Τετάρτη πρωί και τρέχω να προλάβω το πρωινό τρένο του Προαστιακού. Κι όταν λέω τρέχω να προλάβω, εννοώ τρέχω σαν τον Μπολτ. Αν το χάσω θα αναγκαστώ να περιμένω κανένα μισάωρο για το επόμενο τρένο γεγονός που συνεπάγεται καθυστερημένη άφιξη στη δουλειά και μουρμούρα.

Πάω να βγάλω το εισιτηριάκι μου, αλλά πέφτω πάνω σε μηχάνημα που δεν είχε και πάρα πολύ μεγάλη όρεξη να με εξυπηρετήσει.

Δεν έχω όρεξη για τσαμπουκάδες, πάω στο παραδίπλα

Ούτε κι αυτό, όμως, έχει όρεξη για πολλά πολλά… (Σημείωση: τα μηχανήματα στο συγκεκριμένο σταθμό είναι εκτός λειτουργίας εδώ και περίπου τέσσερις ημέρες)

Η πιθανότητα, σκέφτομαι, να μην κάνουν καλά τη δουλειά τους οι τεχνικοί και οι υπεύθυνοι του Προαστιακού “δεν παίζει”, οπότε το μυαλό μου στρέφεται σε πιο ρεαλιστικά ενδεχόμενα: “Λες να απεργούν τα μηχανήματα σήμερα;“.

Δεν έχω άλλη επιλογή. Θα μπω στο τρένο χωρίς εισιτήριο. Μονόδρομος.

Κι αν με πιάσει ελεγκτής, θα τον ρωτήσω αν έχει κατσαβίδι να πάει να φτιάξει πρώτα το μηχάνημα προτού μου κόψει κλήση.

Συνεχίζω.

Ωπ! Τι έχουμε εδώ; Η κάπα του Μπάτμαν; Για κάτσε να πάω πιο κοντά να δω…

“Δεν είναι η κάπα του Μπάτμαν, χαζούλη! Μαύρη σακούλα για τα σκουπίδια είναι“, σιγοψιθυρίζω απογοητευμένος και νιώθω τους χτύπους της καρδιάς μου μαζί με την αδρεναλίνη μου να επανέρχονται σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Ε, δεν συναντάς και κάθε μέρα έναν σούπερ ήρωα…

“Και γιατί μαύρες σακούλες”, παραξενεύομαι. “Χάθηκαν οι κάδοι;”

Στο καπάκι, όμως, η αυθάδειά μου τσακίζεται στα δυο κι έρχομαι στα συγκαλά μου.

Ποιος είμαι εγώ που θα αμφισβητήσω την οργανωτικότητα και τη λειτουργικότητα των λαμπρών μυαλών του Προαστιακού;

Σταματώ το χασομέρισμα, κατεβαίνω στην αποβάθρα.

Από αυτές τις σκάλες.
 

Ο αστικός μύθος τις θέλει κυλιόμενες, αλλά στην περίπτωση αυτή ο μύθος παραμένει μύθος.

Η φωτογραφία μπορεί να μην το μαρτυρά, αλλά οι σκάλες τις καθόδου δεν λειτουργούν εδώ και περίπου δύο εβδομάδες.

Και ξέρετε τι είναι χειρότερο από τις κυλιόμενες σκάλες που δεν λειτουργούν εδώ και περίπου δύο εβδομάδες;

Χειρότερο, που λέτε, είναι το αίσθημα που νιώθεις με το που αρχίζεις να περπατάς σε κυλιόμενες σκάλες που δεν λειτουργούν εδώ και περίπου δύο εβδομάδες.

Το έχεις νιώσει κι εσύ, το έχω νιώσει κι εγώ. Αυτό το κάτι-σαν-μούδιασμα που σε πιάνει όταν ανεβοκατεβαίνεις τα σκαλοπάτια με τρόπο γελοίο και ανορθόδοξο και που το κάθε σου βήμα σου μοιάζει με έναν μικρό άθλο.

Την επόμενη φορά θα χρησιμοποιήσω τον ανελκυστήρα.”

“Να έχω το νου μου μόνο, μη ξεχαστώ. Και φυσήξει κανένας βοριάς και πάρει μαζί του το χαρτί με το σελοφάν και μπω μαζί με άλλους 7 και εγκλωβιστώ.”

Κατεβαίνω. Να τοι πάλι μπροστά μου οι handmade κάδοι.

