Ποτέ σου δεν άντεξες το βάρος του κομοδίνου σου. Αυτού του μικρού τραπεζιού δίπλα απ’ το κρεβάτι που φιλοξενεί ένα ρολόι και που κάθε μέρα όταν ξημερώνει σπάει πλάκα μαζί σου. Χτυπάει σαν τρελό το γαμημένο, πριν ακόμα ο ήλιος βάλει τα γυαλιά του. Ουρλιάζει να ξυπνήσεις ανάμεσα σε χθεσινοβραδινό νερό και χάπια για την πίεση. Το χτυπάς κάθε πρωί, το σπας και το πετάς, μόνο που όταν επιστρέφεις ένα καινούργιο σε περιμένει. Αυτή η μαλακισμένη αγοράζει πάντα ένα καινούργιο. Τη μισείς και σε μισεί χρόνια τώρα. Ξαπλώνεις δίπλα της και τρομαγμένος σιχαίνεσαι το τυχαίο άγγιγμα. Δεν φταις εσύ που φάρδινε και ζάρωσε. Η μαλακισμένη. Πάντα ακουμπάει ένα καινούργιο ξυπνητήρι δίπλα σου. Είναι ο τρόπος της να σε εκδικείται;
Φτάνεις στη δουλειά. Η μεγαλύτερη πόρνη που κατάφερε να γνωρίσεις. “Μάλιστα, αφεντικό”, “Καταλαβαίνω κύριε και να με συγχωρείτε”, “Δικό μου το λάθος, σας παρακαλώ δεν θα ξαναγίνει”. Κλείνεις απαλά την πόρτα και ρίχνεις μπουνιά ανάμεσα στα πόδια σου, μη και φωνάξεις και σπάσουν τα τζάμια. Πότε θύμωσες τόσο; Πότε άρχισες να πονάς για να μη μιλάς;

Επιτέλους, ώρα για κολατσιό. Άραγε να πετύχεις την ξανθιά γκομενάρα με το στήθος μέχρι τον λαιμό, που σίγουρα όπως λέει και ο Αλέκος με τον Μάνο, πηδάει ο γεροξεκούτης το αφεντικό; Έχει λεφτά, βλέπεις, ο κωλόγερος, ποια θα έλεγε όχι στα ταξιδάκια και τα δωράκια του; “Αχ και να μου είχε κάτσει και εμένα η καλή, δεν θα είχα κανέναν μαλάκα πάνω από το κεφάλι μου, θα τους πηδούσα όλους. Κάθε βράδυ θα πήγαινα με άλλη και δεν θα αναγκαζόμουν να βλέπω τα μούτρα της Σούλας που χέστηκε για εμένα και η τριχοφυΐα της είναι πιο πολύ από τη δική μου”. Γιατί, ρε Σούλα, άλλαξες έτσι;

Φουσκώνει το παντελόνι σου, ενώ η ξανθιά περνά χωρίς να σου ρίξει βλέμμα. “Ναι, έλα Νίκο, όλα μια χαρά στο σπίτι. Και η μάνα σου μια χαρά είναι, εσύ κοίτα μόνο να τελειώσεις με τα μαθήματα. Κουράστηκα να στέλνω τόσα λεφτά κάθε μήνα. Άφησε τις διακιολογίες, ειπα, ΤΕΛΕΙΩΝΕ”. Μαλακισμένο, δεν εκτίμησε τίποτα ποτέ του. Στο διάολο και αυτός και η μάνα του. Εγώ ποτέ δεν ήθελα παιδιά. Πότε μεγάλωσε έτσι ο Νίκος; 

Σκύβεις το κεφάλι καθώς πολύχρωμοι φάκελοι κατευθύνονται προς τα πάνω σου. Ζητάς συγνώμη ξανά και ξανά. Φωνάζεις ότι είσαι άχρηστος, αλλά μπορείς να γίνεις κάπως χρήσιμος, αν έχεις ακόμα μια ευκαιρία. Αραίωσαν τα μαλλιά και το στήθος σου κρέμασε. Ποιος θα σε πάρει τώρα, πια, σε νέα δουλειά; “Έχω ένα παιδί που σπουδάζει, κύριε διευθυντά. Θα δουλεύω περισσότερς ώρες χωρίς παραπάνω χρήματα. Μόνο μη με διώξετε”Πότε αραίωσαν τόσο τα μαλλιά σου;

