Μάνα είναι μόνο μία! Ό,τι και να σου πουν, ό,τι και να διαβάσεις που θα προσπαθήσει να δικαιολογήσει το αντίθετο, μην τους ακούς και μην τους πιστεύεις. Κι αν δεν θες να ακούσεις του λόγου μου, άκου τη μάνα μου, που προφανώς γνωρίζει τα πάντα καλύτερα. Όσο εσύ βγαίνεις στα bars και ξεσαλώνεις στα Instagrams πως τα λένε ξεζακέτωτος, η μάνα σου βλέπει αστυνομικές σειρές, για να μάθει πως σε προστατέψει κι από τους δολοφόνους που τριγυρνάνε λεύτεροι και σε λιμπίζονται τα βράδια. Άλλωστε, η μάνα ξέρει. Αυτή είναι η δουλειά της κι όταν γίνεις μάνα κι εσύ, μόνο τότε θα καταλάβεις, πόσα πολλά ήξερε.

Αφήνουμε στην άκρη αυτό το “Inception” μητρικής γνώσης και πάμε στα σοβαρά θέματα, που μας απασχολούν και θέλουμε έναν άνθρωπο να μας τα λύσει, καθότι χάνουμε τον ύπνο μας τα βράδια και παραμιλάμε στον ξύπνιο μας τα πρωινά. Είσαι πια μαντράχαλος κι έχεις ξεπεράσει κατά πολύ την ηλικία του απογαλακτισμού, που δείχνουν σε αυτές τις ρημάδες τις αμερικανικές ταινίες και σου φουσκώνουν τα μυαλά, μοστράτοντας τη ζωή, μακριά από την οικογενειακή εστία, σαν το καλύτερο πράγμα του σύμπαντος.

Αποφασίζεις λοιπόν, να συγκατοικήσεις. Μεγάλο βήμα και φυλλοκάρδι τρεμάμενο, όσο οι αναστολές έρχονται καταπάνω σου σαν στρατός στο Lord of the Rings. Έρχεται η στιγμή όμως, όταν τα υπάρχοντα σου βρίσκονται σε κούτες αραδιασμένες στο πάτωμα και το οξυγόνο στο δωμάτιο ξαφνικά τελειώνει. Αύριο, μεθαύριο το πολύ, θα είσαι αλλού, παρέα με έναν άλλο άνθρωπο κι η μανούλα δεν θα σε προσέχει πια. Τότε λοιπόν γίνεσαι ναυαγός σαν τον Τομ Χανκς κι εκείνη σανίδα σωτηρίας. Αρχίζει αυτή η άτιμη η κασέτα, να παίζει στο κεφάλι σου: “Η μάνα μου ξέρει. Αν δεν ξέρει αυτή, που έφυγε από το σπίτι της στα 20 κι είχε δυο παιδιά μέχρι τα 25 τότε ποια; Αυτή ανέχεται τον μούργο τον πατέρα μου με bonus εμένα και τον αδερφό μου, αυτή θα μου ανοίξει τα μάτια.”

Το σκέφτεσαι λοιπόν και μια και δυο και δώδεκα και ξεστομίζεις, αυτό που δεν περίμενες ποτέ να λαλήσει η μελιστάλαχτη φωνούλα σου.

– “Ρε μάνα εσύ πως την πάλεψες με τη συγκατοίκηση; Έχεις καμιά συμβουλή να μου δώσεις;

Τα πράγματα πήραν σοβαρή τροπή καθώς, παράτησε το περιοδικό που διάβαζε κι έκλεισε την τηλεόραση, πριν βάλουν διαφημίσεις οι Άγριες Μέλισσες.

– “Εγώ δεν ήξερα. Έμαθα στην πορεία”.

– “Τι πράγμα;”.

– “Να μην παίρνω βιαστικές αποφάσεις κι ότι η ζωή είναι σκληρή” .

– “Καλά τα λες ρε μάνα!”.

