Υπάρχουν τύποι που ‘καναν “όνομα” στην ιστορία με τ’ όνομά τους. Κι άλλοι που κάναν’ με ψευδώνυμο, αλλά ψευδώνυμο που φαίνεται (ο Παπαφλέσσας, ο Νικηταράς κι ο Χάρρυ Κλυνν). Υπάρχουν όμως και οι τρίτοι, οι πονηροί, οι ύπουλοι…

Υπάρχουνε που λες και κάτι μούρες, που έχουνε ψευδώνυμο κι είναι σαν να μην έχουνε. Έχουν ψευδώνυμα που (άκουσων, άκουσων) μοιάζουν με ονόματα! Να μπερδεύεται ο κόσμος, δηλαδή… Όμως εμείς στο Provocateur τους ξετρυπώσαμε τα ύποπτα κακοποιά στοιχεία, και τα ξεσκεπάζουμε. Ιδού, 8 άτομα που τ’ όνομά τους δεν είναι τ’ όνομα που έχουν στην ταυτότητα…

“Βελλεροφόντης”, ο Υπόνοος

Ήρωας, καλό παιδί, αλλά και… σεσημασμένος δολοφόνος! Ο Βελλεροφόντης δεν είναι άλλος απ’ τον Υπόνοο. Δηλαδή το γιό του Γλαύκου. Δηλαδή τον εγγονό του Σίσυφου. Δηλαδή τον πρίγκιπα της αρχαίας Κορίνθου, που στα νιάτα του, πριν γίνει ο διάσημος μυθολογικός σταρ που ξέρουμε, καθάρισε το Βέλλερο. Τώρα, ως προς το τι εστί Βέλλερος, είναι πολλές οι απόψεις: αυτοί λένε ληστής, οι άλλοι λένε δαίμονας, οι τρίτοι λένε αδερφός ή φίλος του Υπόνοου… Όποιος και να ‘ταν πάντως, ο Βέλλερος εφονεύθη (κατά λάθος ή επίτηδες). Κι έτσι από Υπόνοος, ο πραγματικός ιδιοκτήτης του Πήγασου (εξκιούζμι, Ντίσνεϋ!) έγινε “φονέας του Βέλλερου“. Δηλαδή, Βελλεροφόντης!

“Πλάτωνας”, ο Αριστοκλής

Αυτός κι αν είναι ύποπτος! Μαθητής του Σωκράτη που διέφθειρε τη νεολαία με τα “καινά δαιμόνια”. Φιλόσοφος, οραματιστής, και δώσ’ του ουτοπικές “Πολιτείες”, και πάρε “κόσμοι των ιδεών”, και προφανώς δεν κυκλοφορούσε με το κανονικό του όνομα στην Αθηναϊκή πιάτσα του 400 π.Χ. Εμείς τονε ξετρυπώσαμε όμως τον Αριστοκλή, που τον φωνάζαν “Πλάτωνα” γιατί είχε πλάτες, μεγάλο στέρνο και πλατύ κούτελο. Υπόκοσμος…

“Διγενής Ακρίτας”, ο Βασίλειος του Μουσούρ

Ξύπνιος ο νέοπας, σου λέει: “Με τη δουλειά που διάλεξα, όλο εχθρούς θα έχω. Όλο κατασκόπους κι όλο λήσταρχους, κι άμα με ξέρουνε με τ’ όνομά μου το κανονικό την έβαψα!”. Οπότε, απ’ τη μια που ‘χε μπαμπά Εμίρη απ’ τη Συρία και μάνα πριγκιποπούλα Βυζαντινή, απ’ την άλλη που του ‘βγαλε ο επαγγελματικός προσανατολισμός να φυλάει τα σύνορα, ορίστε Διγενής, ορίστε κι Ακρίτας (με την Έλενα ουδεμία σχέση). Και Βασιλάκη πια, μόνο οι φίλοι κι οι γνωστοί τον λέγανε…

“Αθανάσιος Διάκος”, ο Αθανάσιος Γραμματικός (Μασσαβέτας)

Ο Θανάσης ο Γραμματικός στα 17 του έγινε διάκος και πήγε να μονάσει. Κι από κει κι έπειτα, δυο ιστορίες: Ή σκότωσε από λάθος έν’ αρχοντόπουλο σε πανηγύρι, ή σκότωσε στο μοναστήρι έναν Τούρκο πασά που του ‘κανε ανήθικες προτάσεις. Όπως και να ‘χει, μ’ ένα φόνο στην πλάτη, έφυγε στα βουνά για να σωθεί, κι εκεί δεν ήταν δυνατό να συνεχίσει να ‘ναι Γραμματικός (που πάει να πει, να μπει σε κίνδυνο όλο το σόι του). Οπότε: “Τι είσαι συ;”, του λέει ο καπετάνιος. “Ένας διάκος“, απαντάει ο Θανάσης.

