Διαβάζω αυτές τις μέρες ένα σωρό κείμενα για το Rock in Athens, για τα τριάντα χρόνια από το Rock in Athens. Διαβάζω κείμενα από ανθρώπους που δεν ήταν εκεί και περιγράφουν καταστάσεις βασισμένοι σε δημοσιεύματα της εποχής, σε βιντεάκια ή φωτογραφίες που κυκλοφορούν στο Google. Σαν το σπασμένο τηλέφωνο ένα πράγμα, που παίζαμε μικροί. Πάλι καλά που υπάρχουν και μερικοί αυτόπτες μάρτυρες σαν την φίλη μου την Μαρία Μαρκουλή και καταθέτουν εντυπώσεις από μέσα, από την κερκίδα και την αρένα, και όχι από το γραφείο το κλιματιζόμενο…

Να μην μακρυγορώ όμως. Να γράψω εδώ και τώρα και επί τόπου μερικές εντυπώσεις από το Rock in Athens. Όσα θυμάμαι τέλος πάντων γιατί εκείνο το διήμερο ήταν λιγάκι σαν τα sixties τα αμερικάνικα. Άμα θυμάσαι πολλά, τότε δεν ήσουν εκεί! Όσα θυμάμαι λοιπόν, από το διήμερο της 25ης και 26ης Ιουλίου του 1985, που διέκοψα τις διακοπές μου στην Κρήτη και παράτησα μια γυναίκα καταπληκτική για να γυρίσω Αθήνα και να δω τους Clash. Αυτοί μου κάνανε κούκου εκείνη την εποχή, συν ολίγο από Stranglers, μια πρέζα Cure και μια μακρινή εντύπωση Depeche Mode. Οι υπόλοιποι με αφήναν απολύτως αδιάφορο, για να μην πω ότι μου τη σπάγανε κιόλας.

 
Με δυο λόγια, το παραμυθάκι ήταν μια πρωτοβουλία της συγχωρεμένης της Μελίνας, το οργάνωσε μια γαλλική εταιρεία η Nouvelles Frontieres και ήταν η πρώτη μας ευκαιρία να δούμε μαζεμένα τόσα ονόματα στον ίδιο χώρο. Ως τότε η συναυλιακή ζωή της Ελλάδας ήταν από φτωχή ως πάμφτωχη, με ελάχιστες εξαιρέσεις τύπου Rorry στη Φιλαδέλφεια και Cave στο Χύμα και New Order στο Σπόρτιγκ. Κατάρα Θεού που λέμε και στο χωριό μου και ξηρασία απόλυτη. Ώσπου ήρθε το Rock in Athens, να τα βάλει όλα στη σειρά και να ανοίξει κατά κάποιο τρόπο την αγορά. Η Άνοιξη άργησε λίγο, αλλά ήρθε επιτέλους. Το χειμώνα του 1987 στο Club 22, μπήκαμε επιτέλους στο χάρτη της σύγχρονης Rock και Alternative σκηνής και κάποια μέρα θα τα πούμε κι αυτά.
 

Ας επιστρέψουμε όμως στο Rock in Athens. Σκάσαμε μεσημεράκι την πρώτη μέρα, οπλισμένοι με νερά και χυμούς και χυμούς τάχα. Τύπου πορτοκαλάδα μέσα στο μπουκάλι το πλαστικό του λίτρου, που ήταν βεβαίως τίγκα στη βότκα για να μη μας πάρουν χαμπάρι οι ένστολοι. Οι οποίοι ένστολοι ήταν έτοιμοι για καυγά, πράγμα που αποδείχθηκε από τις συμπλοκές έξω από το Παναθηναϊκό Στάδιο, με κόσμο που την έψαχνε κι αυτός για νταβαντούρι. Κι αφού κάηκε ένα αυτοκίνητο την ώρα που παίζανε κάτι μαλάκες Γάλλοι που τους λέγανε Telephone και ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, βγήκανε οι Stranglers και ξαναπήρε φωτιά η φάση.

 Διότι οι Stranglers ήταν καπετάν φασαρίες, σε όλες σχεδόν τις συναυλίες τους είχε μπουνίδια και κλωτσίδια, και με το που παίξανε το “Peaches” έγινε ντου. Ακόμη το θυμάμαι, με τον κόσμο να πανικοβάλλεται, τη μάνα να χάνει το παιδί και το ξύλο στην είσοδο του Σταδίου να πέφτει βροχή. Μόνο το γκρουπ δεν απώλεσε την ψυχραιμία του (συνηθισμένα τα βουνιά απ’ τα χιόνια…) κι έπαιζε χαλαρά και κουλ και απόλυτα συγκεντρωμένο, ντυμένοι όλοι τους στα μαύρα με το σκηνικό σκεπασμένο στα λευκά πανιά. Σαν φαντάσματα, σαν οπτασίες που έλαβαν την άγουσα προς τον Αχέροντα. Έκτοτε τους έχω ξαναδεί ένα σωρό φορές, αλλά τέτοιο πράγμα ποτέ.

Όπως έχω ξαναδεί και τους Depeche Mode (και σε πριβέ εμφανίσεις ακόμη, για το fan club), αλλά ποτέ δεν ήταν τόσο φρέσκοι, τόσο δροσεροί, τόσο συγκεντρωμένοι όσο στο Rock in Athens. Πιο kinky ίσως, πιο έξαλλοι ενδέχεται, μπορεί και πιο ώριμοι αν προτιμάτε. Αλλά εκεί, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στη φάση τους την άγουρη, τους πετύχαμε στην κορύφωση της πρώτης τους περιόδου, όταν ισορροπούσαν ανάμεσα στην κοινωνική συνείδηση και στην διασημότητα, όταν τα ναρκωτικά δεν είχαν πάρει το πάνω χέρι στις ζωές τους, όταν νοιάζονταν περισσότερο για τη μουσική και λιγότερο για το θεαθήναι. Μια θριαμβευτική εμφάνιση, αναμφιβόλως.

