Ένα αμπάρι γεμάτο αρουραίους με φαγωμένα αφτιά και κουτσουρεμένες ουρές. Τεράστια κοφτερά νύχια, έτοιμα να μολύνουν κάθε αμυχή και δύο σάπια δόντια που ζέχνουν μια μυρωδιά από λιωμένα σωθικά. Μάτια γυάλινα, στηρίζουν ένα πρησμένο από δηλητηριώδη υγρά σώμα που όταν πέσει το σκοτάδι κουλουριάζεται μέσα στις ακαθαρσίες που εκκρίνει.

Ένας τέτοιος ποντικός που καυχιέται τον λαγό, πέρασε σήμερα την πόρτα του Eφετείου. Στριμωγμένος σε ένα κουστούμι που δεν κατάφερε επ΄ουδενί να κρύψει τον θυρεό με τον αετό και τη σβάστικα στο στήθος, ο ταγματάρχης εφόδου και εμπλεκόμενος σε όλες τις δολοφονικές υποθέσεις που διερευνά το Κακουργιοδικείο, Ιωάννης Λαγός, κέρασε λίγη ακόμη αηδία, μια ανάσα πριν την ολοκλήρωση της εξαντλητικής δίκης, τη δίκη που όπως μας επίπληξε “Δεν θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει καν”.

Τον είχαμε μπροστά μας να χτυπά το τραπέζι πουλώντας φθηνό νταβατζηλίκι και κρατούσαμε με τα μάτια ο ένας τον άλλον, να μη σηκωθούμε, να μην αρπάξουμε τη βρωμιά από τα πέτα του και τον ρωτήσουμε, τι ξέρει αυτός να πας πει γι΄αυτήν τη δίκη. Τι ξέρει για τα δάκρυα που πότισαν έξι χρόνια τώρα τα καθίσματα, τις κρίσεις πανικού που κατρακύλησαν στα ντουβάρια, τι ξέρει για όλα εκείνα να μαυροφορεμένα σώματα που έλιωσαν τις ψυχές τους μέσα σε αίθουσες που τις ποδοπάτησε ξανά και ξανά το αιματοβαμμένο βήμα τους.

Και αν δεν βρέθηκε κανένας να μας το πει, θα μας το πει εκείνος, βροντοφώναξε χυμένος αναίσθητα στην καρέκλα του “Δεν φοβάμαι τίποτα!”. Μάθε λοιπόν Λαγέ, ότι ούτε εμείς σε φοβηθήκαμε ποτέ.  Ήμασταν στο Πέραμα όταν ανοίξεις το όρθιο κεφάλι μας, ήμασταν οι Αιγύπτιοι ψαράδες που σακατέψατε. Είμαστε κάθε Σεπτέμβρη εκεί, να τρίζουμε το Κερατσίνι, να σου θυμίζουμε ότι σκοτώσατε έναν και γεννήθηκαν χιλιάδες. Είμαστε ο σημερινός ώμος της Μάγδας που ακουμπούσε το χέρι του Τάκη και που δεν αφήσαμε στιγμή από το βλέμμα μας, είμαστε όλες οι σιωπές που σπάσαμε μια νύχτα που άνανδρα μας μαχαίρωσες.

Φώναξε ο υπαρχηγός της ναζιστικής οργάνωσης και σωματοφύλακας του Μιχαλολιάκου, για τον αποτροπιασμό που νιώθει για την ελληνική δικαιοσύνη, χαρακτηρίζοντας τη διαδικασία ντροπιαστική. Μας θύμισε πως παραμένει ένας υπερήφανος Έλληνας που βοήθησε τους συμπατριώτες του και ότι δεν κάνει και πολύ κέφι να συζητάει για φωτογραφίες, συνομιλίες και μηνύματα. Κάτι δεν έχει καταλάβει ο νταής Λαγός και νομίζει ότι τόσα χρόνια τραβολογιόμαστε για να “συζητήσουμε”. Ας το μάθει έστω και τώρα λοιπόν, ότι δεν έχουμε κανέναν διάλογο μαζί του, παρά μόνο ανοιχτές υποθέσεις που θα κλείσουν μόνο όταν θάψουμε κάθε φίδι που έσπασε το αυγό του και αλλάζει δέρμα στις γειτονιές μας.

