Σκόπευα να γράψω για το αβίαστο χιούμορ που φιλιέται με το μεθυσμένο “νεο-νουάρ” πάνω στο μπιλιάρδο. Για το τατουάζ που αποκτά επιτέλους έναν τίμιο εκφραστή. Για το κάστινγκ που πιάνει 100 πόντους στα βελάκια. Τις σεναριακές ευκολίες και τις αναφορές στην Καζαμπλάνκα. Για το ρυθμό του -σημαδιακού- Sinnerman της Νίνα Σιμόν (τραγουδάει ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ η Ξένια Ντάνια), ή για τα σάουντρακ του Μίνου Μάτσα. Θα έκανα που λέμε “κριτική κινηματογράφου”. Και τότε θα ‘χα χάσει το δάσος.

Παράξενο ή όχι, στην ταινία του Γιάννη Σακαρίδη (που κάνει πρεμιέρα για λογαριασμό της Feelgood την Πέμπτη 23 Μαρτίου), το σινεμά είναι δέντρο. Το δάσος είναι ο ελληνικός μικρόκοσμος, όπως κανένας δεν τον απεικόνισε ως τώρα. Οι μετανάστες, οι (νεο)Έλληνες, οι άνθρωποι χωρίς μελόδραμα, χωρίς κορόνες, χωρίς υπερβολές. Το φιλμ είναι αστείο, πολύ αστείο διάολε, γιατί μας δείχνει όπως είμαστε στ’ αλήθεια.

Αν λοιπόν ψάχνεις λόγο να δεις την Πλατεία Αμερικής, πάρε τέσσερις πολύ πιο σημαντικούς από σκηνοθεσίες και τρικ.

       

Γιατί σου δείχνει ότι ο νεοέλληνας δεν είναι ρατσιστής, ούτε φασίστας. Μαλάκας είναι…

Η πιο μεγάλη μαγκιά της ταινίας, είναι αυτός ο πρωταγωνιστής. Ο Νάκος. Ο νεοέλληνας. Ο σύγχρονος νεοέλληνας, όχι εκείνος του ’80. Ο τύπος που σ’ όλη του τη ζωή δεν έχει κάνει τίποτα. Σαράντα χρόνων μπέμπης που τον ταΐζουν οι γονείς του, και που ακόμα ψάχνει λόγους να νιώθει αδικημένος. Όπως γκρινιάζει ένας μπέμπης, όταν τον αναγκάζουν να μοιραστεί τα παιχνίδια του με τ’ άλλα παιδάκια. Το τελευταίο παιχνίδι του Νάκου, είναι η πλατεία (Αμερικής). Και τ’ άλλα παιδιά, οι μετανάστες. Οι ξένοι. Αυτοί που δεν ανήκουν στα μέρη του. Οι “καινούριοι” του σχολείου. 

Είναι ο Νάκος ρατσιστής; Έχει στ’ αλήθεια μίσος γι’ αυτούς τους ανθρώπους; Αμφιβάλλω. Μπούλης είναι, με νταϊλίκι ψεύτικο κι ανώριμο παράπονο. Αν δεν ήταν οι μετανάστες, θα ‘ταν κάποιοι άλλοι. Απλά δεν θέλει να μοιραστεί την τσουλήθρα του με κανέναν. Δεν ψάχνει αίτια κι αιτιατά. Είναι εμβρυακά ηλίθιος, εντελώς απαίδευτος, ξεκαρδιστικά (ίσως) μα κι απόλυτα μαλάκας. Έτσι είναι. Έτσι είμαστε. Ρίξε μια ματιά γύρω σου, μια χώρα γεμάτη Νάκους.

(Υπέροχος, απίθανος, φανταστικός Μάκης Παπαδημητρίου! Χτίζει έναν ρόλο ζωγραφιά).

   

…Αλλά οι μαλακίες πληρώνονται!

