Όσοι στεκόντουσαν με προβληματισμό απέναντι στους διθυράμβους του “Ακρόπολις”, δεν έμειναν και μ’ ανοιχτό το στόμα. Όσοι αντίκριζαν το επερχόμενο ελληνικό ταξίδι στο Μουντομπάσκετ (που εγώ πάντα Μουντομπάσκετ θα το λέω, κι ας έρθει η ιστορία να με ξεπεράσει) με ψυχραιμία και λογική, το ‘χαν μαντέψει. Δεν πέσαμε απ’ τα σύννεφα που η γαλανόλευκη δεν κρέμασε στο λαιμό “διάκριση”. Δεν ήταν για διάκριση. Για την οκτάδα όμως;

Ναι, για την οκτάδα ήταν! Έπρεπε να είναι. Κι αυτό το “11” που για πάντα θα ‘ναι γραμμένο δίπλα απ’ το “Greece”, είναι μια καθαρή κι απόλυτη αποτυχία.
Ωστόσο, στις αποτυχίες, δυο πράγματα είναι σίγουρα:

  1. Κλάματα, τσουβαλιάσματα και καταδίκες, δεν βοηθάνε.
  2. Η επόμενη μέρα κρατάει όλα τα χαρτιά στα χέρια της.

Αν συμφωνείς μ’ αυτά λοιπόν, έλα να δούμε τι της έφταιξε της εθνικής και τι πρέπει να κάνει από δω και πέρα. Αν όχι, βρίσε, φώναξε κι οργίσου, μα όχι εδώ…

Κεφάλαιο 1ο: Προπονητής

Οι προπονητές των εθνικών ομάδων που λες, είναι περίεργη ιστορία. Δεν έχουν το χρόνο που θέλουν, δεν έχουν τους παίκτες που θέλουν, δεν μπορούν να σχεδιάσουν την ομάδα που θέλουν. Με λίγα λόγια, αυτό που όντως μπορούν και πρέπει να κάνουν, είναι να διατηρούν μονίμως “κουρδισμένη” την ψυχολογία της ομάδας, να την προετοιμάζουν σωστά και να διαχειρίζονται τη στραβή στα παιχνίδια. Τι χρειάζεται λοιπόν ο εθνικός κόουτς για να τα πετύχει αυτά; Ένα απ’ τα δύο: ή εμπειρία, ή (και) προσωπικότητα!

  • Ο Παναγιώτης Γιαννάκης δεν είχε να επιδείξει σπουδαίο έργο το 2004 που ανέλαβε (στην καλή του φορά) την Ελλάδα. Ήταν ωστόσο ένας άνθρωπος που ήξερε μπάσκετ, ένας καλός διαχειριστής ανθρώπων, και κάτι ακόμα: η αφίσα στο δωμάτιο, ο αρχηγός του ’87. Η δουλειά έγινε!
  • Ο Κοκόσκοβ όταν πήγε στη Σλοβενία, ήταν ήδη προπονητική προσωπικότητα που δεν σ’ άφηνε να την αμφισβητήσεις (ακόμα και Ντράγκιτς να σε λένε). Η δουλειά έγινε!
  • Ο Ερνάντες στην Αργεντινή είχε την τύχη μιας μεγάλης, κουρδισμένης φουρνιάς και κουρδίστηκε μαζί της. Τώρα πια, χωρίς “φουρνιά”, διαχειρίζεται καταπληκτικά την ομάδα, όπως ορίζει το παθιασμένο αργεντίνικο DNA. Η δουλεία γίνεται! 
  • Ο Θανάσης Σκουρτόπουλος ήταν “under the gun” πριν καν αρχίσει η διοργάνωση, και με την πρώτη στραβή έγινε “ταβερνιάρης”. Ο Σκουρτόπουλος όμως ξέρει μπάσκετ. Κι αν δεν αξιοποίησε τα όπλα που είχε στα χέρια του, κι αν έκανε λάθος επιλογές με βάση αυτά τα όπλα, είναι επειδή δεν έχει ούτε την εμπειρία, ούτε την προσωπικότητα να διαχειριστεί το μέγεθος της διοργάνωσης και το μέγεθος των ίδιων των παικτών του. Η εθνική λοιπόν, έχει για το μέλλον της πρακτικά δύο επιλογές:
  1. Θα εμπιστευτεί το Σκουρτόπουλο και θα του δώσει χρόνο και διοργανώσεις ώστε να “μεγαλώσει” κι ο ίδιος μέσα απ’ την ομάδα.
  2. Θα βρει άμεσα έναν ήδη έμπειρο, “περπατημένο” σ’ αυτό το επίπεδο προπονητή.

