Ωραία τα βολέψαμε και φέτος. Ο Κουαρόν συνέχισε την παράδοση των Μεξικανών που τα τελευταία χρόνια βλέπουν τα Όσκαρ όπως βλέπουν οι Ισπανοί το Τσάμπιονς Λιγκ. Κι εφόσον το “Ρόμα” του πήρε και το ξενόγλωσσο αγαλματάκι, η Ακαδημία βρήκε χώρο να ονομάσει “καλύτερη ταινία” το δικό της (ακαδημαϊκά δυνατό!) “Πράσινο Βιβλίο” κι όλοι να είναι έτσι ευχαριστημένοι. Όλοι έγραψα; Ε, όχι και όλοι…

Δυο “συνήθεις ύποπτοι” στην απογοήτευση του κόκκινου χαλιού, έμειναν πιστοί στη συνήθειά τους. Η μια είναι η Γκλεν Κλόουζ, που για 7η φορά στη ζωή της έφτασε “τελικό” αλλά έμεινε με τη χαρά. Όμως με την εξαιρετική Κλόουζ δεν θα ασχοληθούμε σήμερα, γιατί (ταπεινή μου γνώμη) δικαίως το έχασε φέτος από μια Ολίβια Κόλμαν ένα κλικ ανώτερη. Ο δεύτερος απογοητευμένος όμως, είναι ο Σπάικ Λι. Κι αυτός έχει κάθε δικαίωμα…

…να λέει (έστω και γελώντας) ότι τον κλέψανε!

Λοιπόν, αν με ρωτάς θα συμφωνήσω με τη γνώμη του αξιαγάπητου Σπάικ. Το “BlacKkKlansman” του, ήταν η ταινία της χρονιάς. Και θα συμφωνήσω όχι “μόνο”, αλλά “και” για κινηματογραφικούς λόγους. Εξηγούμαι.

Κινηματογραφικά: Η διασκεδαστική απόλαυση ενός αστυνομικού θρίλερ.

Μπορεί να μην το βλέπει κανείς απ’ την αρχή, αλλά ο Λι πήρε ένα ρίσκο που σπανίως πετυχαίνει: όταν αποφασίζεις να καταπιαστείς “εύθυμα” με μια δύσκολη, επικίνδυνη, θριλερικών προτύπων ιστορία, περπατάς σε ναρκοπέδιο. Σ’ ένα ναρκοπέδιο γεμάτο κουτιά με “φασουλήδες” που έτσι και τα πατήσεις, η ταινία σου εν ριπή οφθαλμού θα καταλήξει μια γελοία, χοντροκομμένη καρικατούρα. Πρέπει οι ρυθμοί σου να είναι σωστοί, το χιούμορ κατάλληλο, η διαχείριση του σεναρίου προσεκτική, κι ακόμα πιο προσεκτική η καθοδήγηση των ηθοποιών. Πάνω απ’ όλα βέβαια, πρέπει να ‘χει όραμα. Πιο απλά, η ταινία σου πρέπει ταυτόχρονα να προκαλεί τους θεατές να την απολαύσουν αλλά και να τους σφίγγει το στομάχι. Τα πέτυχε όλα αυτά το BlacKkKlansman;

Όσο ζητάς τη γνώμη μου, τα πέτυχε. Ήταν απολαυστική, ξεκούραστη, είχε τρομερή ροή γεμάτη σινεματικές αναφορές, αλλά ταυτόχρονα φρόντιζε να οδηγεί επιδέξια μέσα απ’ τις στροφές και τις παγίδες της καλογραμμένης αστυνομικής πλοκής. Κινηματογραφικά λοιπόν, “από μένα είναι ναι”. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.

Πολιτικά: Μια σημαντική ταινία – (άλλη) μια ψύχραιμη καταγγελία.