Έχουν πέραση οι μπαγάσες, είναι παντού. Λες να κάνουμε κι εξαγωγές;


Η ώρα περνάει.

Κοιτάζω ψηλά να δω πότε έρχεται το επόμενο τρένο.

Κι όταν λέω “ψηλά” προφανώς δεν εννοώ προς τον χαλασμένο ηλεκτρονικό πίνακα, που σε μια προηγούμενη ζωή του αράδιαζε με ακρίβεια τα επόμενα δρομολόγια.

Τον ήλιο κοιτάζω.

Έχει σηκωθεί περίπου δύο καλάμια στον ορίζοντα.

Η χαρά που νιώθω τώρα που ξέρω να χρησιμοποιώ τη θέση του ήλιου για να υπολογίσω το επόμενο δρομολόγιο, δεν περιγράφεται! Αλίμονο σε αυτούς που τον θυμούνται μοναχά για τις ηλιοθεραπείες τους και τα φωτοβολταϊκά τους…

Αφού, λοιπόν, κατεβάζω το βλέμμα μου από τον αεικίνητο ζωοδότη, η μοίρα μου επιφυλάσσει τα εξής:

(Προσοχή, ακολουθεί αληθινή ιστορία, καμία σάλτσα…)

Πενηντάρα κυρία με μπαστουνάκι -μια χαρά περπατούσε παρεμπιπτόντως- έρχεται και μου γκαρίζει μπροστά σε 25 χιλιάδες (τουλάχιστον) άτομα: “Εχουμε 60 βαθμούς, δεν χρειαζόμαστε και το κουμπάκι σου που ανάβει (εννοεί το κουμπί απο το ηλεκτρονικό μου τσιγάρο). Άιντε από εδώ σαχλαμάρα!” Ταυτόχρονα μου σηκώνει απειλητικά το μπαστούνι… Όλα αυτά, υπενθυμίζω, σε ανοιχτό χώρο…

Μετά, λοιπόν, από την πρώτη παγωμάρα κι αφότου η ευγενής κυριούλα απομακρύνεται, σκύβω το κεφάλι και αναρωτιέμαι τι λάθη έχω κάνει σε αυτή τη ζωή για να μου συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο.

Λες να ήρθε ο καιρός να το κόψω το ρημάδι το ηλεκτρονικό;“, μπαίνω σε σκέψεις γεμάτος ενοχές. “Ίσως να είναι καλύτερα με το συμβατικό τσιγάρο. Να, θα μπορώ να το ρουφάω ανενόχλητος χωρίς να έρχονται μεσήλικες κυρίες να με κράζουν για τη θερμότητα που εκπέμπει το κουμπί από το ηλεκτρονικό τσιγάρο. Κι αφού θα το καπνίζω μέχρι τη γόπα, θα μπορώ και να το πετάω ανενόχλητος στο μεγάλο τασάκι με τις ράγες, όπως κάνουν δεκάδες πολιτισμένοι συμπολίτες μου!

Κι αν πιάσει καμιά φωτιά;” σκάει σαν βόμβα στο μυαλό μου η τρομακτική αυτή πιθανότητα.

Αμέσως, όμως, ηρεμώ. Σκέφτομαι ανακουφισμένος πως ακόμη και σε αυτό το απευκταίο ενδεχόμενο, ο Προαστιακός Σιδηρόδρομος θα έχει μεριμνήσει για την ασφάλειά μου τοποθετώντας σε διάφορα σημεία λειτουργικές, πυροσβεστικές φωλιές.

Σαν κι αυτήν.

Τσαφ τσουφ, ακούω το τρενάκι που έρχεται.

Περιμένω πώς και πώς να μπω. Να συναντήσω ξανά την αγαπημένη μου παρέα.

Τον κύριο που δεν μιλιέται με το αποσμητικό.

Την κυρία που ρίχνει κλωτσομπουνίδια για να μπει πρώτη στο βαγόνι.

Τον πιτσιρικά που εξωτερικεύει το ζωγραφικό του ταλέντο βάφοντας με μαρκαδόρους τα καθίσματα.

Την ζητιάνα που “δεν είναι ζητιάνα”, αλλά απλά “άνεργη και 3 μηνών έγκυος”. Ένα χρόνο τώρα, βέβαια, η κοιλίτσα της δεν λέει να φουσκώσει…

Θαύματα και (ανεξήγητα) πράγματα.

Σε καθημερινή βάση, στον φτωχό συγγενή των αθηναϊκών μέσων μαζικής μεταφοράς…