Ο,τι απ’ τα δυο κι αν επιλέξει όμως, θα πρέπει να είναι τίμια. Τίμια με τον άνθρωπο που θα κάτσει στον πάγκο, όσο και με τον κόσμο που δεν πρέπει να ζει τσάμπα με την ελπίδα ενός “final countdown”.

Κεφάλαιο 2ο: Παίκτες

Ξέρω ότι το βραβείο MVP του ΝΒΑ είναι μεγάλη σειρήνα. Κι η ευθύνη βαραίνει κυρίως εμάς, τους δημοσιογράφους, που δεν βουλώσαμε τ’ αυτιά του Έλληνα φιλάθλου, με δυο πολύ απλές και καθαρές αλήθειες:

  1. Ο Γιάννης, σήμερα, δεν είναι Νοβίτσκι.
  2. Το μπάσκετ στη Fiba δεν είναι ΝΒΑ.

Οι άμυνες ταμπουρώθηκαν στο ζωγραφιστό. Ο Γιάννης δεν έχει το σουτ, ούτε το παιχνίδι με πλάτη (του Γερμανού!) που θα ξεκλειδώσει το ταμπούρι. Η Fiba δεν έχει αμυντικά 3 δευτερόλεπτα, ούτε προστασία απ’ το hand checking. Αποτέλεσμα; Ο Γιάννης έτρωγε ξύλο, ο Γιάννης δεν έβρισκε χώρους, ο Γιάννης δεν μπορούσε να πάρει απ’ το χεράκι την ομάδα. Ο Γιάννης δεν έκανε “αυτά που κάνει στο ΝΒΑ”, γιατί ΔΕΝ μπορούσε να τα κάνει!

Κι η υπόλοιπη ομάδα; Ένα ρόστερ όχι χωρίς ταλέντο, μα κι ένα ρόστερ με πεντακάθαρο πρόβλημα στο σουτ, χωρισμένο σε παίκτες “ντεφορμέ”, παίκτες περασμένης ηλικίας, και παίκτες “μειράκια” για τέτοια διοργάνωση. Με λίγα λόγια: ο Σκουρτόπουλος φταίει που η Ελλάδα έπαιζε με παλιομοδίτικες, μονοδιάστατες επιλογές, φταίει που στη δωδεκάδα υπήρχαν μόνο 4 γκαρντ, όμως κι αλλιώς να ‘ταν τα πράγματα, το δυναμικό της ομάδας ήταν τέτοιο που πάνω απ’ τους “8” δεν θα μπορούσε να την πάει. Δεν ήταν κακό μα υπήρχαν καλοί, κι ακόμα καλύτεροι…

Πράγμα που μας οδηγεί στο πιο σημαντικό κεφάλαιο αυτού εδώ του άρθρου.

Κεφάλαιο 3ο: Μέλλον

Η Ελλάδα ποτέ δεν είχε κλασικούς σουτέρ (αν τους ψάξεις, είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός). Η Ελλάδα πάντα είχε πλέι μέικερ! Η Ελλάδα ποτέ δεν κερδίζει με το ταλέντο. Η Ελλάδα πάντα θα κερδίζει (μόνο) με το μυαλό. Ώρα να ξεμπερδεύουμε με τις αυταπάτες…

Η Ελλάδα μαθαίνει στα πιτσιρίκια απ’ τα 10 τους να παίζουν πικ-εν-ρολ, να κάνουν σκριν και να “διαβάζουν” το παρκέ. Η Ελλάδα “μαλώνει” τα παλαβά σουτ και το ελεύθερο παιχνίδι. Ίσως κερδίζει κάποια πράγματα σε μπασκετική ευφυΐα, όμως ξέρεις, ένας έξυπνος παίκτης και στα 15 μαθαίνει να παίζει πικ-εν-ρολ. Σίγουρα χάνει σε όλα τα βασικά (σουτ, παιχνίδι με πλάτη, τελειώματα) και ξέρεις, αν κάποιος δεν μάθει να σουτάρει στα 10, δεν θα το μάθει ποτέ στα 20! Ε, ας τελειώνει η ομοσπονδία με τις εμμονές κι ας παραδεχτεί το προφανές: αν η Ελλάδα με το παραδοσιακά “σκεπτόμενο” μπάσκετ και την ψυχωμένη της άμυνα, είχε και τους σουτέρ της Ισπανίας, της Σερβίας, της Σλοβενίας, πρακτικά… δεν θα έχανε ποτέ!

Μήπως είναι ώρα να τους φτιάξει;