“Θόδωρος Κολοκοτρώνης”, ο Θεόδωρος Τσεργίνης

Εδώ βέβαια κλέβω λίγο, καθώς όταν το πήρε πια το επώνυμο ο Θοδωρής, ήταν επώνυμο κανονικό. Κι όπως ο Διάκος, έτσι κι οι Κολοκοτρώνηδες έχουνε δυο ιστορίες για τ’ όνομα που έμεινε να έχουν. Η πρώτη, λέει για το Λάμπρο, που σε μια μάχη με τους Τούρκους οι άλλοι τα παράτησαν, κι εκείνος έμενε καρφωμένος με τα πισινά του στην κοτρόνα και πολεμούσε μόνος (είχε λαβωθεί και δεν μπορούσε να φύγει – τελικά το κέρδισε το ματς, μια ομάδα μόνος του!). Η δεύτερη, λέει για το Γιάννη (παππού του Θόδωρα) που είχε οπίσθια “πέτρα”, κι άμα τον είδε ένα Αρβανίτης λέει: “Ωρέ, τι Μπιθεγκούρας (μπιθέ=κώλος, γκούρας=πέτρα) είναι τούτος;“. Ο ένας το λοιπόν με τα πισινά στο κοτρόνι, ο άλλος με πισινά σαν κοτρόνι, οι Τσεργίνηδες γίνανε τελικά Κολοκοτρώνηδες!

Μ. Καραγάτσης”, ο Δημήτριος Ροδόπουλος

Ο πιο μάγκας λογοτέχνης της γενιάς του ’30, κότσαρε το “Μ.” για όνομα, κι έτσι τη γλύτωσε: κανείς δεν ασχολιότανε με το επώνυμο. Όμως μπορεί στο “Μ.” να κρύβεται ο Δημήτρης (θες να ‘ναι “Μήτσος” στα θεσσαλικά, θες να ‘ναι “Μίτια” στα ρώσικα), αλλά και “Καραγάτση” δεν τον λέγανε. Καραγάτσι λένε τη φτελιά στη Θεσσαλία, κι ο Μήτσος (ή ο Μίτια), αποφάσισε να της δώσει μια εξέχουσα θέση στην ελληνική λογοτεχνία κρύβοντας στα φύλλα τον εαυτό του. “Να, ο Ροδόπουλος σου λέω, εκεί, πίσω απ’ το κλαδί!…”.

“Οδυσσέας Ελύτης”, ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης

Τον ψάχνει η ελληνική ποίηση των αιώνων, για να τον ρωτήσει πώς στην ευχή κατάφερε και τσίμπησε το Νόμπελ, το ίδιο που δεν πήραν οι τεράστιοι Καβάφηδες κι οι Παλαμάδες (ο Ρίτσος με το Βάρναλη, έτσι κι αλλιώς δεν το ‘θελαν!). Ο Αλεπουδέλης έχει ήδη απαντήσει με το ίδιο του το ψευδώνυμο: “Μου ασκούσαν μια μαγεία όλες εκείνες οι λέξεις από ‘ελ-‘. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα, Ελένη… Κατόπιν σκέφτηκα το ‘υ’ που είναι το πιο ελληνικό γράμμα. Στο τέλος ήθελα μια κατάληξη λίγο αρχαιοπρεπή, και να το ‘-της’“. Ε, κι άμα κατάλαβες, κατάλαβες…

Γιώργος Νταλάρας, ο Γεώργιος Νταράλας

Κι όμως. Ο Γιώργης ο Νταλάρας. Ο τραγουδιστής που σου ‘ρχεται στο νου όταν ακούς “Λεβερκούζεν”, όταν ακούς “Κινδυνεύει η Ελλάς”, όταν ακούς “Δεν μας χέζεις”. Ναι, ο Γιώργος μας δεν είναι Νταλάρας. Είναι Νταράλας! Κι είναι γιος του Λουκά. Κι είναι μεγάλη ιστορία, άλλη φορά…