Ποτέ δεν έκανα ιδιαίτερο κέφι της Απόκριες. Σκεφτόμουν “τόσος κόπος για το τίποτα”. Μακιγιάζ που βγαίνει μόνο με χλωρίνη, χαρτοπόλεμο που χτενίζεις ακόμη και μετά από τρία λουσίματα και ρούχα που παρακαλάνε για κλίβανο. Υπερβολική δόση στήθους σε άντρες που ντύνονται γυναίκες και ουρίτσες που σετάρονται με αυτάκια και άλλα τέτοια ανατριχιαστικά σε κοπέλες που μικρές ντύνονταν νεράιδες και τώρα κατάλαβαν ότι το παιχνίδι παίζεται πιο βρώμικα.
Ακόμη και αν σκεφτείς ότι η φάση αυτή είναι μια κάποια ευκαιρία για καμουφλαρισμένο φλερτ, το αποκριάτικο τραγούδι που θα σε βρει στη δυνατή σου ατάκα, θα τα κάνει όλα μάταια. Καραμούζες βραχνιάζουν και γδέρνουν κάθε νευρώνα του εγκεφάλου σου, ενώ κάποιο εντυπωσιακό καπέλο απειλεί να σε ξεματιάσει. Ίσως για όλη αυτήν την γκρίνια φταίει τότε που δεν ήξερα ότι πήγαινα σε θεματικό πάρτυ γεμάτο ζόμπι και εγώ εντελώς όμορφη περιφερόμουν με στολή “λεκάνη με άπλυτα”.

Φέτος όμως, αυτοεξορισμένη σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, φίλοι ζωσμένοι με σερπαντίνες αποφάσισαν ότι η περασμένη Κυριακή ανήκε στο Μεταξουργείο. Φούσκωσαν το σάκο μου με πολύχρωμες κορδέλες, μου φόρεσαν γυαλιά που κρέμονταν αστέρια και παρκάραμε σαν από θαύμα πανεύκολα.

Εκείνο το μεσημέρι, μετάνιωσα για όλα εκείνα τα Διονυσιακά καρναβάλια που πήγαν χαμένα, που δεν χορεύτηκαν και δεν τραγουδήθηκαν μαζί με ανθρώπους που ντύνονται τη γιορτή και την κάνουν εξέγερση με το κέφι τους. Αυτοσχέδιες στολές για μικρούς και μεγάλους που χορεύουν στον ρυθμό τυμπάνων που ο ήχος τους μοιάζει με τελετουργία. Φθηνό κρασί σε υπερχαρούμενα χέρια, πολιτικό σχόλιο σε στάμπες και σημαίες.

Το καρναβάλι στο Μεταξουργείο κάηκε στη φωτιά γύρω από ένα γαϊτανάκι, ίδρωνε μπύρα και μύριζε επανάσταση. Μύριζε ανθρώπους χωρίς φόβο, με δυνατά γέλια και γονείς που χοροπηδάνε στους ώμους τους πιτσιρίκια ντυμένα αρκούδες και πιγκουίνους. Λουλούδια στα κεφάλια και φτερωτές καρδιές για όσους αντιμετωπίζουν τις μέρες αυτές σαν ευκαιρία να γίνουν σκανταλιάρηδες καλικάντζαροι και όχι σέξι κουνελάκια και μπατσίνες που πηγαινοφέρνουν λάγνα το κλομπ τους.

Το βράδυ της Κυριακής μας βρήκε λαχανιασμένους και κουρασμένους, να σέρνουμε σερπαντίνες σε εκρήξεις γέλιου. Μοιάζαμε απόλυτα υγιείς, εντελώς καυλωμένοι και με την επανάσταση να βιώνεται σαν καθημερινή πράξη και όχι σαν σε πυροτέχνημα.  

Και του χρόνου!