Τα βιβλία τ’ αγαπάμε και το ξέρεις. Τα βιβλία τα διαβάζουμε όσο μπορούμε πιο πολύ. Κι όλα αυτά ξεκίνησαν μ’ ένα βιβλίο. “Ποιο βιβλίο μας έμαθε το διάβασμα;”

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου σήμερα λοιπόν, κι οι Προβοκάτορες απαντάμε στην παραπάνω ερώτηση, πρώτα για μας, ύστερα για σένα, και τελικά για τα ίδια τα βιβλία. Χρόνια πολλά τους, γιατί πρώτα απ’ όλα τα ‘χουμε ανάγκη.

Η Λύκου έμαθε να μη σκοτώνει τα κοτσύφια

Είναι θέμα χρόνου να πέσει το σωστό βιβλίο στα χέρια σου. Άπαξ και συμβεί, το ταξίδι δεν έχει γυρισμό με τα καράβια να πλέουν χωρίς απαγορευτικό και σημαίες, σε ανεξερεύνητα ακόμη και από τους πιο μεγάλους εξερευνητές, πελάγη. Το σημαντικό είναι να χαθείς στο σωστό βιβλίο, όσο πιο νωρίς γίνεται, να κερδίσεις κάθε στιγμή, να μην ανασαίνεις άσκοπα. Στην περίπτωση μου, αυτό έγινε όταν έκανα φίλους την Scout Finch και τον Jem, όταν ο πατέρας τους Atticus, μας έμαθε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνουμε τα κοτσύφια. Αν δεν είσαι αρκετά τυχερός και δεν έχεις διαβάσει για τον αγώνα ενός λευκού δικηγόρου, να αθωώσει έναν μαύρο που κατηγορείται άδικα για βιασμό, τότε, το παρακάτω απόσπασμα τα λέει όλα:

Το “αραπάκιας” είναι μια από τις λέξεις που δε σημαίνουν τίποτα απολύτως- σαν το “μυξιάρης”. Το έβγαλαν κάποιοι αμόρφωτοι, ανάξιοι λόγου άνθρωποι για να θίγουν όποιον τους φαίνεται ότι βάζει τους μαύρους πάνω από τους λευκούς. […] Κοίτα, μωρό μου, ό, τι και να σου πει κάποιος για να σε πληγώσει, στην ουσία δε θίγει εσένα. Το μόνο που πετυχαίνει είναι να δείξει πόσο φτωχός είναι ο ίδιος μέσα του“.

Αν ακόμη και σήμερα, τα λόγια αυτά δεν εκφράζουν το αυτονόητο, φαντάσου τι σήμαινε να δημοσιευτούν τη δεκαετία του ’60, στην Αμερική, τότε που ο κόσμος «έβραζε» φωνάζοντας υπέρ της ισότητας των ανθρώπων.

Η Harper Lee, χάρισε στην ανθρωπότητα ένα μανιφέστο ανθρωπιάς, αλλάζοντας λίγο από το πολύ του κόσμου. Αν με ρωτάς τι κρατάω περισσότερο από το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια»; Μάλλον αυτό: “Ήθελα να δεις γιε μου τι είναι πραγματικό κουράγιο, που δεν είναι να κρατάς ένα όπλο και να κάνεις τον άντρα. Κουράγιο είναι να ξέρεις να ξεκινάς έναν αγώνα καταδικασμένο από την αρχή, κι ωστόσο να τον ξεκινάς και να τον φτάνεις ως το τέλος, ό, τι και αν συμβεί. Πολύ σπάνια νικάς, όμως μερικές φορές γίνεται και αυτό”.

Ο Ράπτης πρώτη φορά έφαγε τοστ ζαμπόν

Θες λίγο η ιδιαίτερη μυρωδιά “καινουργίλας” του; Θες κάτι το εξώφυλλό του που το κοιτάς με δέος και το χαϊδεύεις λες και είναι ο έρωτας της ζωής σου; Θες αυτό το γρήγορο ξεφύλλισμα πριν το κάνεις δικό σου; Το βιβλίο θα ‘ναι η παντοτινή σου καψούρα, διάολε, όσα χρόνια κι αν περάσουν κι όσο κι αν “προχωρήσει” η τεχνολογία και χαθεί και αυτός ο ρομαντισμός (έπαθα Κανάκη, σώστε με!).

