Ήμουν δώδεκα χρονών και ο πατέρας μου μας είχε αφήσει στο χωριό για τις καλοκαιρινές διακοπές στους θείους και στα ξαδέρφια. Το παρεάκι μου και κολλητάρι μου ο Αντρέας μου ανακοίνωσε το νέο. «Ο Λουκιανός παίζει στο σχολείο του Ξυλοκάστρου!». Πρέπει να ήμασταν τουλάχιστον δυο ώρες πριν ξεκινήσει την συναυλία του καθισμένοι στις καλύτερες θέσεις και με το άγχος της αναμονής.

Ο Λουκιανός είχε φέρει μαζί του και την Αφροδίτη Μάνου και η συναυλία ξεκίνησε. Τα είπαν όλα! Και το «Που βαδίζουμε κύριοι» και την «Μαίρη Παναγιωταρά» και το «Κάπου την έχουμε πατήσει» και τα άπαντα. Ήμουν πρώτη θέση και όλο νόμιζα ότι ο Λουκιανός κοίταζε εμένα. Μπορεί και να με κοίταζε. Έφυγα ευτυχισμένος και συνέχισα την ζωή μου. Σκεφτόμουν πόσο τρελό θα ήταν να τραγουδούσαμε μαζί κάποια στιγμή. Αλλά τί δουλειά θα είχε ο Λουκιανός με το παιδάκι που ονειρευόταν και πέταγε στα σύννεφα; Καμία!

Και πήγα στο σπίτι. Και πήρα τη βούρτσα, πήγα στον καθρέφτη και τραγούδησα «Τάφτιαξε ο Μηνάς με την Αννέτα που τάχε με τον Δήμο τον τρελό…» Και μεγάλωσα. Και αγόρασα όλα του τα βινίλια. Και δεν θυμάμαι μέχρι σήμερα να έχω παίξει μουσική και να μην πετάξω στο πρόγραμμα ένα κομμάτι του Λουκιανού. Και μάζεψα αργότερα και όλα του τα cd. Και όταν άρχισα να γράφω είχα στο νου μου τους στίχους του Λουκιανού. Την σάτιρά του. Την ροκεντρολιά του. Την τζαζιά του.

Στην Βουλιαγμένη δεν πήγα. Ήμουν μικρός και ο πατέρας μου δεν με άφησε. Τον είδα στις ειδήσεις. Είδα τον χαμό. Θυμάμαι αντιδράσεις ακόμα και από την τότε κυβέρνηση. Ο Λουκιανός ήταν ο παιδικός μου ήρωας. Ο κάου μπόυ με το πιάνο. Και έγιναν τα Ημιζ. Και έφτασε η σωστή στιγμή. Και έγινε το τηλέφωνο. Και γράψαμε το κομμάτι. Και ήρθε ο Λουκιανός μόνος του στο στούντιο που γράφαμε, χωρίς συνοδεία, χωρίς αυλή. Μόνος του. Ολομόναχος. «Εδώ γράφουν τα Ημισκούμπρια;» ρώτησε τον άνθρωπο του στούντιο. Και κάθισε στο πιάνο και έπαιξε το θέμα του κομματιού. Και εγώ αμίλητος με σφιγμένα χείλη. Τι να του πω που να μην ακουστεί βλακεία;

Και τελικά είπα αυτό που λένε όλοι. «Είμαι φαν από μικρό παιδάκι και έχω όλους τους δίσκους σου». «Δεν τους έχεις όλους.» μου είπε. «Μα έχω τα πάντα. Συμμετοχές, τραγούδια που έχεις γράψει για άλλους.Τα πάντα!». «Έχεις το Media Luz;». «Ωπ! Με έπιασες αδιάβαστο» του λέω. «Θα στο δώσω και θα στο υπογράψω» μου λέει «αλλά θα το ακούσουμε μαζί». Η χαρά μου δεν υπήρχε σε αυτόν τον γαλαξία. Και βρεθήκαμε στο στούντιο του. Και κάθισε στο πιάνο. Και έπαιξε όλο το «Media Luz», ένα ορχηστρικό αριστούργημα για ένα φιλμ νουάρ με τον Μπόγκαρτ που δεν βγήκε ποτέ. Και πάνω από την μουσική μου διηγήθηκε όλη την ταινία που θα έντυνε. Και μου μίλησε για το ταξίδι του στην Νέα Ορλεάνη και τα σετ που έπαιξε μαζί με τους μπλουζίστες και τους τζαζίστες. Σαν να πήγαινα εγώ στο Μπρόνξ να ραπάρω με τους ντόπιους pioneers συναδέρφους. Και έφυγα γεμάτος.

Και στην πορεία μοιραστήκαμε και την ίδια σκηνή και όλα ήταν μαγικά. Τον χειροκρότησα στον Λυκαβηττό με τους Preservation Hall Jazz Band. Μας κάλεσε κι εμάς στην «Βουλιαγμένη No 2» και παίξαμε και το όνειρο του δωδεκάχρονου παιδιού πραγματοποιήθηκε. Έγραψα κι ένα κομμάτι για εκείνον. Το «Γιατί δεν μ’ αγαπάς όπως παλιά» και το ρεφραίν ήταν γραμμένο για να το πει. Το ραποτραγούδησα όπως θα το έλεγε ο Λούκι αλλά ντράπηκα να του ζητήσω να συμμετέχει. Δεν ήθελα να τον ενοχλήσω. Έλεγε: «Γιατί δεν μ’ αγαπάς όπως παλιά ,σαν νάμαι ντεσπεράντο μου περνάς θηλιά,έχω πιάνο κουρδισμένο και μακριά μαλλιά ,γιατί δεν μ’ αγαπάς όπως παλιά».

Ο Λουκιανός σήμερα έφυγε για άλλο ένα ταξίδι. Να παίξει και για άλλους κάπου αλλού. Κάπου μακριά από τον κόσμο μας. Να τους δείξει πως γίνεται. Να τους πει ότι ένας καου μπόυ Κυψελιώτης είναι εδώ για να τους γεμίσει μελωδίες, στίχους και χαμόγελα. Όπως έκανε το δωδεκάχρονο παιδί που δεν μεγάλωσε ποτέ να χαμογελάσει ξανά και ξανά και ξανά και ξανά. Καλή αντάμωση δάσκαλε.

Δημήτρης Μεντζέλος – Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017
«Περπατάμε στους δρόμους κι η ζωή μας κυλά όμως έχουμε μάθει καλά πως αλλάζουμε όλοι όπως αλλάζει κι η πόλη όπως αλλάξαν στις μέρες μας πολλά».