43 χρόνια τραγούδια. Έχει ρεκόρ πωλήσεων και δίσκους-βραβεία, κάποτε, σε χρυσό και πλατίνα, ενώ το όνομα του κάνει πλέον σαν από DNA συνειρμό μέσα μας με τη λέξη «αγάπη» και… τι θέλεις να κάνω; Που, θα πάει που; Που; Έρχονται στιγμές που σε φοβάμαι, ακόμη κι αν τώρα πια είσαι ανάμνηση παλιά και κίτρινο γράμμα στο συρτάρι και μη φεύγεις, μη, με πόνο σου φωνάζω -φυσικά αν φύγεις…- θα με θυμηθείς, όπου κι αν βρεθείς, αλλιώς, πιο καλή η μοναξιά από σένα που δεν φτάνω, γιατί για τον Γιάννη Πάριο ήταν πάντα όλα για τον έρωτα και στο κάτω κάτω, για πείτε εσείς, ποιος να συγκριθεί μαζί του;…

Ένα σπίτι στα Νότια, εκεί που νιώθεις την αλμύρα, που αισθάνεσαι την θάλασσα ακόμη κι αν δεν την βλέπεις. Όχι, δεν είναι μοντέρνο, ούτε φαραωνικά επιδεικτικό και δεν κραυγάζει τον πλούτο του ιδιοκτήτη του. Δεν έχει πισίνα, αλλά έναν κήπο με λουλούδια που μυρίζουν και κυρίως τριαντάφυλλα. Τώρα, έχουν ανθίσει ανοιξιάτικα και έχει χρώματα και αρώματα παντού και τέλεια σχήματα. Μέσα, μένει η αίσθηση του πολύ καφέ στις αποχρώσεις και να ξεχωρίζει ένα πιάνο με ουρά μαύρο και ένα γραφείο σε εξέχουσα θέση. Βιβλία παντού και οι χρυσοί του δίσκοι, ταπετσαρία, σχεδόν, στους τοίχους. Ο Γιάννης Πάριος να απαγορεύει κάθε πρόθεση για πληθυντικό αριθμό και τυπικότητες. Έχει φροντίσει να υπάρχει κέικ με σοκολάτα, αν και ο ίδιος δεν την τρώει ποτέ. Δεν καπνίζει. Νιώθω την παραχώρηση που έχει κάνει γιατί ερωτάει εκείνος πράγματα για την δική μου καθημερινότητα και τη ζωή, σα να καθυστερεί την αρχή της συνέντευξη. Βαριέται ε;  Γελάει…

«Δε δίνω και πολλές συνεντεύξεις, είναι αλήθεια αυτό. Βαριέμαι να λέω τα ίδια και τα ίδια και ναι, κάνετε σχεδόν τις ίδιες ερωτήσεις, με άλλα λόγια. Και εγώ πάλι, τα ίδια, λέω, με άλλα λόγια, εκτός αν θυμηθώ κάτι καινούργιο και τότε είμαι υπόχρεος. Μα και φεγγάρι να μουνα, ακόμα και η πίσω μου όψη, θα τανε φωτισμένη, μετά από τόσο χρόνια…»…

-Από το 1971, περίπου, τραγούδια και ερμηνείες μόνο για επιτυχία. Και εντάξει η φωνάρα, η πολύ δουλειά, η συνέπεια, αλλά τι άλλο; Τι είναι αυτό που σε ξεχωρίζει, που σε κάνει Γιάννη Πάριο; Είναι ένθεο πράγμα το ταλέντο;

«Ότι είναι ένθεο, λέω πως σίγουρα είναι, αλλά τίποτα δε χαρίζεται αν δεν το χειριστείς σωστά και δε το σεβαστείς σαν Θεό. Βελτιώνεται κάποιες φορές το τραγούδι, αλλά δεν μαθαίνετε. Σου δίνει ο Θεός ένα δώρο σαν αυτό. «Πάρε μια φωνή» σου λέει, αλλά έτσι, από μόνη της, δε λέει τίποτα. Πρέπει να σεβαστείς και τον Θεό και το δώρο του. Όλο ότι φτιάξεις μετά, είναι δουλειά και δουλειά και πάλι δουλειά. Και αυτοθυσία».

