Τώρα που ‘σαι μεγάλος, ξέρεις: αν θες να κουμπώσεις μια συμφωνία, αν θες να δεσμεύσεις κάποιον ή να τον πείσεις ότι δεσμεύεσαι, υπάρχουν υπογραφές, υπάρχουνε συμβόλαια, υπάρχει μια σειρά από νομικές ενέργειες που σου λύνουν (ή μάλλον σου δένουν!) τα χέρια. Όταν ήσουν πιτσιρίκι όμως;

Τότε λοιπόν, δεν είχες ανάγκη από νόμους, δεν είχες ανάγκη από υπογραφές, δεν είχες ανάγκη από τίποτα. Τότε υπήρχαν λέξεις, φράσεις και κινήσεις που σε έδεναν περισσότερο κι από τον πιο μεγάλο όρκο. Και να οι πιο ασφυκτικά δεσμευτικές:

To είπα και το λέω, και δεν το ξαναλέω, και το κλειδώνω!

Η πιο κλασική φράση – υπογραφή εκείνης της ηλικίας. Μπορεί να μάλωνες δυο ώρες για το αν θα παίξετε μπάλα ή πλεϊστέισον το απόγευμα, αλλά όταν ένας απ’ όλους θα έλεγε: “Τέλος. Μπάλα. ΤΟ ΕΙΠΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΩ, ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΞΑΝΑΛΕΩ, ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΔΩΝΩ”, για κάποιο μεταφυσικό λόγο η διαπραγμάτευση είχε τελειώσει. Μπάλα. Χωρίς αλλά. Αφού το είπε. Και το ξαναείπε. Και δεν το ξαναλέει…

Υ.Γ. Το για ποιο λόγο κανείς δεν έλεγε απ’ την αρχή τις δεσμευτικές λέξεις, να τελειώνουμε, είναι μάλλον αποτέλεσμα της παλικαριάς που χαρακτήριζε τις παιδικές μας διαφωνίες. Έπρεπε να φτάσεις στο αμήν, για να… “Θα το πω! Μη με προκαλείς, θα το πω και δεν θα το ξαναπώ!”.

Ρίχνω το κλειδί (;)… στη λάβα!

Δεν ξέρω αν το ‘λεγαν όλοι, αλλά η δικιά μου η παρέα, μπαρουτοκαπνισμένη σε μόνιμες διαφωνίες όπως: “Star ή Alter για παιδικά το πρωί, Ιταλία ή Αγγλία στο FIFA, Τσάρμαντερ ή Σκουίρτλ αρχικό Πόκεμον στο Game Boy κτλ”, είχε περάσει την παραπάνω φράση σε άλλο στάδιο. Οπότε να μια φανταστική ιστορία για να καταλάβεις πώς κατέληξε το κλειδί στην ιστορία.

Κάποια μέρα λοιπόν, δυο φίλοι της παρέας (ας πούμε ο Τόλης κι ο Γιαννάκης) φτάσανε στο σημείο χωρίς επιστροφή κι ο Γιαννάκης ξεστόμισε: “το είπα και το λέω, και δεν το ξαναλέω, και το κλειδώνω”. Μα η γριά αλεπού, ο Τόλης, χαμογέλασε πονηρά και του λέει: “Κλέβω το κλειδί και το ξεκλειδώνω!”. Αυτό ήταν. Όλο το ζουμί πια ήταν στο κλειδί. Που για να μη στο κλέψουν, ο μόνος τρόπος ήταν να το καταστρέψεις. Οπότε; “Ρίχνω το κλειδί στη λάβα” (Σμίγκολ, κι άμα έχεις κότσια τράβα πάρ’ το από κει). Κι ο Άρχοντας σκέψου, δεν είχε καν γυριστεί ακόμα τότε…

Φιλάω σταυρό!

