Τη μέρα που τις γνωρίσαμε, είχε… παλιόκαιρο!

Κακοκαιρίες, καταιγίδες, θύελλες, με τ’ όνομα. Ποιο όνομα; Το όνομα που τους δίνουμε με αλφαβητική σειρά, και τις πιο πολλές φορές είναι ένα όνομα βαρύ “σαν ιστορία”. Ε, την ιστορία αυτή θα σου την πω εδώ από κάτω.

Αρχή λοιπόν με τα φρέσκα καρεκλοπόδαρα, την καταιγίδα που μας κοντοζυγώνει. Δηλαδή, τη…

Διδώ

Βασιλοπούλα στην Τυρό, πάνω που έκατσε στο θρόνο σκάει μύτη το μικρό της αδερφάκι και τα κάνει όλα χάλια: της καθαρίζει τον άντρα, της κλέβει το θρόνο, τη διώχνει από τη χώρα. Φτάνει στη Λιβύη η καψερή, και λέει στο βασιλιά εκεί: “Άτιμη καινωνία κυρ Ιάρβα μου, που μ’ έριξε στα ξένα χέρια. Θα μου δώσεις ο,τι έχεις ευχαρίστηση σε γη, να χτίσω κι εγώ μια πόλη;”. Κοιτάει τα ψιλά του ο βασιλιάς, της λέει: “Αν είναι για λίγη…” και της δίνει όση γη χωράει στο τομάρι ενός βοδιού. “Έτσι είσαι ρε αλήτη; Θα σου δείξω εγώ, θα δεις τι θα πάθεις!” λέει κι η Διδώ, κόβει το τομάρι σε πολύ λεπτά κομμάτια, και μ’ αυτά περικυκλώνει μια περιοχή “να!” με το συμπάθιο. Και χτίζει. Πώς τον πετσόκοψες έτσι ρε, κοπελάρα μου;

Το στόρι ωστόσο δεν έχει καλό φινάλε, αφού καθώς λένε τα κουτσομπολιά οι όπερες: ερωτοχτυπήθηκε η Διδώ για τον Αινεία (εκείνον που τη γλύτωσε απ’ την Τροία). Του λέει: “ντάρλινγκ, μ’ αρέσεις”, της λέει κι αυτός: “I do”, μα πάνω που περνούσανε βίον ανθόσπαρτο, σκάει μύτη ο Ερμής. “Το και το, ο Δίας δίνει εντολή, ξεχνάς το κορίτσι και πας στην Ιταλία να ιδρύσεις Νέα Τροία. Όβερ εντ άουτ”. Τι να κάνει κι ο έρμος ο 007 Αινείας; Εντολές. Το σκάσει κρυφά λοιπόν, τον παίρνει μυρωδιά η μαντάμ, ανάβει μια φωτιά μεγάλη, ρίχνει μέσα το σπαθί του, τις εικόνες του κι ο,τι άλλο τον θυμίζει, ρίχνει κι ένα “η ζωή εδώ τελειώνει” σα σωστός Κούρκουλος, κι ανεβαίνει στην πυρά να χορέψει το τελευταίο ζεϊμπέκικο. Κι απάνω στις στροφές, αμολάει και μια κατάρα: “Αιώνια να σε μισούν οι υπήκοοί μου, παλιορεμάλι!”. Οι Καρχηδόνιοι από τότε (γιατί αυτή την πόλη ίδρυσε η Διδώ), μισούν αιώνια τους Ρωμαίους (aka Νέους Τρώες). Όπως καταλαβαίνεις δηλαδή, κανείς δεν έζησε καλά, κι εμείς θα φάμε καταιγίδα στο κεφάλι μ’ όλα τα σπασμένα του Αινεία μέσα…

Κι ένα ποτ-πουρί απ’ τους προηγούμενους:

Γηρυόνης: Τεράστιο θύμα ρατσισμού και μπούλινγκ στην ελληνική μυθολογία. Τονε φάγανε γιατί ήταν γίγαντας, είχε τρία σώματα, σκύλο με δυο κεφάλια, και πολύ όμορφα βόδια. Ναι, ναι, “εντολές” κύριε Ηρακλή, ξέρουμε. Επειδής ήτανε γίγαντας κι εγγονός της Μέδουσας… (Άλλο αδικημένο θύμα του Δωδεκάθεου). Οικογενειακή ευθύνη, δηλαδή…

Υ.Γ. Ονόμασαν έτσι “καταιγίδα σε τρία κύμματα”. Διακριτικότητα!

Αντίνοος: Απ’ όλους τους γαμπρούς της συμφοράς που βρήκε ο Οδυσσέας σπίτι του, δυο ήταν οι αρχηγοί: ένας ξύπνιος κι ένας πανύβλακας. Ε, ο πανύβλακας…

Ωκεανίς: Αλληλέγγυες στον αντιστασιακό σύντροφο Προμηθέα, κόρες του πιο σοφού Τιτάνα, κι η γειτονιά είχε να το λέει: “Οι κόρες του Ωκεανού; Τα καλύτερα κορίτσια!”.

Υπατία: Φιλόσοφος, μαθηματικός, γυναικάρα με τα όλα της, τη φάγανε μπαμπέσικα οι φανατισμένοι (και το ‘χεις διαβάσει πρώτος, εδώ).

Ορέστης: Έλληνας Άμλετ με αδερφή, 7 γράμματα…

Μίνωας: Βασιλιάς της Κρήτης, γιός του Δία, τα ‘κανε πρώτα σαν τα μούτρα του όσο ζούσε, κι έπειτα έγινε “κριτής” στον Άδη γιατί ήτανε λέει σοφός. (Είπαμε, γιός του Δία). Έχουμε δει και χειρότερα, σε Προέδρους της Δημοκρατίας…

Ιοκάστη: Της πήραν το παιδί της, σκοτώθηκε ο άντρας της, παντρεύτηκε το παιδί της χωρίς να το ξέρει. Το πιο συνταρακτικό επεισόδιο: “Οικογενειακές Ιστορίες” της αρχαιότητας…

Ευρυδίκη: Σύζυγος Ορφέα. Ο άντρας της είχε αρκετό θάρρος να κατεβεί στον Άδη για να τη φέρει πίσω, μα όχι κι αρκετή υπομονή για να κάνει μισό τσιγάρο δρόμο χωρίς να την κοιτάξει. (Γλυκούλης άχρηστος!).

Δαίδαλος: Αρχιτέκτονας , μηχανικός (προφανώς ΔΕΝ πάνε μαζί!), έχτισε τον τέλειο Λαβύρινθο μα βρέθηκε ο ίδιος μέσα. Ε, κι από τότε, το ‘ριξε στ’ αεροπλάνα…

Γαλάτεια: Ήταν άγαλμα. Έγινε γυναίκα. Για να μπορεί ο Πυγμαλίωνας να τραγουδάει: “Με το άγαλμα στο δρόμο, προχωρήσαμε…”. Προχωράμε!