-Τραγούδησες τόσο τον έρωτα. Αυτός έδειξε ευγνωμοσύνη; Περισσότερες πίκρες ή γλύκα αφήνει;

«Ο έρωτας δεν είναι πράγμα, δεν είναι υλικό και σταθερό αντικείμενο. Είναι αεράκι, είναι έμπνευση και δεν έχει ανάγκη ευγνωμοσύνη. Έρωτας είναι να αγαπήσεις όχι τα προτερήματα αλλά κυρίως τα ελαττώματα του άλλου. Όταν με αναλογίες ερωτεύεσαι παύεις να έχεις μέσα σου αληθινά συναισθήματα, ενώ ο έρωτας ξεκινάει απ το μυαλό. Και το τέλος του έρωτα ποιο είναι; Μα η αγάπη! Το να μπορείς να λες στον άλλον «σε πονάω». Και εκεί ο πόνος δεν είναι η οδύνη, αλλά να νιώθεις το ίδιο στο μοίρασμα του».

Αλήθεια, είσαι ο πρώτος που έβαλε ελληνικό στίχο σε ξένες μουσικές …

«Όχι. Δεν είμαι ο πρώτος. Γινόταν πάντα. Από τις παλιές επιθεωρήσεις που λέγαν τραγούδια και βάζανε ελληνικό στίχο και γίνονταν τεράστιες επιτυχίες. Θα μουνα 5 ή 6 χρονών, όταν πέρναγε, σούρουπο, το καράβι, κάτω από τον φάρο του πατέρα μου και ακουγόταν κάθε φορά το τραγούδι «άσπρο μου περιστέρι, πέτα». Ήταν Ιταλικό αλλά αυτό ήταν από τον Νάσο Πατέτσο. Τα ψαξα αργότερα. Όταν σε νοιάζει κάτι, το ψάχνεις. Ήμουν ο πρώτος που μαθεύτηκε πως έκανε τόση δουλειά σ αυτό το δρόμο. Ήταν εποχές που έρχονταν πρώτα το τραγούδι και μετά ο τραγουδιστής. Αργότερα συνέβηκε το αντίθετο μετά».

-Και γιατί πάντα να επιλεγείς να τραγουδάς τον έρωτα;

«Τι να τραγουδήσω; «Σώπα, όπου να ναι θα σημαίνουν οι καμπάνες»; Τραγούδια σαν αυτό θέλουν έδαφος και λόγο. Και τότε που το λέγανε ήταν αλήθεια το μισό και το υπόλοιπο, απλά, της μόδας»…

-Τώρα; Τώρα δεν υπάρχει έδαφος και λόγος; Μήπως θα έρθει πάλι η ώρα για πολιτικό τραγούδι;

«Πώς να έρθει; Στείλανε κανέναν εξορία; Ασχολούμαστε πάλι με ένταση με την πολιτική, αλλά ο κόσμος δε ψηφίζει. Εκδικείται. Και συχνά το κάνει εις βάρος του. Θέλουμε, δε θέλουμε η Ελλάδα είναι αυτό που έλεγε ο Καραμανλής – παλιός Καραμανλής έτσι;- «το Σάββατο με βρίζουνε, την Κυριακή με ψηφίζουν και τη Δεύτερα λένε «να κοβόταν το χέρι μου που τον ψήφισα». Μιλάμε για έναν ωραίο λαό. Ωραίο και αυτοκαταστροφικό. Δε βαριέσαι με έναν Έλληνα ποτέ! Θα μιλήσεις με έναν Ολλανδό και θα τον ρωτήσεις ποιον αχούνε πρωθυπουργό και θα σου πει «δε θυμάμαι, νομίζω είναι μια γυναίκα». Αλλά εκεί, δουλεύει ο μηχανισμός. Εδώ αλλάζουμε πόστα και στους επιτήδειους και από πάνω ξέρουμε και τα πάντα»…

-Σήμερα η Ελλάδα όμως, κρυώνει το χειμώνα, στέκεται σε ουρές στα συσσίτια και στη διανομή τροφίμων, πεινάει ξανά…

