Καφρίλα. Τι ωραία λέξη; Την λες και σου γεμίζει το στόμα. Κι έπειτα κολλάς και τη λέξη σχολείο και το γλυκό δένει αυτόματα. Ως δια μαγείας.

Αυτές τις δύο λέξεις, λοιπόν, ένωσαν και οι 5 Προβοκάτορες και είπαν να ξαναπεράσουν για μια γρήγορη βόλτα απ’ τα θρανία, νοσταλγώντας την μεγαλύτερη καφρίλα που είχαν κάνει στο σχολείο. Καφρίλα; Γράψε λάθος. Καφρίλες θέλαμε να πούμε. Για τσέκαρε!

*Παρένθεση: αν έχεις κι εσύ παρόμοια στόρις, μην διστάσεις και ρίξτα στα σχόλια. wink

Ο Χρήστος Ξανθάκης και η πορτοκαλάδα του
Παιδιά, αλήθειες να λέμε, σοβαρές καφρίλες δεν έκανα στο σχολείο. Κάνα θρανίο σπασμένο, κάνα τζάμι, κάνας τσαμπουκάς, κάνα γκομενικό της κακιάς ώρας, τα γνωστά. Έτυχε όμως να είμαι μπροστά σε μια πολύ ζόρικη καφρίλα, για την οποία υπεύθυνος ήταν ο κολλητός μου ο Βαγγέλης! Το στόρι έχει ως εξής: Ένα μεσημέρι, τρίτη Γυμνασίου εμείς, κάποια πολιτιστική εκδήλωση είχε στο σχολείο μας, το Δεύτερο Τρικάλων. Ο κόσμος στο Αμφιθέατρο, το σκάμε εμείς. Κι όπως κωλοβαράμε στους διαδρόμους, βλέπει ο Βαγγέλης ένα μπουκάλι πορτοκαλάδα, την τοπική «Κλιάφα», που κάποιος το είχε ξεχάσει σε ένα περβάζι. Γεμάτο ως τη μέση το μπουκάλι, με το καλαμάκι του, όλα κομπλέ. Αστράφτει το μάτι του Βαγγέλη, «κάτσε μισό λεπτό μου λέει», πετάει έξω ψωλή, αρπάζει το μπουκάλι, ρίχνει κατούρημα, φίσκα η πορτοκαλάδα! Επανατοποθετεί το καλαμάκι, «πάμε τώρα» μου λέει, «τη δουλειά μας την κάναμε». Κι όπως απομακρυνόμασταν, ακούω από πίσω μας δυο φωνές συμμαθητών: ‘Έλα ρε, κάποιος μαλάκας ξέχασε μια πορτοκαλάδα!» Έστριψα γρήγορα, για να αποφύγω το θέαμα…

Ο Νίκος Ράπτης και το καγκουριλίκι του
Σκέψου μια τρελή καφρίλα. Την σκέφτηκες; Ωραία, την είχα κάνει. Κάφρος δεν ήμουν, αλλά έπρεπε με κάποιον τρόπο να επιβιώσω στην thug ζωή της επαρχίας. Βλέπεις, τα “φυτά” τα σιχαινόμουν, ενώ η παρέα με τους κάφρους με γοήτευε. Κάνε σκηνή τώρα έναν σκατόφλωρο σαν κι εμένα χωρίς γαλλικά αλλά με πιάνο, να συνυπάρχει αρμονικά μέσα σ’ ένα τσούρμο από κάγκουρες με κωλοφτιαγμένα μηχανάκια, γυαλιά arnette και Τερλέγκα στα ηχεία. Στο θέμα μας τώρα. Μεγαλύτερη καφρίλα ε; Δυσκολεύομαι να διαλέξω. Βενζινόκολλες σε χερούλια, χαρτιά με κρεμοσάπουνο στο ταβάνι, Πρωταθλητή μέσα απ’ το βιβλίο των Μαθηματικών, κυνηγητά -χωρίς λόγο- με πυροσβεστήρες… αχ πόσο τέλεια ήταν; Ωστόσο, αν μου έλεγες με το μαχαίρι στο λαιμό να διαλέξω, θα σου έλεγα την ημέρα που διόρθωσα δημόσια μια φιλόλογο που έκανε ασταμάτητα ορθογραφικά και της είπα: “Κυρία Κ., θέλετε να σας μάθω ορθογραφία κι εσείς να με μάθετε να μαγειρεύω που δεν ξέρω;” Ναι, ήμουν μισογύνης. Με τις φιλόλογους.

