Η γειτονιά στην οποία μεγάλωσα, τα “Ρώσικα”, συνιστά μια ιδιαίτερη ενδοαστική αφήγηση. Πρόκειται για μια συνοικία την οποία ετσιθελικά και αυθαίρετα βάφτισαν οι ντόπιοι τη δεκαετία του ’70, όταν άρχισαν να καταφθάνουν σε αυτήν εκατοντάδες πόντιοι πρόσφυγες από την τότε ΕΣΣΔ.

Βρίσκεται στο Αιγάλεω, στις παρυφές του 3ου Νεκροταφείου και ουσιαστικά αποτελείται από πέντε οικοδομικά τετράγωνα. Πέντε συνηθισμένα, πυκνοκατοικημένα πολεοδομικά κουτάκια. Αν τα τσεκάρεις μέσω Google Earth, δεν θα εντοπίσεις καμία διαφορά από τον υπόλοιπο αστικό ιστό. Αν, όμως, περπατήσεις στα στενάκια που τα διατρέχουν, θα καταλάβεις αυτόματα ότι η γειτονιά αυτή είναι… terra diversa.

Θα την καταλάβεις τη διαφορετικότητά της, αν διασχίζοντάς την καταφέρεις να οσφριστείς πέρα από τα απότοκα της ποντιακής κουζίνας και μια άλλη μυρωδιά που αναβλύζει αδιάκοπα εδώ και τέσσερις περίπου δεκαετίες. Μια μυρωδιά αλλιώτικη, φερμένη από τις ακτές του Εύξεινου Πόντου και της Κριμαίας, τις στέπες του Καζακστάν, τα βουνά της Γεωργίας και του Ουζμπεκιστάν, τις πεδιάδες της Γεωργίας: Η γειτονιά μου μοσχοβολά προσφυγιά και περηφάνια.

Δεν θα περιλαμβάνει μονάχα μυρωδιές η ξενάγησή σου. Θα ακούσεις τα ποντιακά τα άσματα να παίζουν μελωδίες χορευτικές, αλλά και τραγούδια πένθιμα για τις Αλησμόνητες Πατρίδες. Θα ακούσεις τις μαυροφορεμένες τις γιαγιάδες που κάθονται με τις ώρες στα σκαλοπάτια να… καλατσεύνε για όλα όσα πιάνει το μάτι τους. Θα ακούσεις και την κερκίδα από το γήπεδο της γειτονιάς, αλλά μην τρομάξεις. Είναι που θα έχει βάλει γκολ η Ελλάς Ποντίων. Και πολλές, μα πάρα πολλές καλημέρες, θα ακούσεις. Δεν είναι παράταιρο, υπάρχει εξήγηση: Σε αυτά τα ελάχιστα τετραγωνικά χιλιόμετρα, μια-δυο χιλιάδες ποντίων ζουν κι αναπνέουν στο δικό τους γαλατικό χωριό, που δεν λέει να υποκύψει στις σύγχρονες ρωμαϊκές λεγεώνες της απρόσωπης αστικοποίησης.

Μα γιατί τα γράφω όλα αυτά; Αφενός για να ευλογήσω τα γένια της μικρής μου πατρίδας κι αφετέρου για να σκιαγραφήσω το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε (κι εξελίσσεται) μια πρωτοβουλία που στόχο έχει τον εξανθρωπισμό του μικρόκοσμού μας.

Ίσως να ακούγεται βαρύγδουπο, αλλά εξανθρωπιστική ήταν η πρωτοβουλία που ανέλαβε να φέρεις εις πέρας το γειτονάκι μου, ο Νικόλας. Μια πρωτοβουλία-συμπαράσταση στο συνάνθρωπο, μια πρωτοβουλία-παίδευση γύρω από το πώς θα πάρουμε το στοιχείο της αλληλεγγύης και θα το μετατρέψουμε από ευχολόγιο ουζοποσίας, σε ενέργεια και πράξη που θα στρογγυλέψει τη ψυχή μας.

Ο ίδιος, λέει, δεν έκανε τίποτα. Το «τίποτα» του, όμως, ήταν αρκετό για να κινητοποιήσει τη γειτονιά, η οποία γέμισε από το υστέρημά της δεκάδες σακούλες με είδη πρώτης ανάγκης και τις προσέφερε σε οικογένειες της περιοχής. Το «τίποτα» του, γέμισε τα παιδιά των οικογενειών αυτών με χαμόγελα που αύριο-μεθαύριο θα τα επιστρέψουν στο πολλαπλάσιο σε κάποιους άλλους που θα τα αποζητούν. Αυτό είναι η καλύτερη «επένδυση» που μπορεί να κάνει κανείς στα χρόνια της κρίσης. Νομοτελειακά.

Και κάπως έτσι κάνεις ένα βήμα προς τη λύτρωση. Ένα βήμα μόνο. Γιατί για να ολοκληρώσεις την πορεία, είναι αναγκαία η έξις. Αν, λοιπόν, το παράδειγμα της τοπικότητας κυριαρχήσει, αν οι πόλεις μας γεμίσουν με κυψέλες αλληλεγγύης σαν αυτή που φύτρωσε στα “Ρώσικα”, η συνήθεια του δούναι χωρίς την αναμονή του λαβείν, μπορεί να φτάσει την πορεία προς τον εξανθρωπισμό σε ένα ιδεατό σημείο. Ποτέ, όμως, στο τέλος της, γιατί η ανηφόρα αυτή οφείλει να μην έχει τελειωμό.