Διαβάζεις: “Υποψήφια για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας“. Ψαρώνεις. Βλέπεις: “Βραβείο Κριτικής Επιτροπής και Οικουμενικό Βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών“. Ψαρώνεις ακόμα περισσότερο, διάολε… Ε, και όπως είναι και το λογικό τρέχεις στον πρώτο κινηματογράφο που θα πετύχεις στο διάβα σου, παραγγέλνεις ποπκόρνια, νάτσος και τα σχετικά και κάθεσαι και την βλέπεις. 

Κάπως έτσι, που λες, ψάρωσα κι εγώ, γι’ αυτό και πήγα προχτές στον κινηματογράφο ΑΤΛΑΝΤΙΣ στην αβαν πρεμιέρ της ταινίας που κυκλοφορεί από σήμερα (14/2) στους κινηματογράφους. Παρόλο που τα σχόλια των κριτικών στη χώρα μας δεν ήταν και τόσο καλά (γιατί ρε παίδες;;;). Λοιπόν εγώ θα σας πω τη δική μου γνώμη. Το “Καπερναούμ” όχι μόνο δεν με απογοήτευσε κυρίες και κύριοι, Προβοκατόρισσες και Προβοκάτορες, αλλά ΜΠΕΣΑ ΤΩΡΑ με καθήλωσε, με βούρκωσε Σ’ ΟΛΑ τα 121 λεπτά που διήρκεσε!

Μιλάμε, ουσιαστικά, για μια ταινία που μέσα στο σενάριό της και την σκηνοθεσία της δεν θα βρεις κουραστικούς μελοδραματισμούς και αχρείαστα κλισέ. Μια ταινία που ακόμα και διάσημοι τύποι και τύπισσες, όπως είναι η Όπρα η Γουίνφρεϊ, ο Πέδρο ο Αλμοντοβάρ και η Γκλεν η Γλόουζ το αποθέωσαν στα social media τους, και όχι άδικα εδώ που τα λέμε. 

Όμως ασ’ τους αυτούς, μπορεί και να μην ξέρουν. Για να καταλάβεις, ωστόσο, στη Γαλλία που είναι γνωστό ότι αποτελεί την πιο κινηματογραφική χώρα της Ευρώπης και ίσως του κόσμου, στη Γαλλία που κάθε χρόνο βγαίνουν εκατοντάδες ταινίες, οι χιλιάδες των χιλιάδων θεατών διάλεξαν το “Καπερναούμ” σαν την καλύτερη ταινία της χρονιάς. Ούτε αυτοί ξέρουν; 

Και να σου εκμυστηρευτώ και τη δική μου εμπειρία; Και στη δική μου την αίθουσα μπορεί κανείς να μην μας ρώτησε “ποια βάζουμε καλύτερη ταινία της χρονιάς”, αλλά με το που τελείωσε η “Καπερναούμ” μια ολόκληρη αίθουσα ήθελε χαρτομάντηλα για να σκουπίσει τα δάκρυά της. 

Η ιστορία διαπραγματεύεται την σκληρή καθημερινότητα ενός μπομπιράκου πρόσφυγα απ’ τη Συρία που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στον “λαβωμένο” Λίβανο. Ο 12χρονος Ζάιν όμως δεν αφήνει τη ζωή στη μοίρα της και παίρνει σβάρνα τα δικαστήρια, θέλοντας να κάνει τη δική του επανάσταση και να μηνύσει τους ίδιους τους γονείς του! Τρελό, θα μας πεις. Όχι και τόσο, θα σου πούμε εμείς, αφού το επιχείρημα του είναι μια δυνατή γροθιά στο στομάχι μας. «Με έφεραν στον κόσμο. Φοβάμαι. Ζω σε άθλιες συνθήκες και δεν μου παρέχουν ελάχιστη φροντίδα, βοήθεια και προστασία. Τι άλλο μπορώ να κάνω;». Ε, τον λες και λίγο πιο ώριμο απ’ την ηλικία του τον Ζάιν, έτσι δεν είναι; Μπράβο καμάρι μας!

Επίσης, άλλη μια νίκη για το “Καπερναούμ” είναι που προσπάθησε να μας δείξει (και μας το έδειξε αριστοτεχνικά!) ότι δεν υπάρχουν σύνορα. Γιατί να υπάρχει τόσο ρατσισμός; Γιατί τέτοια ξενοφοβία; Δεν είναι άρρωστος αυτός ο παραλογισμός πίσω από την έννοια των συνόρων; Και στην τελική γιατί να υπάρχουν παραμελημένα παιδιά στ’ όνομα μιας σημαίας; Μιας πατρίδας; Όλα αυτά τα ερωτήματα (και όχι μόνο) θα στ’ απαντήσει η ταινία και θα σου λέγαμε κι άλλα, ωστόσο δεν είμαστε τίποτα σποϊλεράδες εμείς. Βασικά σποϊλεράδες είμαστε, απλά δεν θέλουμε να σου καταστρέψουμε το συγκεκριμένο αριστούργημα.

Οπότε, από μένα είναι “ναι” (που λένε και στην τηλεόραση τώρα τελευταία). Ναι γιατί έχει ψυχή και σε φέρνει απέναντι στις ευθύνες σου. Ναι γιατί σου δείχνει ζωντανά τι τραβάνε τα παιδιά σ’ ένα μέρος του ίδιου κόσμου στον οποίο ζεις κι εσύ. Ναι γιατί μας έβαλε στη θέση μας, μ’ επιχειρήματα που ξεπερνούν τον κινηματογράφο. Ναι γιατί η αλήθεια πονάει, αλλά η αλήθεια πρέπει και αξίζει να βλέπεται.

Kαι όσο για τις κριτικές, αναλογήσου αυτό. Υπάρχουν ταινίες που ξέρουμε σήμερα ως “θρυλικές”, οι οποίες αντίκρισαν εξαιρετικά εχθρικές κριτικές όταν έκαναν τα πρώτα τους βήματα στο πανί. “Κακογραμμένο, σκέτη βαρεμάρα” έχει γράψει ο Άρθουρ Σλέσιντζερ για το “Όσα παίρνει ο άνεμος” (!), “…θυμίζει κάτι ανάμεσα σε διαφημιστικό της Nike και ψευτοκουλτουριάρικης πολωνικής ταινίας” γράφει ο Ντέιβιντ Άνσεν για το Seven (!!), ενώ ο Βίνσεντ Κάντι των Τάιμς μιλάει για “…διαλόγους ταινίας που ακούγονται σαν λεζάντες καρτούν” κι αναφέρεται στον 2ο “Νονό” (βάλε όσα θαυμαστικά γουστάρεις).

Στο φινάλε, λοιπόν, γνώμη μου: Αν μια ταινία είναι βραβευμένη, αυτό συνέβη για κάποιο λόγο. Και το “Καπερναούμ” είχε πολύ καλούς λόγους. Και τους κριτικούς ασ’ τους να λένε…