Ώπα, σόρι. Πάλι με έπιασε η φλυαρία μου και βγήκα ξανά εκτός θέματος, αφού τα Προβοκατόρια δεν μου ζήτησαν να γράψω για το τι νιώθω όταν αγοράζω ένα βιβλίο, αλλά για το πρώτο βιβλίο που ουσιαστικά με έμαθε να διαβάζω. Και δε θα μιλήσω για το Γλώσσα-Γλώσσα-Μαθηματικά…

Με τα πολλά “Φως των Σπορ” και τα μπόλικα “Αλμανάκο” μες στο σπίτι, που λες, μέχρι το λύκειο δεν το ‘χα και πολύ με τα βιβλία. Μέχρι που τελείωσε αυτό το ρημάδι το σχολείο και κάπως τυχαία έκανα δικό μου έναν Μπουκόβσκι (“Τοστ Ζαμπόν”) και από τότε δεν το παράτησα ποτέ το άθλημα. Όσο κι αν σου ακούγεται περίεργο, αυτός ο “τρελάρας” με έβαλε στο τρυπάκι της 4ης τέχνης και του είμαι άπειρα ευγνώμων. Κυνικός ξεκυνικός παίδες, εγώ τον ευχαριστώ, γιατί αν δεν ήταν αυτός ο τύπος, ίσως σήμερα να νόμιζα ότι ο Καμύ ήταν δεξί μπακ στη Σεντ Ετιέν και ο Καζαντζάκης τεχνικός διευθυντής στον Όφη.

Θείε Τσαρλς, σε ευχαριστώ για όλα…

Ο Γεροντόπουλος δεν γούσταρε τα μαθηματικά, μα είχε ένα θείο

Να τα λέμε όλα; Να διαβάζω μ’ έμαθε ο Τριβιζάς, τότε που μου ‘χε κουβαλήσει “Πειρατές στην καμινάδα” μου. Όμως για τον Ευγένιο, και για το Ρόαλντ Νταλ στα ‘χω πει πολλές φορές εδώ μέσα. Το ίδιο και για την Αγκάθα, τον Τομ Ρόμπινς, τον Ουγκό και τον Ουμπέρτο Έκο. Σήμερα όμως, θα σου πω για έναν άλλο. Γι’ αυτό τον τύπο που πρώτα τον έκραξα, μετά τον “βαρέθηκα”, κι ύστερα τ’ αποφάσισα ν’ ανοίξω το βιβλίο του. Ήταν ο Απόστολος ο Δοξιάδης, που ‘χε έναν θείο Πέτρο. Κι αυτός ο θείος είχε όνειρό του ν’ αποδείξει μια εικασία. Την εικασία του Γκόλντμπαχ!

Το θέμα ήτανε λοιπόν, ότι εμένα δεν μ’ αρέσανε τα μαθηματικά, κι όσο να μου ‘λεγε η μάνα μου “διάβασέ το ρε χαζέ, σου λέω είναι τρομερό” εγώ δεν άκουγα. “Ποιος λερώνει τη λογοτεχνία με νούμερα και μ’ εξισώσεις;” σκεφτόμουνα. Μέχρι που μεγάλωσα, κι οι εξισώσεις δεν ήταν πια εχθρός. Τότε το βρήκα στη βιβλιοθήκη και το άνοιξα. Σπανίως το παραδέχομαι αλλά η μάνα μου είχε δίκιο.

Μην τα πολυλογώ λοιπόν, η γλώσσα τρέχει κι η ιστορία βουτάει μέσα στην εικασία. Μα στην πραγματικότητα κι η εικασία κι όλα τα μαθηματικά εκεί μέσα είναι μονάχα η αφορμή. Η ουσία βουτάει μέσα στ’ όνειρο ενός ανθρώπου. Ο Πέτρος “ήταν το μαύρο πρόβατο μιας οικογένειας“, ο Πέτρος “χαράμισε τη ζωή του“, ο Δοξιάδης φρόντισε να διαβάλλει μπόλικα στην αρχή τον αξιαγάπητο ήρωά του, για να τον κάνει τελικά μοιραία πρότυπο στο νου σου. Πάντα να ψάχνεις όνειρο και να το κυνηγάς.

Κάπως έτσι, εγώ χρωστάω στον Απόστολο, κι εκείνος βρήκε μια θέση στη βιβλιοθήκη μου πλάι στον Έκο, το Σταντάλ και το Ροΐδη. Κάπως έτσι έμαθα πως οι αριθμοί κι οι εικασίες, μπορούν να χρωματίζουν κι όχι να λερώνουν τη λογοτεχνία. Κάπως έτσι έμαθα ν’ ακούω πού και πού τη μάνα μου. Αλλά μονάχα πού και πού…