Νιώθω σχεδόν τυχερή που μεγάλωσα σε μια οικογένεια χωρίς πολλά “πρέπει” και κυρίως χωρίς “δεν πρέπει”. Και λέω σχεδόν, γιατί παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των γονιών μου, τα “πρέπει” της κοινωνίας μας είναι στον αέρα που αναπνέουμε. Μπαίνουν στα πνευμόνια μας όταν ανοίγουμε τα παράθυρα και φωλιάζουν στην καρδιά και στο μυαλό μας, πλέκοντας τον ιστό της κατασκευασμένης συνείδησης μας.

Γιατί, ακόμα και αν δεν με άγχωσαν για το αν θα παίξει Β’ στον έλεγχο μου, εγώ κοίταγα τον μπαμπά της Δήμητρας που φώναζε πως δεν ήταν αρκετά καλή στο να ανταποκρίνεται στο κακό εκπαιδευτικό μας σύστημα. Χωρίς να το επεξεργαστεί ποτέ η παιδική ψυχή μου, φοβόμουν ότι αν χαλάσει η τέλεια συμμετρία των Α’, θα στεναχωρήσω τον μπαμπά και θα χαιρετήσω το χαρτζιλίκι του παππού.

Είκοσι χρόνια μετά, θα ήθελα να είχα “σπάσει τη νόρμα”, με ένα Γ’. Στις επόμενες πίστες της εκπαίδευσης τα πήγα κάπως μέτρια, παρόλο που έπρεπε να διαβάζω. Μου άρεσε το διάβασμα, δεν είναι ότι δεν μου άρεσε. Συγκεκριμένα ήταν και είναι όλη μου η ζωή! Έπρεπε όμως να πηγαίνω αγγλικά και γερμανικά και έπρεπε να κάνω και κάποιο άθλημα, γιατί έπρεπε να χάσω κάποια κιλά από το φαγητό που έπρεπε να τρώω μικρή, για να μεγαλώσω. ‘Ασε που έπρεπε να φορέσω κάτι απαίσια σιδεράκια, στα πεταχτά μου δόντια. 

Και τότε η μαμά μου είπε να κάνω ό,τι μου κάνει κέφι. Έτσι, πήγα ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ ενώ ήμουν Ολυμπιακός, έπαιζα σκάκι και γούσταρα το τάβλι, έκανα αγιογραφία ενώ από τότε ένιωθα ότι ο θεός είναι κάθε άνθρωπος που χαμογελά με καλοσύνη. Νόμιζα ότι έσπασα όλα τα πρέπει, ήμουν μικρή και ελεύθερη. Αμ δε…

Κάπως έτσι, μεγαλώνουμε και μαζί με εμάς και τα πρέπει μας! Χτίζουν έναν τοίχο ασφάλειας, στην ανασφάλεια μιας κοινωνίας που σου μαθαίνει ότι πρέπει να είσαι αποδεκτός. Η υπακοή στα πρέπει, το σύνδρομο “του καλού παιδιού” που κανέναν δεν κακοκαρδίζει και ψάχνει απεγνωσμένα κάπου να ανήκει. Είναι αναγκαίο να επέλθει μια κριτική ματιά σε όλα αυτά που “κουβαλάμε” από παιδιά και μετά από στοιχειώδη κριτική, να γίνει ένας διαχωρισμός, ανάμεσα σε αυτά που εμείς οι ίδιοι επιλέγουμε συνειδητά και σε εκείνα που θεωρούμε ότι δεν μας ταιριάζουν.

Σε μια κοινωνία που συνέχεια ζητά ανακατανομή χρόνου, εμείς εγκλωβιζόμαστε εθελοντικά σε κανόνες. Πρέπει να δεις τον φίλο σου για να μην γκρινιάζει, πρέπει να τρέξεις να προλάβεις το πλοίο που θα σε πάει στο νησί, πρέπει να πάρεις να ευχηθείς χρόνια πολλά στον αγαπημένο σου ξάδερφο. Καθημερινές στιγμές που δίνουν ανάσες χαλάρωσης και ευτυχίας, τις μετατρέπουμε σε καταναγκαστικά έργα.

Kάθε άνθρωπος καλείται να βρει τη δική του ισορροπία ανάμεσα στα “πρέπει” και τα “θέλω”. Θα ήταν ανακουφιστικό αν εσύ και εγώ μετατρέπαμε τις ανάγκες της ζωής μας, σε στοιχεία της επιλογής μας. Γουστάρουμε τη δουλειά μας και ας γυρνάμε κομμάτια σπίτι, ψοφάμε για μια εκδρομή και ας μείνουμε ταπί μέχρι το τέλος του μήνα, τηλεφωνούμε γιατί θέλουμε να ευχηθούμε από καρδιάς ή γιατί μας έλειψαν οι φίλοι της καρδιάς. Αυτό, θα μπορούσε να υπηρετήσει μια πιο ενήλικη πραγματικότητα, απαλλαγμένη από αρκετούς εφηβικούς δαίμονες. 

Είναι εύκολο; Δεν είναι, μη λέμε ό,τι θέλουμε! Τα “πρέπει”, υπηρετούν την κουλτούρα μας αιώνες πριν. Δεν σημαίνει όμως πως θα τα αφήσουμε να μας βυθίσουν στη μοιρολατρία, παρακαλουθώντας τη ζωή μας σα να τη ζει κάποιος άλλος. 

Ας δούμε τα “πρέπει” ως λογικές παραμέτρους ευθυνών και αρμοδιοτήτων κι όχι ως εγκλωβισμό, κάνοντας τα  “θέλω” πυξίδα του προσωπικού προσανατολισμού μας. Ας σκηνοθετήσουμε τη ζωή μας, βάζοντας μας στο ρόλο του πρωταγωνιστή που ξέρει τι θέλει και πως να το ζήσει!