Παφ! Ο ήχος του φελλού που βγαίνει από το μπουκάλι (ω ναι, αυτός ο μαγικός ήχος) δίνει το σύνθημα. Κατεβάζω την οθόνη του λάπτοπ και αποφασίζω ότι θα ασχοληθώ ξανά με τα e-mail μου από Δευτέρα. Κρασί, σαμπάνια, αλλαντικά, τυριά, όπως κάθε Παρασκευή με περιμένουν στο χώρο του μίτινγκ. Η ώρα πλησιάζει εφτά και η βραδιά ξεκινάει εντός γραφείου με την αγαπημένη συνήθεια των Γάλλων. Το apéro.

Μετά από δύο (εντάξει τέσσερα) ποτηράκια περπατάω όμορφα ζαλισμένη στην περιοχή του Μαρέ, που αποτελεί την καρδιά της νυχτερινής ζωής του Παρισιού. Ο καιρός είναι κατά έναν περίεργο τρόπο καλός, πράγμα που επιβεβαιώνει τον αστικό μύθο ότι κατά την περίοδο της FIAC, του μεγαλύτερου πολιτιστικού γεγονότος της πόλης, το Παρίσι ζει τις δικές του «αλκυονίδες μέρες». Ο κόσμος έχει γεμίσει ήδη τα μπιστρό και τα μπαρ κι εγώ αποφασίζω να πεταχτώ για ένα… τελευταίο.

Αυτό που κάνει το «Paris by night» ξεχωριστό είναι πως μπορεί να ικανοποιήσει τα γούστα και του πιο απαιτητικού. Ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της πόλης είναι πρωταγωνιστής και στη νυχτερινή διασκέδαση, κι αυτό είναι ακριβώς και το στοιχείο που την απογειώνει. Γιατί στο Παρίσι μπορείς να βρεις από κουτούκι με ρεμπέτικα μέχρι λαϊβάδικο με τζαμαϊκανή ρέγκε. Και μπορείς από τη μία να πίνεις την μπύρα σου στις όχθες του Σηκουάνα και από την άλλη να δοκιμάζεις κοκτέιλ από τον καλύτερο bartender της Ευρώπης. Κι όλα αυτά σε τιμές Αθήνας.

Εδώ, ο κόσμος βγαίνει για να πιει, να διασκεδάσει, να κάνει γνωριμίες, παρέες και να μην καταλήξει το βράδυ μόνος στο κρεβάτι. Ναι ναι, θα μου πεις πως και στην Αθήνα με τους ίδιους σκοπούς βγαίνουμε, αλλά είναι κι αυτό το σύνδρομο της «μουγγαμάρας» από το οποίο πάσχουμε και που δεν μας αφήνει εύκολα να περάσουμε την καλησπέρα στην διπλανή παρέα του μπαρ. Σε αντίθεση με τα στερεότυπα που κυκλοφορούν, οι Γάλλοι είναι ευγενικοί, φιλικοί, και κυρίως πρόθυμοι να ανακαλύψουν από που προέρχεται αυτή η -για άλλους αστεία και για άλλους εξωτική- προφορά μας.

Το… ένα τελευταίο με πηγαίνει τελικά μέχρι το κλείσιμο του μπαρ, καθώς στο ενδιάμεσο η παρέα έχει αρχίσει να αποκτά ενδιαφέρον. Τα διπλανά μαγαζιά κλείνουν κι αυτά, κι ο κόσμος αρχίζει να κατευθύνεται προς το μετρό. Μέσα σε λίγη ώρα όλα είναι νεκρά. Σαν κάποιος να κατέβασε τον διακόπτη της πόλης. Σαν να είσαι σε κάποια ασπρόμαυρη κατασκοπική ταινία της δεκαετίας του ’50, με τον μυστήριο πρωταγωνιστή να ετοιμάζεται να χαθεί στη νύχτα και την ομίχλη της πόλης. Ρομαντικό και παράλληλα τρομακτικό.

Το ρολόι μου όμως δείχνει μόλις δύο! Και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θέλω να πάρω από τώρα τον δρόμο του γυρισμού για το σπίτι…

Και ναι, ακόμα και όταν όλα μοιάζουν να έχουν κλείσει και τελειώσει, στο Παρίσι πάντα θα βρεις κάτι ακόμα. Κάτι παραπάνω. Κάτι… (η συνέχεια στο Part II)