Το να κάθεσαι μόνος σου, βραδιάτικα, σ’ ένα μαγαζί γεμάτο κόσμο, μπορεί και να ‘χει τη λογοτεχνική πλευρά του. Το να κάθεσαι μόνος σου, βραδιάτικα, σ’ ένα μαγαζί γεμάτο πιτσιρίκια στην εφηβεία τους, είναι μάλλον θλιβερό και ίσως λάθος. Το να κάθεσαι ωστόσο μόνος σου, σ’ ένα μαγαζί γεμάτο έφηβους, ΜΕΡΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ κι εντελώς έξω απ’ τα νερά σου, είναι απόλυτα λάθος απ’ όποια πλευρά και να το δεις. Με πολλούς, πολλούς τρόπους.

Όπως και να ‘χει πάντως, λάθος ή όχι, εμένα το μεσημέρι με βρήκε να μασουλάω μπιφτέκια και πατάτες, μόνος μου σ’ ένα τραπέζι Goody’s. Κάποτε ίσως να ‘χα έρθει εδώ μ’ εκείνη την κοπέλα απ’ το φροντιστήριο. Ίσως να ‘χα σκάσει μύτη και Σάββατο βράδυ με “τα παιδιά”, πριν πάμε να παίξουμε το παιχνίδι “άντρες και σκληρό αλκοόλ” με Ούρσους και Σμιρνόφ Νορθ. Σήμερα, μόνος και “στεγνός”, θα ‘λεγα πως πέρασαν αιώνες απ’ την εποχή του λυκείου. Και πάνω που προσπάθησα να πνίξω αυτή τη σκέψη σε δυο γουλιές παγωμένη κόκα-κόλα, μια παρέα λυκειόπαιδα ήρθε να την επιβεβαιώσει.

 

“Mπάζο! Μπάζο, ρε φίλε. Αυτός! Εμένα”.

Έξαλλη, μιλάμε. Ήταν μια όμορφη κοκκινομάλλα με μπλουζάκι Trainspotting και τατουάζ Sex Pistols στον καρπό της. Οι καπνοί στ’ αυτιά δεν πρέπει να ‘ταν μόνιμο αξεσουάρ, μα τι μπορώ να πω κι εγώ; Δύο λεπτά την ξέρω!
“Σε γουστάρει” της λέει ένα τύπος με μαύρα γυαλιά – σπυράκια -μούσι (μ’ αυτή τη σειρά!) που η μούρη του φώναζε: έμπειρος.
“Δεηλαδή, έλεος κάπου! Μπάζο;” συνέχιζε η έξαλλη. “Αυτός που είναι σαν μην πω… Τι;”
“Σε γουστάρει” ξαναλέει με σιγουριά ο έμπειρος.
“Ναι, το βλέπω. Δηλαδή σκέψου να μη με γούσταρε. Γι’ αυτό με είπε…”
“Μια φορά ακόμα να πεις μπάζο θα σε δείρω, μα τω Θεώ!” της λέει μια άλλη κοπέλα: γαλαζοπράσινο μαλλί, γαλαζοπράσινο μάτι, γαλαζοπράσινο νύχι και μπλουζάκι Γαλάζια Λίμνη. Άψογο το σετ!
“Δεν το λέω εγώ. Εκείνος το είπε. Άκου μπάζο…’.
“Αν σ’ έλεγε βγάζο θα ‘ταν καλύερα;”. Αυτός, ο τέταρτος της παρέας ήτανς δικός μου. Μισοριξιάς, με μπλουζάκι πόλο (στάνταρ τον ντύνει η μάνα του!) και άθλιο χιούμορ. Κανείς δεν γέλασε φυσικά αλλά δεν έδειξε να ενοχλείται απ’ την αμηχανία στο τραπέζι. Κατέβασε με γρήγορες δαγκωνιές το Goody’s μπέργκερ του και κοίταξε τους άλλους με υφάκι: Ούτε-Λίγο-Χιούμορ-Δεν-Έχετε; (Παιχταρά μου!). 

“Δεν έχει σημασία τι είπε. Σημασία έχει γιατί το είπε” λέει σε φάση “λαϊκή σοφία” ο έμπειρος.