«Πείναγε πιο πολύ! Σου το ορκίζομαι, γιατί το χω ζήσει. Όμως, τότε μας έσωζε που ο γείτονας μας δεν είχε Πόρσε να ζηλέψουμε. Ήταν φτωχός σαν εμάς και δεν ξέραμε  πως υπήρχε και το μεγαλείο του τζακούζι και όλα αυτά τα πολυτελή. Όταν, λοιπόν, ήμασταν μικρά, το απωθημένο του αδελφού μου, ήταν να φάει ρυζόγαλο! Η μάνα μας του έλεγε «βρε είναι ακριβό το  γάλα, η ζάχαρη, η ρίζα -το ρύζι δηλαδή- ενώ απ την άλλη, αυτό που είναι σπάνιο τώρα, εμείς το χαμε εν αφθονία στο νησί, τα ψάρια. Το χειμώνα, μάλιστα, που δεν υπήρχε τρόπος να τα πάνε και στον Πειραιά; Τα κρατάγαμε και κάθε μέρα ψαρί με όλους τους τρόπους είχαμε. Εζήταγε λοιπόν ο αδελφός μου το ρυζόγαλα, αλλά ποτέ δεν φτιαχνόταν. Μια μέρα έχει ψαρόσουπα η μάνα, λεύκη, λευκή, αφράτη και του βάζει του Νικολού στο πιάτο, πηχτή πολύ τη σούπα. Φεύγει ο αδελφός μου, χάνεται και πάει δίπλα στη θεια την Μαργαρίτα, τη φιλενάδα της μάνας μας. «θεία; Μου πε η μαμά να μου δώσεις ένα χωνάκι, που ταν εφημερίδα τυλιγμένη, ζάχαρη και ένα χωνάκι κανέλα». Τα φέρνει, κάθεται, ρίχνει τη ζάχαρη, ανακατεύει, ανακατεύει ώρα πολύ και με αφοσίωση. Στο τέλος και με μεγάλη προσοχή πασπαλίζει και την κανέλα. «Και τώρα μάνα» λέει, «εγώ θα φάω ρυζόγαλο»! Ναι, λοιπόν, μπορεί να χαμε το ψαρί και όχι όλοι, αλλά τη ζήσαμε την πείνα. Και θυμόμαστε. Γιατί άμα δε ξεχνάς γίνεσαι καλός άνθρωπος, αλλιώς γίνεσαι καθίκι και ύποπτος. Η ντρέπεσαι για αυτά που είσαι και έζησες και τότε είσαι δήθεν»…

-Ο σπουδαίος καλλιτέχνης, όμως, δεν οφείλει να παίρνει θέση στα προβλήματα του καιρού του και πως;

«Και ποιος θα σε θεωρήσει σπουδαίο καλλιτέχνη και θα σε ρωτήσει; Τότε αυτός που θα το κάνει θεώρει τον εαυτό του σπουδαιότερο. Δε μπορείς να κάνεις τίποτα πια! Μια μικρούλα, μικρούλα τράπεζα με κεντρικά αλλού, είμαστε. Λεγόμαστε κάπως σαν «Αουτο Μπανκ» και τα κεντρικά μας, είναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, τρεις ώρες με το αεροπλάνο. Δεν είμαστε καν νομαρχία! Κοινότητα είμαστε. Και κάνουμε ακόμα πως νομίζουμε τάχα, είμαστε το κέντρο της γης. Σαν χώρα ναι. Μα σαν ιδέα; Λέμε και πως επειδή είμαστε σπουδαίοι, μας μεσούνε και όλοι οι άλλοι. Και στα αλήθεια, είμαστε πειραματόζωα, να μας πετάξουν και βενζίνη και ναμαστε εμείς όλοι μας, με καθολικά εγκαύματα…»…  

-Σε θυμάμαι να εκφράζεις μια μεγάλη θλίψη, ένα απωθημένο ζωής, για όταν πολύ νέος και αδημιούργητος, έχασες τον πατέρα σου μετά από μια εγχείριση. Καταλάγιασε με τα χρόνια αυτή η θλίψη;

«Δεν πρόλαβα! δεν πρόλαβα! Η μεγάλη μου η στενοχώρια, η λύπη, το αποθαμένο μου είναι να μπορούσα να του χαρίσω μια καραμέλα. Μια!  Όλο πικρά ήταν ο φουκαράς. Ήθελα να του δώσω μια καραμέλα να περάσει λίγο. Μοίραζε  την αναπνοή του, προκειμένου να ζήσουμε εμείς. Την έκοβε την αναπνοή του στα δυο! Νάτος… εκεί, πάνω απ το τραπεζάκι! Έβαλα και τον ζωγράφισαν με γραβάτα! Αν ζούσε, ξέρεις, θα με μισούσε για αυτή τη γραβάτα. Μόνο Μάο γιακάδες στα πουκάμισα φόραγε».