Προφανώς και αφιερώθηκε κάμποσος χρόνος για κακοπαιγμένο θεατρικό παιχνίδι, με τον Λαγό να θεωρεί ότι απευθύνεται στο ακροατήριο του, αποσαφηνίζοντας ότι οι φωτογραφίες ατόμων που απεικονίζονται με στρατιωτική ενδυμασία, όπλα και κάνοντας σκοποβολή “Έκαναν εκδρομή” και πως “Θα μπορούσαν να είχαν πάει και για 5Χ5“. Από περιέργεια και μόνο να έκανες να κοιτάξεις του λιγοστούς υποστηριχτές του, που βρίσκονταν στην αίθουσα, θα διαπίστωνες κεφάλια που έγνεφαν ανακουφισμένα  με την σαν από επιστημονικό εργαστήρι βγαλμένη ερμηνεία. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και όταν ο σκληρός της Χρυσής Αυγής εξομολογήθηκε πως “Δεν θα στεναχωριόμουν κιόλας αν οι χρυσαυγίτες έριχαν πέντε χαστουκάκια στους ΚΚΕδες” μιας και η μάχη ήταν ιδεολογική και ως γνωστόν όλα επιτρέπονται. Όσο για το όπλο που βρέθηκε στον καυστήρα του σπιτιού του, ο Λαγός έκανε την υπέρβαση και παραδέχτηκε ότι θα έπρεπε όντως να έχει νόμιμη άδεια, όμως μας διαβεβαίωσε ότι ο μόνος λόγος που βρισκόταν το όπλο αυτό στην κατοχή του ήταν “Μη και κάποιος ταράξει τη γαλήνη του σπιτιού μου”.

Έχοντας καταδικαστεί σαν ηθικός αυτουργός για επικίνδυνες σωματικές βλάβες, ο Λαγός μας εντυπωσιάσε με το γεγονός ότι μπορεί και βρίσκει γαλήνη, ανάμεσα σε τόσο αίμα. Μάλιστα, η σαν μάλαμα καρδιά του, δεν του επέτρεψε να ενημερώσει τον αρχηγό και ποινικά δεμένο πάνω του, Μιχαλολιάκο, για τη δολοφονία Φύσσα εκείνο το βράδυ από τον Ρουπακιά που φυσικά ούτε αυτός γνώριζε πριν το συμβάν. “Ήταν περασμένες δώδεκα”, είπε όταν τον πήρε ο Πατέλης, οπότε δεν ήθελε να τον ανησυχήσει, θα το μάθαινε το άλλο πρωί. Μάλλον αυτό σημαίνει τελικά να είσαι φασίστας. Δεν είναι ούτε οι τραμπουκισμοί, ούτε τα σφηνωμένα σε καρδιές μαχαίρια, ούτε τα καδρόνια που κάνουν λακκούβες στα κρανία μας. Φασισμός είναι ότι μπορείς μετά από όλα αυτά, να κοιμηθεί ήσυχος τα βράδια, να σιωπήσει τις ερινύες, να μην ξυπνήσει από το ουρλιαχτό μιας μάνας.

Σηκώθηκε να φύγει τινάζοντας το σακάκι του, σηκώνοντας το βλέμμα του στο δικό μας, εκεί απ΄όπου ακούστηκε “Είσαι δολοφόνος, ένας φασίστας είσαι Λαγέ”. Δεν μας εξέπληξε η άψυχη ματιά σου όσο και αν δεν θέλαμε να μας ακουμπήσει, δεν σοκαριστήκαμε με τα χειροκροτήματα που ξέσπασαν από τους μετρημένους αυλικούς σου, ήταν το περισσότερο που μπορούσε να σου συμβεί.

Να κοιμάσαι ήσυχος Λαγέ. Να γαληνεύεις σε ένα κελί με αγιογραφίες όσων σάρωσες στους τοίχους. Να ονειρεύεσαι πως κάποτε σε φοβηθήκαμε και να ξυπνάς ακούγοντας μας  να τραγουδάμε για όσους νομίζεις ότι μας στέρησες. Δεν πεθαίνουν οι δικοί μας άνθρωπε Λαγέ, τους ανασταίνουμε κάθε μέρα με αγάπη και πείσμα για έναν κόσμο που δεν θα σου μοιάζει, για έναν κόσμο που δεν θα ανήκει μόνο στους Έλληνες, αλλά σε κάθε άνθρωπο που νιώθει ελεύθερος ακόμη και όταν τον αλυσοδένουν.

Εδώ, μέχρι το τέλος.