Ο Σεπτέμβρης μπήκε, τα σχολεία ξεκίνησαν και μαζί με το φθινόπωρο, που ξεπροβάλλει, μας ψάχνει και ο Σπιτονοικοκύρης. Τον γράφουμε με κεφαλαία, για να αποδώσουμε τον τρόμο, που νιώθουμε στο άκουσμα του ονόματος του. Βλέπεις, μπήκε ο μήνας και εσύ ρέστος από διακοπές, τρως μακαρόνι, μέχρι να σβήσει ο ήλιος, μπας και μαζέψεις το νοίκι που μπαίνει στην τράπεζα στις 15. Ξέρω, τι θα συμβεί στα επόμενα λεπτά. ”Έχεις τα άντερα ρε να το υπογράψεις ή είσαι κανένας φλώρος;” θα σχολιάσουν πάμπολλοι. Φυσικά και έχω τα άντερα, γιατί δεν έχω Σπιτονοικοκύρη ακόμη, γατάκια. Όταν βρω επιτέλους σπίτι, θα κάνω ρόκα μου, σαν καλή μπουρού και δεν θα σας ξαναπιάσω στο στοματάκι μου, αγαπημένε!

Για αυτό το λόγο και συμπάσχω, με όλους όσοι ζουν, υπό το φόβο της πιο διαβολικής φιγούρας του γαλαξία. Όλα ξεκινούν από την πρώτη στιγμή, που θα αντικρύσεις το “ενοικιάζεται” σε κολώνα της ΔΕΗ αν είσαι παραδοσιακός, ή σε διαδικτυακή αγγελία, αν έχεις ανακαλύψει το ίντερνετ. Πληκτρολογείς τον αριθμό του τηλεφώνου και έχεις περισσότερο άγχος, από όταν εξομολογήθηκες τον έρωτα σου στην Αγγελικούλα, στην τρίτη δημοτικού. ”Καλησπέρα σας, για το σπίτι παίρνω τηλέφωνο!” Μετά από καμιά δεκαριά, ”το δώσαμε φιλαράκι” απαντήσεις, θα βρεις 1-2 σπίτια διαθέσιμα και θα κλείσεις ραντεβού, κάποια εξωφρενική ώρα, που προφανώς δεν σε βολεύει. ”Μπορείς μήπως, την Τρίτη στις 7 παρά τέταρτο το πρωί;” Αφού σιχτιρίσεις την τύχη σου τη ρουφιάνα, πας στην πρώτη συνάντηση.

Ενώ εσύ σκέφτεσαι πρώτη φορά επίσκεψη στο σπίτι, πρέπει να πας μια καριόκα, ένα σαραγλί τέλος πάντων, μια μπάσα φωνή σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. ”Άργησες”, θα σου πει και ας γράφει το ρολόι σου ότι έφτασες και τρία λεπτά νωρίτερα. Κινέζικα παλιοπράγματα τα ρολόγια, εκείνος ξέρει καλύτερα. Από τη μία χαίρεσαι, που δεν έπεσες σε κάποιο ξενοφοβικό ρατσιστή, που βάζει μόνο Έλληνες στο σπίτι. Από την άλλη, τρέμουν τα πόδια σου, όσο σε σκανάρει από πάνω μέχρι κάτω. Όσο σκέφτεσαι πως έπρεπε να φορέσεις πουκάμισο ρε γαμώτο, ξεκινάνε οι ερώτησεις. ”Μόνος σου θα μένεις; Που δουλεύεις; Έχεις κατοικίδια; Ροχαλίζεις, όταν κοιμάσαι; Στη μπανιέρα, κάνεις νερά; Έτσι ντύνεσαι, πάντα;”