-Σε εκείνα τα παιδικά χρόνια και τον πρώτο καιρό στην Αθήνα με τις οικονομικές δυσκολίες πτοήθηκες ποτέ; Είπες, «αμάν ας κάνω και μια προχώρηση»;

«Τι είδους παραχώρηση; Στο να πω τραγούδια, έκανα παραχωρήσεις. Και επειδή δεν είχα και τη δύναμη, τότε, τα καλά μου τα κλέβανε. Από τότε όμως, δεν παραπονιόμουνα και δεν έλεγα και όχι. Είμαι απ τους καλλιτέχνες που η ζωή ήταν και εξακολουθεί και είναι πολύ καλή μαζί μου. Είμαι πολύ τυχερός! Δεν έχω κανένα παράπονο, ούτε απ ανθρώπους, ούτε απ τον Θεό».

-Λοιπόν; Ποια εικόνα, ποια καρτ ποστάλ μνήμης είναι η ευτυχία, για σένα;

«Η ευτυχία μου είναι ασπρόμαυρη, νουάρ. Ποτέ δεν τη φανταστικά και δε θα θελα να ναι  έγχρωμη».

– Υπάρχουν αλήθεια, εκείνες οι νύχτες που θέλεις κάποιον, που ανοίγεις όλες τις τηλεοράσεις για να ακούσεις θόρυβο;

«Το ζω αυτό. Ανοίγω να, αυτή την τηλεόραση πίσω σου, εκείνη εκεί κάτω, μια άλλη στην κουζίνα. Τις ανοίγω όλες στην διαπασών και εγώ κάθομαι και γράφω εδώ, στο γραφείο μου και διαβάζω. Και γύρω όλος αυτός ο θόρυβος. Αυτό είναι η απολυτή μοναχικότητα, λέω. Επιλογή μου, όμως είμαι. Προκειμένου να παιδεύω κάποιον άνθρωπο, είπα, ας παιδεύω μόνο έμενα».

-Και καλά το παίδεμα, αλλά το ταλέντο του ανθρώπου να ερωτεύεται περνάει με τον καιρό;

«Για να είμαστε ειλικρινείς είναι μεγάλη τύχη και σπάνιο πράγμα να σου συμβεί ούτως άλλως ο έρωτας. Και σου λέω για το ιδανικό, όχι για το εφικτό. Δεν είναι απλό, δεν εύκολο, δεν είναι ανθεκτικό, δεν προσφέρεται. Όταν, όμως, συμβαίνει γεννάει πάντα Ρωμαίο και Ιουλιέττα! Αλλά βλέπεις και αυτούς τους έκανε Σαίξπηρ όμορφους και τους δυο. Και νέους. Για να χει αξία ο θάνατος τους! Πολλές φορές κάθομαι και αναλύω έναν στίχο του Πυθαγόρα που λέει «και είναι στα αλήθεια, τυχεροί, όσοι πεθαίνουν νέοι». Τραγικό, αλλά αν το αναλύσεις είναι αληθινό! Μετά από χρόνια να χεις την φωτογραφία του πατέρα σου εύρωστο και ωραίο και όχι με την μαγκούρα, αφημένο! Η ζωή είναι όμορφη, αλλά τα χρόνια περνάνε και αρχίζεις να μετράς! Αν ζούσε σήμερα θα ταν 98 και πως θα τανε! Ενώ μπορείς να τον θυμάσαι πάντα δυνατό και μοιάζει σα να υπάρχει έτσι. Η μάνα μου, απ την άλλη, στα 91 της, ένα πρωί είπε «δεν αντέχω άλλο, κουράστηκα». Σταμάτησε να τρώει και έφυγε. Δεν είχα λόγια να της πείσω. Τι να της πω; Τι σχέση έχουν με την ερώτηση αυτά; Μα όλα έρωτας είναι. Και οι μνήμες αυτές και το να θες να ζεις…»…

-Ακρότητες έχεις κάνει για έναν έρωτα; Η μόνο οι γυναίκες κάνανε για σένα;

«Όχι καλέ τι ακρότητες να κάνουν; Ο Ρουβάς είμαι; Δεν έχω κάνει ακρότητες, με υποκειμενικά πάντα κριτήρια. Σεβόμουνα τον εαυτό μου πάντα και τη γυναίκα που δεν επιτρέπεται να της κάνεις την ακρότητα. Δηλαδή; Να της σπάσεις το παράθυρο και μετά να της φωνάζεις σ αγαπώ; Ε! δεν θα ναι αληθινό. Ας δεχτώ το να πάει ένας πιτσιρικάς να γράψει σε μια πολυκατοικία το «σ αγαπώ» του και να χαλάσει και πέντε διαμερίσματα. Αλλά μετά να μη την κοπανίσει! Να κάτσει να τον πιάσει η αστυνομία και να τον δει η Μαρία πριν πάει αυτόφωρο και να της πει: «για σένα το έκανα». Είναι μια ακρότητα και αυτή, αλλά λευκή».

