Ήταν δεκαετία του ’90. Ήτανε μια παρέα. Με “πατρινή ομοψυχία”. Ήτανε μια σειρά που έγραψε την ιστορία της κι έκανε μπόλικους ανθρώπους να γυρίζουν κάθε βδομάδα – ίδια ώρα τη συχνότητα στο κανάλι που τώρα πια δεν υπάρχει. Ήταν το Λόγω Τιμής. Και τώρα, 20 (και κάτι) χρόνια μετά, ξαναείναι.

Ξαναείναι; Είχα τους φόβους μου κι ήταν μεγάλοι. Έχοντας δει ένα επεισόδιο, με καθαρή συνείδηση δηλώνω: Ξαναείναι και δεν είναι. Συμπαθητική προσπάθεια, καλή αρχή, μια γραμμούλα φως κλεμμένο απ’ το χρυσό “κάποτε” της τηλεόρασης για να φωτίσει ένα νεκρό και σάπιο “σήμερα”. Ωστόσο, μες στη συμπαθητική προσπάθεια, μοιραία υπάρχουν κάποια πράγματα που λείπουν. Κάποια πράγματα πολύ “Λόγω Τιμής” που δεν υπάρχουν στην καινούρια σειρά. Κι αφού, για εδώ και γι’ απόψε, μου συγχωρήσεις τη όποια γκρίνια για κάτι που δεν άρχισε καλά-καλά ακόμη, έλα να σου μιλήσω για τα 5 πράγματα που μου έλειψαν απ’ αυτό το πρώτο επεισόδιο. Η νοσταλγία μου η ρουφιάνα τα φταίει…

Υ.Γ. Όχι, η Πάτρα δεν μου ‘λειψε ιδιαίτερα, σκοτώστε με!

Ο Γεράσιμος Ανδρεάτος

Δεν ξέρω πώς και γιατί συνέβη. Ξέρω ότι μ’ άφησε στα κρύα του λουτρού. Σαν σκεπασμένη πιατέλα μ’ αγαπημένο φαγητό, που την ανοίγει ο μετρ και βλέπεις μερίδα γκουρμέ κι η σάλτσα σταγόνες. Μπαίνει η εισαγωγή, μπαίνει το μπουζούκι, μπαίνει ο Ανδρεάτος… Μόνο που δεν μπαίνει ο Ανδρεάτος! “Δεν θα το θυμάμαι καλά το τραγούδι” σκέφτηκα, και περίμενα. Τζίφος! Ο Μεμάς δεν ήρθε ποτέ, κι αυτό μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω για πρώτη φορά, νωρίς-νωρίς, ότι τα μάτια μπορεί να μην αλλάξανε χρώμα, αλλά όταν ξαναβρεθήκαμε στο Παγκράτι με κοιτούσαν μ’ άλλον τρόπο…

Το Φοιτητιλίκι

Και τότε αν ρωτούσες κάποιον ντόμπρα να σου πει τη γνώμη του, αυτό θα σου ‘λεγε: ο Τσίου είναι καλό παιδί, έχει και τις βοήθειές του, θα δουλέψει, θα πιαστεί, θα βγάλει χρήματα. Κι ο Πυρπασόπουλος “μουρλός” θα μείνει, ή λαμόγιο (αλλά μπα, καλό παιδί κι αυτός) ή που θ’ αλλάξει τον κόσμο. Κι αν ήσουνα και λίγο ντόμπρος παραπάνω, θα το παραδεχόσουνα πως κι ο “ψηλός” δεν τη γλυτώνει τη φυλάκα. Η εξέλιξη λοιπόν της παρέας είναι για χειροκρότημα, κι ούτε μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Όμως αυτό που έβαζε στην καρδούλα σου τα “παιδιά απ’ την Πάτρα” ήταν η ελευθερία, η χύμα μποέμ ζωή στα 19, που όλος ο κόσμος ανοίγεται μπροστά σου κι όλα μπορούν να διορθωθούν. Τώρα το πράγμα είναι αλλιώς. Και πάλι, ο σαραντάρης του σήμερα θα ταυτιστεί, γιατί κι αυτός ζει την εξέλιξη του φοιτητή που έβλεπε τότε “Λόγω Τιμής”. Μόνο που ξέρει κι εκείνος πως το σήμερά του, αν είναι γοητευτικό, είναι μ’ έναν τρόπο που δύσκολα πια μπορείς να τον πεις: “ρομαντική, παρεΐστικη σειρά”.

Η Παρέα

Η παρέα έσπασε, όπως κάνουν συνήθως οι φοιτητικές παρέες. Δεν είναι λάθος, ούτε σωστό. Απλώς συμβαίνει. Ξανά το σενάριο μας τα λέει λογικά. Αλλά μοιραία μαζί με την παρέα σπάει κι όλη η μαγιά, η βάση, το κέντρο, ο λόγος που υπήρχε αυτό το σήριαλ. Ναι, τα flashback σου θύμισαν (μ’ ένα τσικ υπερβολής), ναι, το πάρτι σε ζέστανε, μα ένα δεν αλλάζεις: Η παρέα που ξαναβρέθηκε δεν είναι πια παρέα. Δεν αλλάζει έγραψα; Λοιπόν, το καλό με τις παρέες είναι ότι κι αν πάψουν να’ναι, μπορούν να ξαναγίνουν! Μακάρι. Μακάρι πάνω απ’ όλα για να δώσει, σ’ όσες παρέες σπάσανε μετά 20 χρόνια, την ελπίδα. Την απατηλή υπόσχεση πως ίσως, μπορεί και να ξαναβρεθούνε. Στο τέλος-τέλος, αν μια σειρά δεν σου υποσχεθεί αυτά που η ζωή σου παίρνει, τι να την κάνεις;

Το 1996

Οι εποχές αλλάξανε, και το “Λόγω Τιμής” ήτανε σήριαλ της εποχής του. Αναλογικά πράγματα, μαθητές που κοιτάνε τους βαθμούς σε τοίχους, μηχανάκια χρέπια γεμάτα λάδι, άνετα ρούχα κι άθλια μαλλιά. Σήμερα το πράγμα είναι πιο γυαλιστερό, είναι πιο προσεγμένο, είναι λαχάνιασμα σε ραφινάτο μίνιμαλ δωμάτιο. Δεν έχει τη βαθιά ανάσα ανέμελης ελευθερίας που σου γέμιζε τα πνευμόνια, την ανάσα εκείνης της εποχής που, θες η απλότητα, θες η αφέλεια, έκανε τη ζωή σου να κυλάει λίγο πιο άνετα, σ’ έκανε να γελάς λίγο πιο πλατιά, λίγο πιο δυνατά. Μπορεί ο Τσίου κι ο Ψηλός, η Αθηνούλα κι η Ηρώ, να ξαναφέρουν την αφέλεια του ’96 στην “έξυπνη” τηλεόραση του σήμερα; Με την ευχή μου!

Το Σκάκι

Ε, αφού αρχίσαμε με το τραγούδι της αρχής, ας κλείσουμε με το τραγούδι του τέλους. Έλα να παίξουμε… Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου. Ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου. Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω; Γιατί μωρέ; Γιατί τ’ αλλάξατε; Οι καλύτεροι τίτλοι τέλους ήταν! Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω, που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει…