αυτή η αίσθηση πάντως διακατείχε το κοινό του Λιμανιού (γύρω στα 3.000 άτομα), ακόμη και όταν ο Dylan έπαιζε πασίγνωστα τραγούδια. Βρε τι “Tangled up in blue” ερμήνευσε, βρε τι “A hard rain’s a-gonna fall”, βρε τι “All along the watchtower” και “Blowin’ in the wind” μας χάρισε στο encore, παντού αμηχανία επικρατούσε. Είχες την εντύπωση ότι όλοι (σχεδόν όλοι, τέλος πάντων) είχαν έρθει να ακούσουν το “Hurricane” άντε και το “Like a rolling stone” και πέραν τούτων ουδέν.

Ο Dylan δεν τους έκανε τη χάρη. Στα εβδομήντα του, υποθέτω, δεν αισθάνεται την ανάγκη να κάνει τη χάρη κανενός. Και τα τραγούδια του τα “εκτέλεσε” όπως ήθελε αυτός και όχι όπως ήθελαν οι παριστάμενοι. Σε τόνους κάντρι, σε τόνους μπούγκι, σε τόνους bluegrass, ακόμη και το “Blowin’ in the wind” σε βαλσάκι το διασκεύασε. Κι αν σ’ αρέσει. Αν δεν σ’ αρέσει, σύρε στο σπίτι σου παλικάρι μου ν’ ακούσεις το δίσκο. Σε στερεοφωνικό υψηλής πιστότητος.

Με δυο λόγια; Με δυο λόγια, φωνή δεν εχει πια ο καλλιτέχνης, αλλά δεν είχε και ποτέ. Τραγουδάει με πάθος ωστόσο και όταν τσακίζει το λαρύγγι του στα γυρίσματα του ρεφρέν, είναι σαν ακούς να θρυμματίζονται τα όνειρα μιας ολόκληρης γενιάς. Κι ύστερα που βγάζει τη φυσαρμόνικα από την τσέπη, μοιάζει σαν να μην τέλειωσε ποτέ η δεκαετία της ελπίδας, η δεκαετία της οργής και της διαμαρτυρίας, η δεκαετία του εξήντα.

Και είναι σαν βλέπεις αυτόν τον Μωυσή του εικοστού αιώνα, αυτόν τον Εβραίο προφήτη που γεννήθηκε σε χώρα αμαρτωλή, ν’ ανοίγει τη θάλασσα για να περάσουν όλοι οι απόκληροι, τα φρικιά, οι θλιμμένοι, οι ταλαίπωροι, οι παλαβοί, οι υπόγειοι και οι βλαμμένοι. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ θα τον ακολουθήσω.

Υ.Γ.: Δυο λόγια και για την μπάντα του Dylan. Σε αντίθεση με το πανηγυρτζίδικο γκρουπ που είχε συνοδεύσει τον Cohen στη Μαλακάσα, εδώ είχαμε να κάνουμε με εξαιρετικούς μουσικούς. A bar band of the first class, για να καταλαβαινόμαστε.