Ψηλοτάκουνα και δανεικό φούτερ. Ίσως ο πιο πολυφορεμένος ενδυματολογικός συνδυασμός της επομένης του ξενυχτιού. Με σχετική αμφίεση και με γερή δόση πονοκεφάλου, το πρωινό του Σαββάτου με βρίσκει να διασχίζω τον Σηκουάνα ανάμεσα στους τουρίστες που γεμάτοι χαμόγελα και ψηφιακές προσπαθούν να πετύχουν την τέλεια λήψη για τη νέα φωτογραφία προφίλ τους με φόντο το συννεφιασμένο Παρίσι.

Ο κρύος αέρας μου χτυπάει το πρόσωπο και με ξυπνάει πριν καλά καλά η καφεϊνη προλάβει να φτάσει στο αίμα μου. Μπαίνοντας σπίτι, κάνω τη μεγάλη δήλωση: «Δεν θα ξαναβγώ-πιω για τον επόμενο μήνα». Ίσως το πιο πολυφορεμένο ψέμμα της επομένης του ξενυχτιού…

Όταν πρωτοέφτασα στην πόλη πίστευα ότι η νυχτερινή ζωή του Παρισιού τελειώνει μαζί με την βάρδια του μπάρμαν. Κατά τις δύο. Και πως αν ήθελα να συνεχίσω τη διασκέδασή μου θα έπρεπε να στηθώ μια ώρα στην ουρά, να διαθέσω μία περιουσία, αφού για να μπεις στα μαγαζιά που μένουν ανοιχτά μέχρι το πρωί πρέπει να πληρώσεις είσοδο (!) στην οποία μάλιστα δεν περιλαμβάνεται το ποτό (!!). Δεν μπήκα ούτε στα μπαρ ούτε καν στην διαδικασία. Αντιθέτως μπήκα πολλές φορές στο μετρό για το σπίτι σκεπτόμενη τους φίλους μου στην Αθήνα που την ίδια στιγμή θα ήταν κάπου στο δεύτερο ποτό.

Σιγά σιγά και χάρη στις γνωριμίες που το… ψάχνουν λίγο παραπάνω, ανακαλύψαμε μέρη μέσα στην πόλη που μπορείς να απολαύσεις το ποτό σου μέχρι το ξημέρωμα. Χωρίς είσοδο, χωρίς ουρά, χωρίς τσεκ ιν. Ναι. Χωρίς τσεκ ιν.

Γιατί αυτό που ξεχωρίζει αυτά τα μέρη είναι πως τα ξέρουν λίγοι και σε καμία περίπτωση εσύ και η παρέα σου δε θέλετε να μαθευτεί σε όχι και τόσο ευπρόσδεκτους διαδικτυακούς «φίλους», το που αλλά και το πως περνάτε τις νύχτες σας.

Σε ένα τέτοιο μέρος κάπου σ’ ένα υπόγειο της Μονμάρτρης είχα περάσει και το προηγούμενο βράδυ μου. Σε μία από εκείνες τις νύχτες που ξεκινούν για ένα χαλαρό ποτό και καταλήγουν στις 6 το πρωί να μαγειρεύεις μακαρόνια για πρωινό, να σκαρφαλώνεις στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας από την σκαλωσιά για να δεις τον ουρανό, να ξυπνάς σε μία σοφίτα με θέα τον Πύργο του Άιφελ, να λες στον εαυτό σου ψέμματα ότι «ποτέ ξανά», και να απαντάς «ναι» χωρίς δεύτερη σκέψη στο μήνυμα που σε καλεί στο επόμενο «χαλαρό» ποτό…

À bientôt,

M.