Ντάξει, εδώ υπάρχουν ξεκάθαρες θρησκευτικές αναφορές, και δεν το λένε μόνο πιτσιρίκια. Σε αντίθεση ωστόσο με τους ενήλικες που είναι ικανοί να “φιλήσουν σταυρό” για να σε πείσουν ότι έχουν γκόμενα στο χωριό – δεν την ξέρεις (ΟΛΟΙ ξέρουμε ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα), τα πιτσιρίκια άμα φιλάνε σταυρό, πάει – τέλειωσε! Λένε αλήθεια, κι άμα λένε ψέματα το ψέμα γίνεται αλήθεια, κι άμα σου πουν “θα είμαι εκεί”, θα είναι εκεί κόντρα σ’ ο,τι εντολή κι αν πάρουν απ’ τη μάνα τους. Κι αν σ’ αρνηθούν, (αφού φιλούν σταυρό) θα πέσουν να πεθάνουν…

Δένω το… σταυρουδάκι; (Το πιο ο,τι να ‘ναι απ’ όλα!)

Ο πραγματικός λόγος που έβαλα το “φιλάω σταυρό” στη λίστα, είναι για να μπορέσω να προσθέσω αυτό εδώ. Αφού φιλούσε το σταυρό ένας πιτσιρίκος (που συνήθως ήταν Χ κι όχι σταυρός), αμέσως κατέβαζε τα δάχτυλα κάτω απ’ το πηγούνι κι έδενε έναν κόμπο. Ότι τι, και καλά δένω το σταυρό με κόμπο στο λαιμό για να μη σπάσει η υπόσχεση; Ρε σεις, είχαμε κλειδιά και λάβες, τι να σου φτουρήσει το σκοινάκι; Αλλά το κάναμε…

Όποιος λέει ψέματα, πέφτει μες στα αίματα!

Δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι: αγνός, καθαρός, ταραντίνικος τρόμος! Το λες και τρέμεις. Στο λένε κι ανατριχιάζεις! Πώς να μην εμπιστευτείς κάποιον που αν σου λέει ψέματα… “να πέσει μες στα αίματα”; Πώς να μη σ’ εμπιστευτούν αν έχεις τα κότσια να το πεις; Μόνο για μεγάλα παλικάρια!

Δεν το στρέχω!

Δεν το ‘λεγα, δεν μου το ‘λεγαν, αλλά εδώ κάνουμε έρευνα, όχι αστεία. Υπήρχαν πιτσιρίκια στην Ελλάδα που έλεγαν “δεν το στρέχω” και διέλυαν συμφωνίες μ’ αυτό τον τρόπο. Όμως αν δεν το ‘λεγες απ’ την αρχή, δεν μπορούσες να το πεις μετά, οπότε… αφού δεν είπες: “Δεν το στρέχω” όταν έπρεπε, σόρρυ φίλε, αλλά θα στρέξεις!

Τάπες στα χέρια!

Παλιότερα ήταν βόλοι, στις μέρες μου ήταν τάπες. Θυμήσου αναγνώστη μου, τον πιο βαρύ όρκο απ’ όλους. Δεν είχε ανάγκη από λόγια. Δεν είχε σημασία αν ήσουνα λαμόγιο, αν έκλεβες απ’ τους φίλους σου γαριδάκια, απ’ τ’ αδέρφια σου παιχνίδια, κι απ’ τους γονείς σου τα ρέστα απ’ τα ψώνια. Όταν έπιανες τάπες, ήσουνα ντόμπρος. Έχασες τον Πίκατσου; Έχασες τον Σάιθερ;; Έχασες τον Αεροντάκτιλ;;; Θα τον δώσεις. Αν δεν τον δώσεις, η ρετσινιά θα μείνει, θα ‘χεις απέναντί σου όλο τον κόσμο, θα ‘σαι κυνηγημένος απ’ όλες τις παρέες. Θα ‘σαι αυτός που έχασεμ και ζορίστηκε. Θα είσαι επίσημα ο ζορίκλας!