O Nίκος Μπόβολος και η μικρή Τερέζα
Πρώτη Λυκείου. Τιμημένο Α3. Για κάποιο διεστραμμένο λόγο, η αλφαβήτα χεράκι χεράκι με τη μοίρα έπαιξαν ένα πολύ σκληρό παιχνίδι για τους καθηγητές και όλα τα μπουμπούκια μαζεύτηκαν στο ίδιο τμήμα. 4 σειρές θρανίων = 4 τελευταία θρανία = 8 ελεεινοί μαντράχαλοι που προσπαθούν να διαλύσουν τα πάντα. Κορυφαίο επίτευγμα; Δευτέρα πρώτο τρίωρο με τον βλαμμένο-μπίχλα-αμόρφωτο καθηγητή που είναι στα τέτοια του γενικώς. Έχουμε κρύψει μέσα στο απουσιολόγιο μια κατσαρίδα στο ύψος του Αντετοκούνμπο και ο καθηγητάρας το ανοίγει και το βλέπει να σπαρταράει. Ατάραχος, το λοκάρει, και ενώνει δείκτη και αντίχειρα για να το στείλει στο διάολο. Σημαδεύει, το εκτελεί και με ευστοχία Ζουνίνιο Περναμπουκάνο το στέλνει συστημένο στο κούτελο της απουσιολόγο που φρικάρει σε κλάσματα δευτερολέπτου. Η τάξη είχε γίνει μπουρδέλο σε λίγα δευτερόλεπτα αλλά το καλύτερο δεν ήταν αυτό. Το καλύτερο είναι ότι κάποιος μου ζήτησε την τσάντα του (αφού ο καθηγητής είχε φύγει από την τάξη) και πετώντας την πέτυχα τις λάμπες φθορίου στο ταβάνι ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΑΣΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΠΑΣΟΥΝ. Όλο αυτό το έγραψα για να πουλήσω μούρη για τα καράτε σκιλς μου. Ευχαριστώ.

Ο Κώστας Μανιάτης και κάτι τζάμια
Είναι αστείο να μιλήσω για καφρίλα ο νο 1 φλώρος γυμνασίου, λυκείου, πανεπιστημίου, στρατού και τώρα δουλειάς. Ωστόσο, ΝΑ, που θα το κάνω. Νομίζω γυμνάσιο ήμανε και μαζί με άλλους δύο, γυρνώντας απ’ το σχολείο, πήγαμε σε μία ντόπια βιοτεχνία που είχε κάτι τζάμια ψηλααααά πολύ ψηλά, αφήσαμε τις τσάντες μας κάτω και αρχίσαμε να τους πετάμε πέτρες και να τα σπάμε ένα ένα, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Τελικά το κτίριο δεν ήταν τόσο εγκαταλελειμμένο όσο νομίζαμε με τον ιδιοκτήτη να σκάει στο σπίτι του ενανού και σχεδόν να έρχεται στα χέρια με τον πατέρα του. Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι, τζάμια είναι, θα ξαναγίνουν, οι άνθρωποι δεν ξαναγίνονται (δεν ήταν κανένας μέσα όταν τα σπάγαμε, έτσι;).

O Ηλίας Γεροντόπουλος δεν ήταν κάφρος
Καταρχάς στο σχολείο δεν έκανα καφρίλες. Καθόλου. Ήμουνα κάπως φλώρος και καλό παιδί εν γένη. Διάβαζα βιβλία, έβλεπα ταινίες και με γούσταραν πάντα (μόνο) τα πιο αμίλητα κορίτσια. Ωστόσο όπως για όλα τα πράγματα του κόσμου, υπήρξε και για μένα αυτή η μία φορά. Η μία φορά που το βρήκα καλή ιδέα παρέα με μια χούφτα ηλίθιους να παίξουμε στην τριήμερη ένα παιχνίδι με το φιλαράκι μας τον Μήτσο. Οι κανόνες, απλοί: εμείς νερό, εκείνος Βότκα. Ο Μήτσος έγινε λιάρδα, έβγαλε τα “εσώψυχά” του πάνω στο τραπέζι, έφαγε μια μερούλα αποβολή και (το πιο σημαντικό) έγινε ρεζίλι στην Εύα που έτσι κι αλλιώς ήταν πάνω απ’ τα τότε κυβικά του, αλλά τι λόγο είχαμε εμείς να της δώσουμε λόγο να γελάει (της παλιο@#$/… ντίβας!); Χίλια συγνώμη ρε Μητσάρα, καταλαβαίνεις, μαλακιστήρια…