Έτσι κι αλλιώς, ο Σπάικ Λι είναι πολλές δεκαετίες τώρα ο πιο “πολιτικός” σκηνοθέτης του λαμπερού Χόλιγουντ. Και το πιο μεγάλο του κατόρθωμα, είναι πως το πολιτικό, το κοινωνικό, το φυλετικό του σχόλιο, το κάνει με τακτ, το κάνει με στιλ, το κάνει όπως πρέπει να γίνεται ένα τέτοιο σχόλιο. Ποτέ εις βάρος της πλοκής, ποτέ καταπλακώνοντας τους χαρακτήρες, πάντα ωστόσο δυνατό και ξεκάθαρο. Οι (καλές) ταινίες του Λι σχηματίζουν μια επίμονη, συνεχή πορεία διαμαρτυρίας. Μια πορεία που, χωρίς να κλείνει τα μάτια στα λάθη των δικών της ανθρώπων, χωρίς να προκαλεί με ακρότητες, σταθερά φωνάζει για το δίκιο ενός κόσμου που ακόμα δεν είναι στ’ αλήθεια “ίσος”. Η φετινή ταινία του λοιπόν, πήρε τη ντουντούκα και συνέχισε έξοχα, ψύχραιμα, με τον ίδιο σπουδαίο τρόπο.

Αρπάζεται από μια απίθανη αληθινή ιστορία (ο έγχρωμος αστυνομικός του ’70 που “μπαίνει”… στην Κου-Κλουξ-Κλαν!), για να διαλαλήσει ξανά αυτό που χρόνια τώρα διαλαλεί: “οι μαύρες ζωές αξίζουν”. Και φυσικά, πίσω απ’ τις “μαύρες ζωές” ο Λι δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία πως εννοεί “όλες οι ζωές”. Και συνεχίζει μ’ αυτό τον τρόπο να κερδίζει φίλους (αντί να δημιουργεί εχθρούς), εκτοξεύοντας βέλη προς το μόνιμο, μεγάλο αντίπαλό του: το ρατσισμό. Ένα ρατσισμό που συνεχίζει το 2019 να στέκεται όρθιος, που παραμένει επικίνδυνος ακόμη κι αν οι υποστηρικτές του δεν φοράνε (;) σήμερα λευκές κουκούλες. Κι ίσως γι’ αυτό να είναι ακόμα πιο επικίνδυνος!

Όμως τα βέλη του σκηνοθέτη δεν σταματούν στο μεγάλο στόχο. Χτυπούν και τα παράγωγά του. Ο Λι έχει τη διορατικότητα…

…να καταδικάσει με τον πιο αβίαστο τρόπο το “μπάτσοι – γουρούνια”, όχι του χθες, αλλά του σήμερα.

Έχει την ψυχραιμία να δει “καλούς και κακούς μπάτσους”, όπως βλέπει κανείς καλούς και κακούς δικηγόρους, καθηγητές, ταξιτζήδες κι εργολάβους. Να δει τον άνθρωπο πίσω απ’ το επάγγελμα, να δει (και) καθαρά όργανα μέσα σ’ ένα βρόμικο σώμα με πολύ βρόμικο κεφάλι. Και το κάνει αυτό σε μια εποχή που οι μαύροι της Αμερικής ξαναέχουν κάθε λόγο να φωνάζουν τον αστυνομικό “γουρούνι”. Γιατί ξαναέχουν το θλιβερό προνόμιο να κινδυνεύουν απ’ αυτόν.

Ωστόσο αυτός ο τύπος, αυτή η ταινία, ΔΕΝ πήρε παρά μονάχα βραβείο “διασκευασμένου σεναρίου”. Στα Όσκαρ που τα τελευταία χρόνια δείχνουν τρομερή ευαισθησία σε αντίστοιχες θεματικές, στα Όσκαρ που κάθε χρόνο διορθώνουν λάθη του προηγούμενου, ένα λάθος δεν το διορθώνει κανείς. Ο μόνος (ίσως) σκηνοθέτης που είναι ταυτόχρονα τόσο πολιτικά σοφός και τόσο κινηματογραφικά απολαυστικός, ο τύπος που σταθερά παντρεύει απολαυστικά το σινεφίλ με το μέινστριμ, ο Σπάικ Λι συνεχίζει να είναι “χωρίς (μεγάλο) αγαλματάκι”. Και φέτος θα ‘πρεπε μάλλον να μην είναι…

Y.Γ. Το πιο μεγάλο μου χειροκρότημα, στο μόνο τύπο που έχει κάθε δικαίωμα να ‘ναι περήφανος για την κάρτα μέλους “Κου-Κλουξ-Κλαν” που διαθέτει. (Πραγματικέ) Ρον Στάλγουορθ, είσαι τεράστιος λεβέντης!