Η Θεσσαλονίκη είναι παράξενη πόλη. Όχι γιατί λέει το καλαμάκι “σουβλάκι” (που σουβλάκι είναι!), ούτε γιατί της λες κασέρι και μπορεί να σου σερβίρει γκούντα (όχι, δεν είναι καθόλου το ίδιο). Η Θεσσαλονίκη είναι παράξενη, υπέροχα παράξενη για λόγους πολύ σημαντικότερους απ’ το φαΐ που τρώει. Βλέπεις, μια πόλη που ‘χει για μότο της το “χαλαρά”, όταν υπάρχει ανάγκη δείχνει πολύ πιο γρήγορα αντανακλαστικά απ’ την πρωτεύουσα.

Στο θέμα του παράνομου παρκαρίσματος, ανάγκη υπάρχει εδώ και χρόνια. Και στη Θεσσαλονίκη ήταν που, ξαφνικά, τα Χριστούγεννα του 2015 κάμποσοι “ξύπνιοι” που πάρκαραν παράνομα, βρήκαν τ’ αμάξια τους “αμπαλαρισμένα σφιχτά με ζελατίνες, γιρλάντες και μπαλόνια”. Και στη Θεσσαλονίκη το 2019, τ’ αυτοκίνητα είδαν για πρώτη φορά τη συμπεριφορά τους στον καθρέφτη. Είδαν αναπηρικά αμαξίδια να τους πιάνουν τη θέση πάρκιν. Όχι για πολύ, είχαν χαρτάκι. Ησύχασε ρε οδηγέ, άραξε…

…”Επιστρέφω σε 5 λεπτά”!

Λοιπόν; Άραξες; Ησύχασες; Είπες “ντάξει, δεν έγινε και τίποτα”; Όχι. Εκνευρίστηκες, έβρισες, φώναξες, γιατί το να παρκάρεις είναι δικαίωμά σου. Γιατί μπορεί να ‘χες δουλειές, μπορεί να βιαζόσουν, μπορεί να μην είχες χρόνο. Ξέρεις όμως τι είχες; Ξέρεις τι έχεις; Πόδια! (Άμα δεν τα ‘κανες όλα αυτά, σου ζητώ εξ αρχής συγγνώμη, γιατί δεν είσαι προφανώς από κείνους που παρκάρουν με τον τσαμπουκά τους στις θέσεις των ΑΜΕΑ).

Εσύ λοιπόν, που μπορείς να παρκάρεις 500 ή 800 μέτρα μακριά απ’ τον προορισμό σου, εκνευρίστηκες. Εσύ που μπορείς να παρκάρεις πιο ψηλά ή πιο χαμηλά και να περπατήσεις 15-20 λεπτάκια για να πας εκεί που θες, έβρισες. Όμως αν εσύ, αρτιμελή οδηγέ φώναξες για το δίκιο σου, σκέψου τι νιώθει ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να περπατήσει όπως εσύ 15-20 λεπτάκια. Ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να περπατήσει όπως εσύ 500 ή 800 μέτρα. Ένας άνθρωπος που…

…δεν μπορεί να περπατήσει όπως εσύ. Τελεία.

Σκέψου πόσο αδικημένος νιώθει αυτός ο άνθρωπος, όταν βλέπει το δικό σου αυτοκίνητο στη θέση με την οποία προσπαθεί το κράτος να του κάνει τη ζωή λίγο πιο εύκολη. Όχι εύκολη, γιατί η ζωή του εξ ορισμού δεν είναι εύκολη. Όμως αυτός το ‘χει αποφασίσει ότι θα ζει, ότι θα γελάει, ότι θα χαίρεται τον ήλιο και θα κάνει βόλτα στην πόλη. Ποιος είσαι εσύ που του στερείς αυτό το δικαίωμα;

(Κι αν η δική μου φωνή δεν είναι αρκετή για σένα, άκου το Δημήτρη τον Αντωνίου που ήταν κι ο εμπνευστής πίσω απ’ το “επιστρέφω σε 5”).

Ποιος είσαι εσύ που παρκάρεις στη ράμπα του και τού απαγορεύεις μια ανθρώπινη βόλτα; Ποιος είσαι εσύ που παρκάρεις στο δικό του πάρκιν και του κάνεις δύσκολη τη ζωή για πράγματα απλά όπως το σούπερ μάρκετ ή μια δουλειά σε δημόσια υπηρεσία; Ποιος είσαι εσύ που “επιστρέφεις σε 5 λεπτά”, λες κι αυτό είναι δικαιολογία, λες κι έχεις το δικαίωμα να κάνεις για “5 λεπτά” δυσκολότερη τη ζωή ενός συνανθρώπου σου που ήδη είναι πολύ μεγαλύτερο παλικάρι από σένα; Ποιος είσαι εσύ που παρκάρεις, κατεβαίνεις, πατάς στα δυο σου πόδια και…

…δικαιολογείς μια συμπεριφορά που σήμερα σε θυμώνει να τη βλέπεις σε αμαξίδια;

Όποιος κι αν είσαι, ώρα ν’ αλλάξεις. Κι αν δεν αλλάξεις εσύ, ώρα το κράτος να σ’ αλλάξει. Πραγματικά, ποτέ δεν το κατάλαβα, αυτά δεν είναι τα πιο αποδεκτά κρατικά έσοδα; Βάζεις φόρους κι οι πολίτες διαμαρτύρονται. Κόβεις συντάξεις κι ο κόσμος βγαίνει στους δρόμους. Αν όμως αρχίσεις να ρίχνεις καμπάνες δυνατές, αν είσαι αμείλικτος και τα πρόστιμά σου είναι βαριά γι’ αυτούς που γράφουν στο “πεντάλεπτό” τους τα ΑΜΕΑ, ποιος θα παραπονεθεί; Κανείς! Θα είναι τα πιο χειροκροτημένα “χαράτσια”, κι ίσως, σε βάθος χρόνου αποτρέψουν κάποιους να παρκάρουν στην αδιαφορία τους. Ίσως λύσουν το πρόβλημα για μερικούς συμπολίτες μας…

Ξέρω, το πρόβλημα δεν λύνεται έτσι. Όμως, ας είμαστε ρεαλιστές: το να μορφώσεις ξαφνικά όλους τους Έλληνες, το να βάλεις μ’ ένα χτύπημα των δαχτύλων το σεβασμό και την κατανόηση στο μυαλό κάθε ασυνείδητου, δεν γίνεται. Αυτός είναι ο μακρινός στόχος. Ο κοντινός είναι να μπορεί ένας άνθρωπος σε αμαξίδιο, ένας τυφλός, ένας κωφάλαλος, να ζει όσο γίνεται την ίδια ζωή μ’ όλους τους άλλους. Κι αν αυτό μπορείς να το πετύχεις με τιμωρίες και πρόστιμα, βάλε τιμωρίες και πρόστιμα. Στο σήμερα ζούμε. Και στο σήμερα, η ταινία του Στάμου Τσάμη που βλέπεις παρακάτω, θα μπορούσα να πω πως είναι υπερβολική. Αν ήταν!