Στο σπίτι που κλειδώθηκαν γρατζουνισμένα γόνατα και παιδικές ιαχές πολέμου, μαζί με μυρωδιές από πατημένο σταφύλι τον Αύγουστο, πάνω σε μια αιώρα που τρέμει ενώ φυσάει το παγωμένο νερό το καταμεσήμερο, ακούγονταν νότες της μεταπολίτευσης από μια φωνή που έκλεινε όλου του κόσμου τους λυγμούς στα χείλη του κυρ Κώστα, του μπαμπά μου. Την πόρτα αυτή ξεκλείδωσε η εφηβεία μου, εκεί κάπου στο Λύκειο που τα θρανία γράφουν τις πιο τρομακτικές προσδοκίες και ξαφνικά όλα μυρίζουν μπουρλότο και φωτιά. Σε αυτόν τον τεράστια μικρό κόσμο μου, βασίλευε ο Παύλος Παυλίδης κρατώντας Ξύλινα Σπαθιά, επιδοκιμάζοντας κάθε άγνοια κινδύνου.

Από τότε ξάπλωνα σε δροσερά σεντόνια το καλοκαίρι και καυτά τον χειμώνα και μεγάλωνα. Κάθε φορά που ευθυγράμμιζα το κορμί μου πάνω τους, μεγάλωνα. Το τεράστιο πικάπ του μυαλού μου έπαιζε από παλιά ρεμπέτικα μέχρι punk. Σταμάταγαν, τράβαγα τη βελόνα και την άφηνα να χαράξει τον επόμενο δίσκο. Όμως όσοι δίσκοι και να άλλαξαν πάντα υπήρχε ένας που δεν σταματά μέχρι και σήμερα να χοροπηδάει και να ανατριχιάζει κάθε νευρώνα του εγκεφάλου μου. Από τα 15 μέχρι και τα 29 μου, ο Παύλος Παυλίδης αλώνει τις σκέψεις μου, με κάνει να πιστεύω ότι ο κόσμος είναι πιο καταθλιπτικός άρα και πιο όμορφος. Θεέ μου, ποιητές στα χαλάσματα…πόση ελπίδα σε ένα Φθινόπωρο;

Γεννήθηκε μια Τρίτη και 13 του Οκτώβρη, για να μου θυμίζει ότι καμιά φορά η αγάπη είναι πιο σημαντική από τον έρωτα, όμως ο έρωτας είναι το παν και ότι όλα αυτά δεν μπορούν να είναι τίποτα άλλο από μια παντοτινή τρυφερότητα. Γεννήθηκε στη Βρέμη και από νωρίς έμαθε να λέει ότι “Δεν είμαι από εδώ”. Έπειτα στη Βέροια και στη Θεσσαλονίκη τα Μωρά πήραν Φωτιά, όμως εκείνος ήταν ξύλινος! Έγινε ο απόλυτος βασιλιάς μιας σκόνης που πνιγόταν στην αδρεναλίνη μιας ξεσσαλονίκης. Ο τύπος έγραψε “και η ωραία Ελένη θα είναι τώρα γριά” και μας γονάτισε σε συναυλίες που έτρεμαν τα πόδια μας και έσταζαν τα εσώρουχα μας τον ιδρώτα και την καύλα μιας γενιάς που βρήκε τον τρόπο να ροκάρει τον ρομαντισμό, κάνοντας το πιο σέξι κοινωνικοπολιτικό σχόλιο.


Είναι όλες του οι συναυλίες τα συνθήματα μιας εποχής που δεν προδίδει κάθε φορά που ανεβαίνει στη σκηνή, για να δούμε και να δει πόσο μεγαλώσαμε. Με τσακώνω να μετράω τα χρόνια μου από τότε στο κάγκελο για να φτάσουν να μου προσφέρουν μπύρα αρκετά πιο πίσω πλέον, όμως πάντα με μάτια κλειστά και χείλη δαγκωμένα. Οι άνθρωποι που ακούνε Παυλίδη είναι καταδικασμένοι να ερωτεύονται και να απογοητεύονται με το ίδιο καταστροφικό πάθος για μια ζωή που θα παλεύουν να αλλάξουν μέχρι να σταματήσουν να πιστεύουν σε ποιητές. Είναι καταδικασμένοι να βρίσκουν τη γαλήνη στη συγχώρεση και σε μέρη που ναυάγησαν και που βασιλεύουν οι πιο σκοτεινές μάγισσες.

Δεν θυμάμαι να μην ερωτεύτηκα όποιο αγόρι μου είπε ότι ακούει τον Παύλο και θυμάμαι πεντακάθαρα εκείνο που μου έδωσε το πρώτο μου cd του. Δεν ξέρω αν θέλω να νοσταλγώ εκείνες τις μέρες που με κλάματα και με πρωτόγονο πόνο θρηνούσαμε τις πρώτες προδομένες αγάπες. Εκείνοι οι έρωτες, οι πρώτοι, που ήταν σαν έχει αρπάξει φωτιά κάπου μέσα βαθιά, κάτι μες την ψυχή μας. Τότε που με την Ιωάννα τρέχαμε στον Πειραιά σκαστές από τα σπίτι μας βιαστικά και χωρίς να ζητήσουμε συγγνώμη για τις φωτιές που βάζαμε σε σπιρτόκουτα. Τα πιο μαγεμένα χρόνια, ντυμένα και τρυπημένα με μια σφαίρα που έφτανε μακριά, έβαζε φωτιά στο λιμάνι…


Ένα μήνα πριν στη Τεχνόπολη, σε είδα και σκέφτηκα ότι μεγαλώσαμε Παύλο. Μεγαλώσαμε και ευτυχώς μεθάμε ακόμη, κολλάμε τα κορμιά μας σφιχτά ο ένας πάνω στον άλλον, σηκωνόμαστε στις μύτες και με ορθάνοιχτα χέρια βγάζουμε ακόμη τις πιο ευτυχισμένες λέξεις τις ζωής μας “Νομίζω πως ακούω τον ήχο της φωνής σου, κάποτε χόρευα μαζί σου κάτω από τον ήλιο τέτοιο φως” για να τσιρίξω τελικά στους ώμους του Κώστα  “Άσε με κράτα με ξέχνα με αγάπα με κοίτα που χάλασα φούσκωσε η θάλασσα και βγάζει χρώματα φώτα και αρώματα μέσ’ την άβυσσο χτίζουν τον παράδεισο όλα γυρίζουν σαν τρελά ρόδες που παν στο πουθενά”…