Καλά τα λέει ο σπόρος” σκέφτηκα. Να πω την αμαρτία μου, όσο περνούσε η ώρα ντρεπόμουνα λιγάκι που κρυφάκουγα τα πιτσιρίκια. Ένιωθα τους υπόλοιπους πελάτες να με κοιτάνε σε στυλ: Σαν-Δεν-Ντρεπεσαι-Μεγάλος-Άνθρωπος. Σαν κουλτουριάρης χίπστερ που τον πιάνουνε να βλέπει σαπουνόπερες. Μόνο που η σαπουνόπερα εδώ είχε ζουμί. Έριξα μια Δουλειά-Σας ματιά στα υπόλοιπα τραπέζια που (δεν) με κοιτούσανε και κούρνιαξα στην καρέκλα μου. Είχαμε επιστρέψει απ’ τις διαφημίσεις και η αγωνία ήταν στο κόκκινο: “Τη γουστάρει ή δεν τη γουστάρει;”. 

“Τι εννοείς; Εμένα μου φαίνεται πολύ καθαρό αυτό που…” δοκίμασε να πει η κοκκινομάλλα, όμως ο έμπειρος την έκοψε.
“Όχι τη λέξη! Μην πιάνεσαι απ’ τη λέξη. Γιατί στην είπε;”
“Love is in the air…” χαζοσφύριξε η Γαλάζια Λίμνη.
“Αυτό που σφυρίζει η κοπελία!” λέει ο έμπειρος και δείχνει προς το σφύριγμα.
“Δηλαδή;”
“Δηλαδή, δεν ξέρεις ότι τα αγοράκια αν σε γουστάρουν στο δημοτικό σου τραβάνε τα μαλλιά; Ε, μερικοί στο λύκειο σου λένε μαλακίες! Ο τύπος σε γουστάρει”.
“Ωραίο τρόπο βρήκε να το δείξει”.
“Ναι, ο τρόπος ήταν λάθος. Η λέξη ήταν λάθος. Αλλά μη σταθείς εκεί. Ο σκοπός του έχει σημασία. Κι ο σκοπός, μες στο χαζοβιόλικο κεφάλι του, ήταν να σου τραβήξει την προσοχή”.
“Λες;” κάνει η κοκκινομάλλα.
“Λες;” κάνει κι ο μισοριξιάς. (Καλά εσύ, αγόρι μου!). 
“Μάλλον…” λέει η Λίμνη.
“Σίγουρα” λέει με εκνευριστική σιγουριά ο έμπειρος.

Ένα χαμόγελο έσκασε στη μούρη της κοκκινομάλλας.

“Πεινάει κανείς;” ρώτησε ο μισοριξιάς. “Πάω να πάρω κάνα μπέργκερ ακόμα”. (Ποιος είσαι εσύ ρε αρχηγέ μου, επιτέλους;)
“Πού τα βάζεις ήθελα να ‘ξερα. 4 έφαγες, θα σκάσεις!” του λέει η Λίμνη.
“Δεν παθαίνω τίποτα” την κάνει το τυπάκι. “Τελικά, δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχει να ‘ρχομαστε στα Goody’s άμα δεν τρώτε”.

Δεν είχε άλλη ίντριγκα το πράγμα: η κοκκινομάλλα ζούσε το όνειρο, ο έμπειρος φιλοσοφούσε τα ανήλικα προβλήματά του, ο μισοριξιάς κατάπινε το ένα μπιφτέκι μετά το άλλο, κι εγώ αποτελείωσα τις πατάτες μου και βγήκα.

Στο δρόμο σκεφτόμουνα πως μάλλον ο κόσμος έχει ακόμα ελπίδα, αν οι πιτσιρικάδες συνεχίζουν να ερωτεύονται όμορφα, να φλερτάρουν με ντροπαλά μπινελίκια, να ξέρουν το Trainspotting και να τρώνε σαν να μην υπάρχει αύριο. Σαν να μην υπάρχει…

Και τότε συνειδητοποίησα πως… Πφφ, απ’ αυτά τα πιτσιρίκια με χωρίζει μια ολόκληρη γενιά. Πως είμαι στο αύριο. Πως είμαι ο “Στάθης Ψάλτης” τους. Κι αυτή είναι μια σκέψη πια, που, σοβαρά, δεν θέλω να τη συζητήσω…