Η εμφάνιση των Culture Club από την άλλη, ήταν παταγώδης αποτυχία. Πρώτον διότι ήταν γκρουπ για κλαμπάκια, όχι για τεράστιους ανοιχτούς χώρους, και δεύτερον γιατί το ελληνικό κοινό δεν ήταν διόλου έτοιμο για τα ποπ χιτάκια και την αμφισεξουαλική εικόνα τους. Νωπές ήταν οι μάχες ανάμεσα στους ροκάδες και στους καρεκλάδες, το σχίσμα παρέμενε και δεν υπήρχε περίπτωση να γεφυρωθεί μέσα σε λίγη ώρα. Το κοινό των Stranglers μπορούσε να ανεχθεί τους Depeche Mode, αλλά τους Culture Club σε καμία περίπτωση. Όσο για τον δόλιο τον Boy George, έφαγε μπυρόνια, έφαγε πέτρες, έφαγε βρισίδια, πολύ απλά γιατί ήταν ανοιχτά gay. Την αλήθεια να λέμε, μέσα στο κοινό ήμουνα και τα αυτάκια μου ανοιχτά τα είχα. Το «ουστ μωρή παλιοαδερφή» ήταν μάλλον το πιο αθώο που ακούστηκε εκείνη την ώρα, από ένα κοινό που πίστευε στην απελευθερωτική δύναμη του ροκ, αρκεί η απελευθέρωση να μην αφορούσε κάποιες επιθυμίες σαρκικές πέρα από τις συνηθισμένες. Ευτυχώς άλλαξε από τότε ο χαβάς και ξυπνήσαμε λίγο. Αλλά ο Boy George την πλήρωσε…


Έτσι τελείωσε η πρώτη μέρα και έτσι, με μια γεύση δυσάρεστη στο στόμα, μπήκαμε στη δεύτερη. Στην εμφάνιση των Talk Talk, που όποιος τη θυμάται να έρθει από το σπίτι να του προσφέρω χρυσούν ωρολόγιον και στην εμφάνιση των Cure που όποιος δεν την θυμάται, πρέπει να είχε πιει πολύ, πάρα πολύ. Την εμφάνιση των Cure πριν το γυρίσουν στα ποπάκια και στο χαβαλέ, πριν νερώσουν το κρασί τους, πριν τους καταπιεί η μουσική βιομηχανία. Όπως τους είχαμε ακούσει στην βήτα πλευρά της ανεπανάληπτης κασέτας “Curiosities”, στη δεύτερη πλευρά που είχε το live, τόσο καλοί ήταν. Συν η πρώτη μαζική εμφάνιση αναπτήρων σε κερκίδες, όταν το γκρουπ έπαιξε το “Forest”. Εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες φωτίτσες, κάπως να ανατριχιάζεις και να μην το λησμονείς.

Σε απόλυτη αντίθεση με την εμφάνιση της Nina Hagen, που καταχωνιάστηκε σε κάποια γωνιά το μυαλού μου και αρνείται επίμονα να βγει. Εδώ που τα λέμε, άμα περιμένεις να σκάσουν μύτη οι Clash, το σπουδαιότερο ροκ γκρουπ των eighties και ίσως όλων των εποχών, πώς να σου κάνει εντύπωση ένα τηγανισμένο πρώην πανκιό, που παριστάνει την εξωγήινη μπεμπέκα; Delete και άντε στο καλό και στο κάτω κάτω της γραφής ένα-δυο καλά τραγούδια είχε να μας πει. Όλο το υπόλοιπο πακέτο ήταν νάιλον ντέφια και ψόφια κέφια.

Αλλά και με τους Clash είχαμε έναν φόβο. Είχε φύγει βλέπετε απ’ το γκρουπ ο Mick Jones και είχαν φέρεi δυο γίδια στη θέση του και όσο να ‘ναι μια ανησυχία, ένα άγχος, ένα ρίγος μας διαπερνούσαν.  Ως την ώρα που βγήκαν στη σκηνή και τα ξεχάσαμε όλα. Τόσο καλοί ήταν ο Strummer κι ο Simonon, τόσο ανεπανάληπτα τα τραγούδια, τόσο μοναδικό το feeling, που απογειωθήκαμε όλοι και όλες. Τέτοια έκρηξη ενέργειας, τέτοια λύσσα για ζωή, τέτοιο πυροτέχνημα χαράς δεν ξανάγινε. Συν πόγκο και σπρωξίδι και χαμός Κυρίου παντού. Στα δεκαπέντε μέτρα ήμουνα από τη σκηνή και κουζουλάθηκα και πήγα στα πέντε μέτρα κι έφαγα τέτοιο ξύλο που επέστρεψα αμέσως στη θέση μου. Για να δω τους θεούς που αφίχθησαν από τον Όλυμπο εκεί στις όχθες του Ιλισού, κατεβαίνοντας φυτίλι το χαλικόδρομο. Με τρία ανκόρ παρακαλώ και κλείσιμο της συναυλίας με το “Brand New Cadillac” που το παίξανε κι αυτό τρεις φορές, έτσι για το γαμώτο. Οι Clash στο Rock in Athens. Ποτέ πριν και ποτέ κατόπιν τέτοιο πέρασμα κατευθείαν στη φλέβα και από εκεί ράϊτ θρου στην καρδιά. Και να πα’ να γαμηθούν όλα και τότε και τριάντα χρόνια κατόπιν.