Δούλεψες 8 ώρες κανονικές και 2 για τιμωρία. Τα κιτρινισμένα σου δάχτυλα φουμάρουν καθώς φεύγεις απ’ το μπουρδέλο που σου τρυπάει το μυαλό. Δεν σε νοιάζει τι φαγητό υπάρχει στο σπίτι. Μην αρχίσει μόνο πάλι η “άλλη” την γκρίνια, όταν κάθεσαι να βάλεις μια μπουκιά στο στόμα σου. Θα φάει καμία πάλι και θα μυξολαίει. Πότε σταμάτησε να σε νοιάζει το φαγητό σου;

Περπατάς στην Αθήνα. Έχει μπάλα και, άρα, κάποιο νόημα η μέρα. Ονειρεύεσαι τον καναπέ σου. Δεν θέλεις παρέα πια. Πρόκοψες και από δαύτες. Θα φας και θα αράξεις αφού κάνεις ένα ζεστό αφρόλουτρο. Έγινες νοικοκυραίος, σωστά;

Τι φασαριά είναι αυτή; Τρέχεις να δεις. Ληστεία! “Το πουστόπαιδο, γαμώτο, θα το τσακίσω”. Αρχίζεις να κλωτσάς, τα πόδια σου καρφιά. “Γαμημένο ξυπνητήρι, αν είχα πιάσει την καλή δεν θα ανεχόμουν κάθε βλάκα για αφεντικό”. Μην σταματάς να κλωτσάς, το αίμα στο κεφάλι του δεν είναι αρκετό. Τιμώρησε τον “ληστή”, εσύ ο καλός νοικουραίος. Μια μέρα θα πιάσεις την ξανθιά από το γραφείο και θα την κάνεις να ξεφουσκώσει το παντελόνι σου όταν της πεις τι κατάφερες απόψε. Μη σταματάς να κλωτσάς, είναι ακόμα ζωντανός και το φαγητό της Σούλας δεν σου αρέσει πια. Ποιος σε έμαθε να κλωτσάς;

Υπάρχουν και άλλοι δίπλα σου, δεν είσαι μόνος. Επιτέλους, δεν είσαι μόνος. Φαίνεται και αυτοί να έχουν ξυπνήσει νωρίς το πρωί, με ανικανοποίητες καύλες και δάνεια αρκετά για να παρακαλούν ώρες το αφεντικό τους να τους κρατήσει στη δουλειά. Ενώσατε τον θυμό σας και, τώρα, ο “ληστής” είναι νεκρός στα χέρια της κοινωνίας σας. Επιτέλους, χρησιμεύσατε. Επιτέλους, σώσατε την αξιοπρέπεια της ύπαρξής σας. 

Γύρισες σπίτι και τα παπούτσια σου έχουν λίγο αίμα. Όχι το δικό σου. Το δικό σου βράζει. Επιτέλους, λίγη ζωή στον καθημερινό σου θάνατο. Ανεβαίνεις πάνω από τη Σούλα. Κάνεις τρεις κινήσεις μπρος-πίσω και καμιά ξανθιά δεν χρειάζεσαι πια. Κοιμάσαι βαριά. Πολύ βαριά. Ονειρεύεσαι τον Νίκο. Πότε γύρισε από την επαρχία και γιατί μοιάζει τόσο οργισμένος; Ανοίγει το στόμα του και ξερνάει πάνω σου 65 χρόνια υποταγής και θλίψης. Κολυμπάς στο αίμα. Ξύπνα, είναι εφιάλτης. Μην ψάχνεις να φωνάξεις όταν ποτέ σου δεν είχες φωνή. “Νίκο, παιδί μου, είμαι ο πατέρας σου!”

Νοικοκυραίε, τι κρίμα, σε έφαγε το παιδί σου…