Ωστόσο, ακριβώς επειδή ο Νάκος συνεχίζει επί χρόνια να λογαριάζει τα πράγματα με συνθήκες νηπιαγωγείου, δεν το μπορεί να διαχωρίσει το μικρό απ’ το μεγάλο. Γι’ αυτόν το να “διώξει” τους ξένους απ’ τη γειτονιά του, είναι τεράστιο σαν σταυροφορία αλλά κι ελάχιστο όσο να διώξει τα παιδάκια απ’ την τσουλήθρα “του”. Ώσπου το παιχνίδι του στραβώνει. Γίνεται επικίνδυνο. Γυρίζει μπούμερανκ και του χτυπάει τη μούρη. Τότε ο Νάκος κάθεται στη γωνία. Βάζει τα κλάματα. Μετανιώνει (;) αλλά δεν μαθαίνει. Την άλλη μέρα, ξανά θα ψάχνει τρόπο να διώξει τους ξένους. Ξανά θα γκρινιάζει για την πλατεία του. Όλα αυτά όμως, γιατί το μπούμερανκ δεν τον βρήκε στα γεμάτα. Μια μέρα θα τον βρει, δεν υπάρχει αμφιβολία. Και θα του αξίζει. Κι εκείνος θα μιξοκλαίει τότε, χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβη.

Γιατί σου δείχνει ότι ο Έλληνας όταν θέλει είναι αληθινός μάγκας.

Όμως υπάρχει κι η άλλη πλευρά. Υπάρχει κι ο Έλληνας που αξίζει τον κόπο. Ο Έλληνας που αγαπάει τους ανθρώπους και γίνεται θυσία. Εν προκειμένω, ο Μπίλι (Γιάννης Στάνκογλου). Αυτός είναι μεγάλο παλικάρι. Αυτός είναι ρεμάλι της γειτονιάς, όχι “καλό παιδί”. Έχει μπαρ, είναι της νύχτας άνθρωπος και… παράνομος τατουατζής. Όμως αυτός ο τύπος που δεν ακούγεται καλή παρέα για το γιό σου, που δεν θα τον προξένευες ποτέ στην κόρη σου, έχει μέσα του όλα εκείνα τα στοιχεία που ψάχνεις στις ασπρόμαυρες ταινίες του Κωνσταντάρα. Ο Μπίλι έχει μπέσα. Έχει φιλότιμο. Γίνεται θυσία. Ο Μπίλι αγαπάει κι ερωτεύεται. Σου δίνει το χέρι για να μη βουλιάξεις. Δεν το λέει, αλλά το κάνει. Αν τελικά αναρωτιέσαι πού διάολο πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι της παλιάς ελληνικής ταινίας, ψαξ’ τους σ’ ένα μπαράκι στην πλατεία Αμερικής. Κι αν θέλεις, ζήτα τους κρυφά να σου χτυπήσουν τατουάζ στον πάνω όροφο.

Γιατί αρνείται να βουλιάξει!

Refuse to Sink. Αυτό ζητάνε όλο και περισσότεροι μετανάστες να τους “χτυπήσει” στο σώμα τους ο Μπίλι. Μια υπόσχεση και μια ελπίδα. Πως αυτοί δεν θα πνιγούνε στη μεσόγειο. Ότι θα φτάσουν ως το τέλος της διαδρομής. Με έναν παρόμοιο τρόπο, ολόκληρο το φιλμ αρνείται να βουλιάξει. Αρνείται να είναι απαισιόδοξο. Οι κακοί κερδίζουν (τι νουάρ θα ‘ταν αλλιώς;), οι φελλοί επιπλέουν, όμως στο τέλος της μέρας κάποιοι άνθρωποι συνεχίζουν το ταξίδι. Και τελικά η ελπίδα ζει, το όνειρο επιπλέει, η ταινία του Σακαρίδη χτυπάει κι αυτή το τατουάζ της. Μπορεί τα σύνορα να είναι μπίζνες. Μπορεί οι άνθρωποι να είναι μπίζνες. Όμως υπάρχει ελπίδα, κι όσο εκείνη υπάρχει αξίζει να υπάρχουμε κι εμείς.

            

Η ”Πλατεία Αμερικής” έρχεται στις αίθουσες την Πέμπτη 23 Μαρτίου, από τη Feelgood.