Απαντάς, ξεροκαταπίνοντας σε χρόνο ρεκόρ. Θες να είσαι σαφής, ξεκάθαρος, ευγενικός και γοητευτικός. Η συμφωνία κλείνει και σφραγίζεται πίνοντας ρακές. Τι και αν έχεις κόψει το αλκοόλ δυο χρόνια, θα ενδώσεις, βγάζοντας παράλληλα φωτοτυπίες σε ταυτότητες, εκκαθαριστικά, λογαριασμούς μισθοδοσίας, για να είναι σίγουρος ο άνθρωπας ότι ΘΑ ΜΠΑΙΝΕΙ ΤΟ ΝΟΙΚΙ ΚΑΘΕ ΜΗΝΑ. Πάμε στη μετακόμιση, τώρα. Τόσα πρέπει και μη, δεν έχεις ματαδεί. ”Δεν καρφώνουμε τίποτα στους τοίχους. Προσοχή, με το θερμοσίφωνα. Τα φώτα, να κλείνεις το βράδυ. Όχι φούρνο και κλιματιστικό μαζί. Ούτε σόμπα και πιστολάκι.” Θάβεσαι κάτω από post-it με τις εντολές του Σπιτονοικοκύρη. Περήφανος την επόμενη μέρα, του δίνεις το καταθετήριο του πρώτου μήνα και της εγγύησης. Το μοστράρεις και κορδώνεσαι περισσότερο, από όταν πήρες πτυχίο. Ακούς ένα κοφτό ”ευχαριστώ” και λίγο πριν κλείσει την εξώπορτα σε προειδοποιεί. ”Θα τα πούμε 15 του μηνός. Και μην αφήνετε παπούτσια, έξω από την πόρτα σας. Του προηγούμενου, μυρίζανε!” ”Εγώ αλλάζω κάλτσες κάθε μέρα” προλαβαίνεις, να ψελλίσεις.

Σε καμιά δεκαριά μέρες, γαμώ την ατυχία σου, χαλάει το καζανάκι. Όσο καταριέσαι τις μπύρες, που ήπιες και σου φέρανε συχνοουρία, τον παίρνεις τηλέφωνο. Και ενώ φαντασιώνεσαι, πως σου βάζει το καζανάκι να το φας βουτώντας την κεφάλα σου στη λεκάνη δεκάκις, αυτός σε έχει σε αναμονή. ”Θα μιλήσουμε αύριο, ρίχνε με τον κουβά,” σου λέει και στο κλείνει στα μούτρα.

Τους αγαπώ τους σπιτονοικοκύρηδες και ας τους κράζω που και που. Βλέπεις ,δίνουν στέγη στα όνειρα μας, για μια νέα αρχή. Μεγάλο πράγμα ο απογαλακτισμός και η συγκατοίκηση μη σου πω μεγαλύτερο και χωρίς αυτούς, δεν θα συνέβαιναν. Δεν πειράζει, που κάποιοι μοιάζουν σαν την Τασώ  Καββαδία να παίζει την Κρουέλα Ντε Βιλ και τη Σωσώ από τα “Εγκλήματα”, ούτε που το πρόσωπο τους, φέρνει σε σαφριακιασμένη εκδοχή της επιστροφής στη δουλειά, μετά από 1 μήνα διακοπές. Δεν πειράζει, που είναι ο μόνος άνθρωπος στη ζωή σου που πληρώνεις, λέγοντας από πάνω και ευχαριστώ για την απόδειξη. Ούτε, που είναι μια μίξη του στριμμένου διευθυντή του σχολείου, του διαιτολόγου, που σου κάνει λιπομέτρηση, ενώ ψάχνει ψιχουλάκια από μπισκότα στο σακίδιο σου, γιατί ξέρει ότι του λες ψέματα και εκείνου του θείου, που σε είχε πιάσει να καπνίζεις στο γυμνάσιο και σε απειλούσε ότι θα τα πει στη μάνα σου. Η μόνη διαφορά με τους παραπάνω, είναι πως κάθε μήνα, του δίνεις σχεδόν μισό μηνιάτικο. Με τις υγείες σου!