-Στους τέσσερις γιούς σου, τους λες τα όνειρα σου για αυτούς ή θα ταν σαν τους επιβάλλεις τη γνώμη σου;

«Ποτέ δεν τους επιβάλλω τίποτα για τις ζωές του. Δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου, όπως και δεν επέτρεψα στους δικούς μου, να επιβάλλουν ή να υποβάλλουν τη γνώμη σου, αντίστοιχα σε μένα. Θα πω γνώμη στη συζήτηση αλλά ως εκεί. Είμαι της άποψης της μάνας μου που έλεγε «ότι σε φωτίσει ο Θεός παιδί μου» και του πατέρα μου που επιλέγει να σαι «πάνω απ το μέτριο και ότι θέλει ας γίνει». Εννοείται πως το μέτριο δεν το μετράμε με αριθμούς αλλά με ανθρώπινη αξία…

-Πάνω εκεί, στην πίστα, στη σκηνή, στο stage όπως λέγεται απ τους νέους καλλιτέχνες τώρα …

«Ναι, μάλιστα στο stage. Δε λέμε στο σανίδι καλύτερα, όπως λέγανε και οι παλιοί;»

-Πάνω εκεί, στο σανίδι, λοιπόν, τις περισσότερες, φορές κλείνεις τα μάτια σε μια εσωτερική προβολή, δική σου. Τι βλέπεις;

«Το κάθε τραγούδι είναι ένα μονόπρακτο. Όταν είσαι ηθοποιός, μελετάς τον ρόλο σου, το έργο, τον συγγραφέα, τους άλλους χαρακτήρες, τις σκηνές σου και θα πας, μόλις είσαι έτοιμος να παίξεις τον ρόλο σου. Όταν τραγουδάς, όμως 3 ώρες και λες  60 τραγούδια, το καθένας τους, είναι άλλο έργο, άλλος ρόλος. Ναι, μπορεί πάντα να είσαι ερωτευμένος, αλλά σε άλλες αποχρώσεις. Είσαι υποχρεωμένος να είσαι ο πρωταγωνιστής, λοιπόν, αυτού που θέλεις βλέπεις και όχι αυτό που είναι στην πραγματικότητα…»…

-Κλαις δημόσια όταν τραγουδάς ή σε κάποιες εκμυστηρεύσεις σου. Είναι γενναιότητα ένας άνδρας να δείχνει τα συναισθήματα του. Χρειάστηκε μια ιδιαίτερη διαδικασία που σε έκανε να μην καταπιέζεις ότι νιώθεις;

«Ότι το νιώθεις στα αλήθεια, κάντο. Κάποτε δεν έδειχνα τι ένιωθα. Και έχω πάθει γαστρορραγία για να μαζέψω αισθήματα. Ξέρω πια, πως είναι γενναιότητα και υγεία να εκδηλώνεις αυτό που νιώθεις και αντί να βγαίνει αίμα, ας βγαίνουν δάκρυα»

-Μια εικόνα σου παρ όλα αυτά που δυσκολεύομαι να έχω, αφορά στο θυμό, στην οργή, στα ξεσπάσματα. Νευριάζεις; Τα σπας;  
«Όχι. Όταν είμαι χαρούμενος τα σπάω και εδικά, άμα ακούσω κάνα βιολί να παίζει νησιωτικά. Και τα νεύρα μου, μου περνάνε  γρήγορα και τα μαζεύω μέσα μου. Αλλά έχω την λεβεντιά, αν είμαι λάθος να ζητήσω συγγνώμη και καμαρώνω που το κάνω αυτό. Και γυρνάω πίσω να παραδεχτώ το λάθος μου ακόμη και αν χωρίσω καιρό με μια γυναίκα».

– Οι καθηγητές σου, σου έλεγα να γίνεις δημοσιογράφος ή καλλιτέχνης. Αν δεν είχες γίνει τι δεύτερο, έχεις φανταστεί πως θα ταν η ζωή σου;

«Δε θα πέθαινα της πείνας. Θα περνούσα δύσκολα χωρίς το τραγούδι, ναι, αλλά θα χα ένα κέρδος! Δε έφευγα ποτέ απ την Πάρο! Ενώ, τώρα, αυτό θα ναι στο τέλος μου».

-Μαρξ και Καζαντζάκης, Τσιφόρος άπαντα, Καβάφης. Τι άλλο; Τι διαβάζεις τώρα, τι σε επηρεάζει;

«Στην Πάρο έχω κυρίως τα βιβλία μου και εκεί διαβάζω πολύ. Εδώ με βαραίνει ο ουρανός και μου κονταίνει ο ορίζοντας. Ο Καζαντζάκης, που ανέφερες, για μένα δεν είναι συγγραφέας. Είναι θρησκεία. Τελευταία, έχω κολλήσει με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. «Τον παράδεισο μου τον έχτισα από ερείπια της κόλασης μου». Μα τι γράφει αυτός ο άνθρωπος!».

-Τα πιο όμορφα τραγούδια είναι πάντα αυτά που έρχονται;

«Τα πιο ομορφιά τραγούδια είναι αυτά που μας θυμίζουν κάτι που ζήσαμε ή που θα θέλαμε να ζήσουμε. Αλλά για τα μεγάλα τραγούδια ποια είναι ρώτησε με!»

-Τα μεγάλα τραγούδια, ποια είναι;

«Είναι εκείνα που φτιάχτηκαν από μεγάλους συνθέτης και ποιητές. Δεν υπάρχει τραγούδι αγαπημένο διαφορετικό κάθε χρονιά, άλλο και φέτος και ένα καινούργιο του χρόνου. Υπάρχουν τραγούδια που μ αυτά κάποτε κλάψαμε και τώρα που τα ακούμε χαμογελάμε γιατί κάπου μας αγγίζουν μνήμη  μέσα μας».

-Γιάννης Πάριος… και τι θα βίζες επιγραμματικά στην θέση των αποσιωπητικών; Ο… τι;

«Δεν θα βάζα «ο». Ποτέ «ο» οριστικό. Θα βάζα «αγάπη χρειάζεται η ζωή μας».

-Τι σκέφτεσαι για να σε πάρει ο ύπνος; Βλέπεις όνειρα; Φοβάσαι κάτι; ας πούμε το σκοτάδι, τα ύψη, τους κλειστούς χώρους; Έχεις προλήψεις; Πάς εκκλησία; Προσεύχεσαι;

«Πριν κοιμηθώ σκέφτομαι τι έγινε όλη την μέρα. Κάνω απολογισμό και ρίχνω σε ένα τενεκεδάκι τι έκανα λάθος και τι σωστά, εκτός αν έχω ένα ποδαράκι να βάλω το δικό μου όπου δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο. Βλέπω τα περισσότερα όνειρα μου στο ξύπνιο, φοβάμαι την αρρώστια και μη συμβεί τίποτα κακό σε όλους όσοι αγαπώ και αν δε βάλω το σταυρουδάκι του Αϊ Νικόλα δεν βγαίνω να τραγουδήσω. Ο Αϊ Νικόλας αυτός, είναι ταχυδρόμος του Θεού, του δικού μου Θεού και ξημερώματα, κάθε Μεγάλης Παρασκευής πάω, πάντα όταν στολίζουν τον επιτάφιο, τα κορίτσια της γειτονιάς και θα περιμένω να τελειώσουν για να χωθώ να ψάλω το «Γεννεαί αι πάσαι» και ο Θεός όπου και αν είσαι στο σύμπαν και να σκέφτεσαι ακίνητος, σ ακούει και αν αξίζεις θα χαμογελάσει»…

– Κοιτάς τις ωραίες γυναίκες όταν παίρνουν από μπροστά σου;

«Σαν τρελός τις κοιτάω! ποιος δεν κοιτάζει; Είναι δυνατόν;»

-Βωμολοχείς;

«Αν βωμολοχώ; Όχι δε βωμολοχώ! Εκτός αν εννοείς το «άντε ρε μαλακά» που δεν είναι βρισιά. Αλλά δε μ αρέσει αυτή η λέξη! Άκου «βωμολοχείς»! «Βρωμολογείς» είναι καλύτερο»!

-Τελικά; Βαρέθηκες;

«Να αναγνωρίσω πως δεν ρώτησες τίποτα αδιάκριτο πάντως»…

-«Προλαβαίνω;»…  και ο Γιάννης Πάριος γελάει…

Μέρος της συνέντευξης δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Γυναίκα”. Απολαύστε ολόκληρη την εξομολόγηση του αγαπημένου τραγουδιστή.