– “Το ξέρω, αλλά μετά θάνατον θα αναγνωριστώ η δόλια”.

– “Όπως οι περισσότεροι φιλόσοφοι”.

– “Αντί να ειρωνεύεσαι τη μάνα σου, δεν κοιτάς να βάλεις καμιά εφημερίδα και λίγο από εκείνο το bubblewrap στην οικοσκευή σου, με τα καραγκιοζάκια γιατί σε βλέπω να τρως στη λεκάνη, όπως όταν ήσουν φοιτητής πάλι;”.

– “Αν ξαναμιλήσεις άσχημα για το σερβίτσιο Deadpool θα αλλάξω κωδικούς στο wifi”.

– “Tι σε προβληματίζει, πες μου;”.

– “Είναι αυτή, γυναίκα για μένα;”.

– “Γιατί είσαι εσύ άντρας για εκείνη;”.

– “Πως μιλάς έτσι για το σπλάχνο σου; Δεν το περίμενα”.

– “Νομίζεις ότι η κοπέλα θα σου μιλάει καλύτερα, όταν γυρνάει από τη δουλειά και βρίσκει το σπίτι κωλοχανείο και σένα να ξεσκονίζεις δίσκους, με την ηλεκτρική σκούπα;”.

– “Τώρα έγινε κοπέλα, τόσα χρόνια ήταν η “πωςτηνλένε”.

– “Κι εσύ ήσουν κάποτε παραστάτης στο γυμνάσιο και τώρα κοντεύεις 35 και γράφεις ακόμα για τη μάνα σου. Αλλάζουν οι άνθρωποι”.

– “Με τον μπαμπά τσακωνόσασταν συχνά όταν μένατε μαζί;”.

– “Μόνο τις καθημερινές”.

– “Τα Σαββατοκύριακα;”.

– “Έμενε στη μάνα του”.

– “Μάλιστα και μετά;”.

– “Μετά κάναμε παιδιά και δεν προλαβαίναμε να τσακωθούμε”.

– “Δηλαδή, η συγκατοίκηση σκοτώνει τον έρωτα;”

– “Για τον έρωτα δεν ξέρω, αλλά σκοτώνει τουλάχιστον τις κατσαρίδες.”

– “Τις δουλειές πως τις μοιράζατε;”.

– “Σαν την χωριάτικη. Έπαιρνε ο καθένας ότι του άρεσε”.

– “Τώρα που είπες χωριάτικη, με το μαγείρεμα τι γινόταν;”.

– “Στην αρχή μας είχε βοηθήσει πολύ ο Μηνάς”.

– “Ο θείος;”.

– “Όχι ο Σουβλατζής. Μετά ο πατέρας σου, έκανε αιματολογικές κι αρχίσαμε να τρώμε σαν άνθρωποι”.

– “Για το σεξ δεν ρωτάω, είναι κάπως άβολο”.

– “Ελπίζω να μην είναι και για την Αγγελικούλα’.

Αφού σιχτίρισες την τύχη σου, που δεν είχε bubblewrap το σούπερ μάρκετ, τα εφημερίδιασες τα ποτηροπιάτα σου, αγκάζαρες τις κούτες σου, κρατώντας τις συμβουλές της μάνας σου φυλαχτό. Κατέβηκες γοργά τα σκαλιά, για να πας στον πρώτο όροφο του διώροφου σπιτιού σου, όπου θα μετακομίσεις για να συγκατοικήσεις με την Αγγελικούλα. Ζακέτα μόνο ξέχασες να πάρεις, ο μαλάκας κι έχει βάλει και ένα κωλόκρυο. Άρχισε λοιπόν η φωνή στο κεφάλι σου ένα αρρωστοφοβικό παραλήρημα που ξεκίναγε από το είμαι πρότυπο ενήλικα και τα έχω ρυθμίσει όλα στη ζωή μου και κατέληγε σε εσένα άκληρο να αργοπεθαίνεις από κοκίτη, πριν προλάβει να δει εγγόνια η μάνα σου.