Στη ζωή που ζεις θα δεις πολλά παράδοξα, κι ένα απ’ αυτά είναι τούτο: Ο κόσμος κλαίει στα γεννητούρια και γελάει στις κηδείες! Παράξενα πράγματα. Εκτός κι άμα μιλάμε γι’ αυτούς εδώ τους 4 που σού ‘χω εδώ από κάτω.

Βλέπεις, υπάρχει μια ομάδα Ελλήνων που ‘δωσε πολύ καλό λόγο σε φίλους και γνωστούς να κλάψουν στα γενέθλια. Κι έδωσε πολύ καλό λόγο σε φίλους και γνωστούς για να χαμογελάσουνε λιγάκι στην κηδεία τους. Κι αυτό γιατί, γεννήθηκα και πέθαναν την ίδια μέρα του χρόνου!

Βασίλης Τσιτσάνης

Ο Θάνος Μικρούτσικος τον βάζει στη λίστα με τους “τρεις σπουδαιότερους Έλληνες συνθέτες”. Η ελληνική μουσική του χρωστάει μερικά απ’ τα πιο σημαντικά (Αχάριστη), διαχρονικά (Συννεφιασμένη Κυριακή), ψαγμένα (Σερσέ Λα Φαμ) τραγούδια της ελληνικής μουσικής. Για την ακρίβεια, ο Τσιτσάνης είναι τόσο σπουδαίος, που κάποια τραγούδια του νομίζεις πια ότι είναι δημοτικά, παραδοσιακά, ότι υπήρχαν στην ελληνική μουσική… από πάντα! Τα “Καβουράκια“, η “Σεράχ”, το “Μπαχτσέ Τσιφλίκι”, ο “Γιός της Γερακίνας”, η μουσική του τύπου απ’ τα Τρίκαλα με την αδύναμη φωνή, έχει μπει τόσο δυνατά στο DNA ενός ολόκληρου λαού, που ξεπέρασε σε φήμη τον ίδιο το δημιουργό της. Ένα δημιουργό που έριξε φινάλε στα 69 του, στις 18 του Γενάρη. Κι έφυγε τη μέρα που ήρθε.

Μανώλης Χιώτης

Το πιο γρήγορο μπουζούκι της Ελλάδας. Κατά Τζίμη Χέντριξ, το πιο γρήγορο έγχορδο του κόσμου. Όπως και να ‘χει, τα γεγονός είναι ένα: ο Χιώτης άλλαξε το μπουζούκι! Όχι μεταφορικά. Πήρε το “τρίχορδο”, το ‘κανε “τετράχορδο”, γιατί δεν του ‘φταναν οι τρεις χορδές γι’ αυτά που ήθελε και μπορούσε να κάνει. Πέρα απ’ τη βιρτουοζιτέ του ωστόσο, ο Μανώλης έμπασε το “μάμπο” στα λαϊκά της Ελλάδας, πάντρεψε ήχους παραδοσιακής ανατολής με ρυθμούς μοντέρνας δύσης, έγραψε μουσική ευγένεια στο “Με κυνηγούν τ’ αδέρφια σου”, μαγκιά στις “Παρτίδες”, ματζόρε πίκρα στην “Αιτία που υποφέρω” και γυναικείες απαιτήσεις στο “Θα τα βρεις μαζί μου σκούρα”. Πάνω απ’ όλα όμως, έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του σ’ ένα απ’ τα καλύτερα, απ’ τα πιο αληθινά, ποιητικά και καθαρά τραγούδια της ελληνικής μουσικής. Κυρίες και κύριοι, “Ο Πασατέμπος”. Κι ίσως να ‘χαμε κι άλλους πασατέμπους αν ο συνθέτης του δεν είχε φύγει τόσο ξαφνικά, 21 Μαρτίου, τη μέρα που έκλεινε τα 49 του χρόνια…

Κ.Π. Καβάφης

Είναι απ’ τη μια ο Ελύτης κι ο Σεφέρης, που πήρανε το Νόμπελ της λογοτεχνίας. Είναι απ’ την άλλη ο Καζαντζάκης που το ‘χουμε εθνικό μαράζι που δεν το πήρε. Και σ’ αυτό το μεγάλο σαλόνι, στην άκρη, παρέα με τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τον Κάφκα (σύμβολα ανθρώπων που η εποχή τους δεν τους κατάλαβε καθόλου), κάθεται ο μόνος Έλληνας που ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΑ έπρεπε να ‘χει ένα τέτοιο βραβείο στο γραφείο του. Ο Καβάφης που ‘ταν πολύ συνεσταλμένος για να βρεθεί στο κύκλωμα, ήταν πολύ ευσυνείδητος για ν’ αποκτήσει διασυνδέσεις, ο Καβάφης που ‘ταν αρκετά ποιητής για να γράψει αυτό κι όλα τ’ άλλα. Κι ο Καβάφης που έπαψε να ‘ναι ποιητής, μονάχα τη μέρα που μπήκε στα 70 του. Τη μέρα που βγήκε απ’ τη ζωή. Την 29η μέρα του Απριλίου…

Χρήστος Τσαγανέας

Ένας “Στάνλεϊ Τούτσι” του ασπρόμαυρου ελληνικού σινεμά, ο Τσαγανέας έπαιζε πάντα δεύτερους (και τρίτους…) ρόλους, μα κέρδισε την αιωνιότητα μέσ’ απ’ αυτούς. Απόδειξη; Θυμάσαι το “βεβαίως-βεβαίως” στο “Ξύλο (που) βγήκε απ’ τον Παράδεισο”. Πώς να ξεχάσεις το “άνθρωποι-άνθρωποι” (ο πιο απολαυστικός ρόλος της καριέρας του!) τότε που “Ξανά ‘ρθαν οι Γερμανοί”. Πάντα θα σου ‘ρχεται στο νου το “λέγε ηλίθιε, λέγε βλάκα, λέγε βλαμμένε” όταν θ’ ακούς πως “Μια ζωή την έχουμε”. Ένας άνθρωπος που δεν σημάδεψε καμιά ταινία του, αλλά ταυτόχρονα τις σημάδεψε όλες! Κι εξίσου διακριτικά σημάδεψε το ημερολόγιο, αφήνοντας τον κόσμο ένα καλοκαίρι, στις 2 Ιουλίου. Πάνω που πάταγε τα 70 χρόνια ζωής…