Και να σας πω και κάτι; Υπερκεκτιμημένος ήταν ο Καββαδίας. Και εγώ ας πούμε αν όλη μέρα ήμουν σε ένα καράβι χωρίς τηλεόραση, ίντερνετ κτλ, ξέρετε τι ποιηματάρες θα είχα γράψει; Πώς θα πέρναγε αλλιώς η ώρα; Και με κανονικές λέξεις, όχι σαν αυτές που έβγαζε απ’ το μυαλό του ο Νικόλας (τι είναι το “καραντί” που θα μας μπατάρει, βρε απατεώνα;)

Και εδώ έρχεται το ερώτημα: αν ο Καββαδίας δεν ήταν ναυτικός, πώς θα ήταν τα ποιήματα του;

Αν για παράδειγμα δεν ταξίδευε στις απέραντες θάλασσες, αλλά ήταν ένας άλλου είδους ταξιδευτής, τι στιχάκια θα έγραφε; 

Αν για παράδειγμα γύριζε την Ελλάδα με μια νταλίκα ή αν ήταν οδηγός ΚΤΕΛ ή τρένου;

Εμείς λοιπόν, πήραμε το πολύ πιθανό σενάριο να ήταν οδηγός του ΗΣΑΠ και προσαρμόσαμε τα ποιήματά του πάνω στην πραγματικότητα αυτής της δουλειάς. 

Το αποτέλεσμα, λοιπόν, είναι αυτό και είναι αντικειμενικά πολύ κακό.

Kuro Siwo

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για Ομόνοια
Δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και πρεζάκια
Είναι παράξενα του Άη Λεφθέρη τα φανάρια
Και δεν τα βλέπεις καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρα απ’ τη γέφυρα του Μολ, στην Καλογρέζα
Χιλιάδες παραλάβαινες τα πιτσιρίκια
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
Προσοχή στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας.

Στο στριμωξίδι, στο στριμωξιιιιιιίδι όλοι κλέβουν
Προσοχή στα αντικείμενα σας τα προσωπικά
Και συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι
Μην πεταχτεί κανάς τρελός πάνω στις ράγες.

Σταυρός του Νότου

Έμπαινε ο κόσμος στην Μπλε Γραμμή
Είμαστε κι οι δυο σκυφτοί στο χάρτη
Γύρισες και μου’πες πως τον Μάρτη
Σ’ άλλο δρομολόγιο θα ‘χεις μπει.

Καγκούρικο στο στήθος σου τατού
Που όσο κι αν το καις δεν λέει να σβήσει
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
Σε μια απεργία του καλοκαιριού.

Βάρδια πλάι σε μηχάνημα ακυρωτικό
Κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια
Ασύρματο κρατάς σαν να ’ν’ τανάλια
Στοίχημα συμπληρώνεις ενώ οδηγείς.

Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί 

Ο Βασίλης ο ρουφιάνος ελεγκτής από το Κορωπί
Όταν απ’ τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
Στο βαγόνι μου ερχότανε γελώντας να με βρει
Κι ώρες πολλές για τα πρόστιμα που έκοβε μου μιλούσε.

Μου ‘λεγε πως δεν χτυπάνε εισιτήριο στον Περισσό
και πως στη Βικτώρια του αρέσει να κατεβάζει ξένους
κι έπειτα πως φωνάζουνε και πως μονολογούν
όταν τα στοιχεία τους ζητά και τον σεκιουριτά φωνάζει.

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ’ τον πυρετό
Πέρα στη στάση Αττική να καίγεται να λιώνει,
θεέ των ελεγκτών, τον καλό, συγχώρεσε Βασίλη
και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται κανά φοιτητή χωρίς πάσο.

Γράμμα Σ’έναν Ποιητή

Γνωρίζω κάτι που μπορούσε βέβαια να σε σώσει
Εγώ που δε σε γνώρισα ποτέ, για σκέψου εγώ
Ένας ηλεκτρικός να σε πάρει, Καίσαρ να μας πάρει
Ένας ηλεκτρικός που πολύ μακριά θα τον οδηγώ.

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
και η Νερατζιώτισσα πάντα μόνους να μας βρίσκει
Και μια γριά να σε σηκώνει για να κάτσει ναι
κι εγώ δίπλα σε μασχάλη που μυρίζει.

Τα ερκοντίσιον πάλι να μη δούλευαν
Τα ερκοντίσιον τα τόσο χαλασμένα
Κι εγώ απλά το παράθυρο τότε να άνοιγα
Με τα μάτια απ’ την μπόχα δακρυσμένα.

 

Αργότερα για να σπάσει τη βαρεμάρα του, θα μπάρκαρε με τρένο και για ταξίδια εκτός Αττικής. Τότε θα έγραφε και το παρακάτω ποίημα, που θα μελοποιούσε με μεγάλη του χαρά ο Ανδρέας Μικρούτσικος, συνεχίζοντας τη σπουδαία παράδοση της οικογένειάς του που την θέλει να μελοποιεί ακατανόητους στίχους που όμως προσποιείται ότι καταλαβαίνει.

Θεσσαλονίκη

Ήταν εκείνη τη νυχτιά που σερνόταν ο καρβουνιάρης
Τις ράγες το τρένο εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
Σε έστειλε ο πρώτος στο κυλικείο νεροζούμι φραπέ να πάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Λεπτοκαρυά.

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται το Λιανοκλάδι
Πριν δέκα χρόνια στο ιντερσίτι, μου είπες σ’ αγαπώ
Αύριο σαν τότε και χωρίς κλινάμαξες να τρίζουν
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για Δομοκό.