Αν υπάρχουν δύο ταινίες που τις έχει στ’ αλήθεια δοξάσει τούτο δω το σάιτ, αυτές είναι τα “Φτηνά Τσιγάρα” και το “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες”. Το πρώτο γιατί είναι τόσο παρανοϊκά ρομαντικό, το δεύτερο γιατί είναι τόσο μα τόσο υπέροχα καλτ, και τα δύο επειδή περιγράφουν τόσο σπαρταριστά μα ντόμπρα την Ελλάδα. Αν ωστόσο πιστεύεις, όπως πίστευα, πως το “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες” είναι στ’ αλήθεια τόσο πολύ καλτ, τότε επίτρεψέ μου αδελφέ να σε πληροφορήσω πως, ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΔΕΙ ΤΙΠΟΤΑ.

Διαβάζω που λες, πως το φιλμ του Σταύρου Τσιώλη που μας “γνώρισε” το “ιστορικό συνέδριο της Βόλβης“, τον “ορισμό του πέναλτι” και την Κλυταιμνήστρα (ου ου!), ήταν το δεύτερο μέρος της τριλογίας που ολοκληρώθηκε με το “Γυναίκες που Περάσατε από Δώ“. Μοιραία λοιπόν, σκέφτηκα: “Το τρίτο μέρος θα το δούμε, το δεύτερο το είδαμε, το πρώτο όμως; Κάπου πρέπει να ‘ναι και να με περιμένει”. Και ήταν. Και με περίμενε.

Το στόρι είναι λιγουλάκι παράξενο. Δυο αγιογράφοι και αστρονόμοι (-λόγοι;) πάνε και στήνουν ένα αντίσκηνο έξω από μια εκκλησία, σ’ ένα χωριό της Πελοποννήσου. Στο χωριό τούς περιμένουν σαν Μεσσίες, άγνωστο γιατί. Υποτίθεται ότι έχουν δουλειά στην εκκλησία, μα εκείνοι περισσότερο τρώνε, πίνουν, κατεβάζουν μπούρδες θεωρίες για τη ζωή και για τον κόσμο και κατασκοπεύουν με το τηλεσκόπιο τις γυναίκες του χωριού. Ε, κάπου ανάμεσα, κάνουν και μερικά παζάρια, πουλάνε, αγοράζουν, εξαπατούν… Ωραία πράματα!

Ο Μπακιρτζής (ο Αργύρης ντε, που κολυμπάει το χειμώνα), εδώ δεν είναι τριτοτέταρτος. Εδώ δίνει ρέστα! Βοηθός του πρώτου αγιογράφου, μα στην πραγματικότητα ο αληθινός πρωταγωνιστής. Σε πουλάει, σ’ αγοράζει, μπαίνει κάθε τόσο σε “παιχνίδια λογικής” και εμπορικά τρικ και πάντα καταφέρνει να τη φέρει στον απέναντι.

 

Αλλά κι ο Δημήτρης Βλάχος, ο “δάσκαλος” του ντουέτου, είναι απολαυστικός στην “άτεχνη” ερμηνεία του. Χαρακτήρας βγαλμένος κατευθείαν απ’ το Γαλατικό Χωριό του Αστερίξ (δεν είναι μόνο το μουστάκι), μιλάει λίγο αλλά άμα μιλάει… μιλάει!

Κι ύστερα αρχίζουν να σκάνε μύτη οι πιο καλτ φιγούρες της ελληνικής υπαίθρου: ψάλτες-κυνηγοί, τσομπάνηδες, κοινοτικές επιτροπές, η ανάμνηση μια γυναίκας στην εκκλησία, το φάντασμα μιας γριάς(;;;)… Αλαλούμ κανονικό, αλλά οι δύο πρωταγωνιστές ατάραχοι. Ο,τι κι αν γίνεται, αυτοί είναι εδώ για να φιλοσοφήσουν, να μεγαλουργήσουν καλλιτεχνικά, να γνωρίσουνε καμιά γυναίκα, ε κι άμα λάχει να βγάλουν και κάνα ψιλό με δημοπρασίες και παζάρια…

Ο σκηνοθετικός ρυθμός της ταινίας, ακολουθεί πλήρως τη στάση ζωής των δύο πρωταγωνιστών (και τη στάση “κινηματογράφησης” που ξέρουμε πια πως τόσο αυθεντικά εκφράζει ο Τσιώλης και στο “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες” του). Δηλαδή, αργή ταχύτητα και σχεδόν ανύπαρκτος ρυθμός, οι ατάκες πέφτουν όπως θέλουν, όποτε θέλουν (άμα θέλουν!) και τελικά αυτό που βλέπεις είναι ΠΛΗΡΩΣ, ΕΝΤΕΛΩΣ κι ΑΠΟΛΥΤΑ ρεαλιστικό, αφού στην πραγματικότητα δεν διαφέρει καθόλου απ’ τις συζητήσεις που πιθανότατα ακούς τα καλοκαίρια στο καφενείο του χωριού σου. Χωρίς στιλιζάρισμα. Καθόλου!

Οπότε, για να επιστρέψουμε εκεί που ξεκινήσαμε, αν το “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες” είναι καλτ, τότε το άτυπο πρίκουέλ του, είναι Ο,ΤΙ ΠΙΟ ΚΑΛΤ μίλησε ποτέ ελληνικά. Όχι επιτηδευμένα όπως οι ταινίες των ’80ς. Αγνά και φυσικά, όπως τα πανηγύρια της ελληνικής επαρχίας. Μπουκάρει στο μυαλό σου και παίρνει την κορόνα της καλτίλας αλλά δεν τη φοράει. Τη βγάζει στο κλαρί και τελικά πετυχαίνει να την ανταλλάξει για ένα πικ-απ κι έναν ραδιοπομπό, με δυο περιπλανώμενους τσιγγάνους. Κι ενώ εκείνοι γκρινιάζουνε που “τι να την κάνουμε την κορόνα στις μέρες μας, εμείς μετρητό θέλαμε. Ας όψεται…“, το φιλμ τρίβει τα χέρια του που πέτυχε ακόμα ένα ωραίο ντιλ.

 

Κι έπειτα πάει να φάει ντομάτες με φέτα, και να πάρει μάτι τη γειτόνισσα που απλώνει τα ρούχα στην αυλή. Πάντα πλάι στην εκκλησία, και με τη βοήθεια του Θεού! (Και την ελπίδα πως, δεν θα πέσει φωτιά να κάψει το φιλμ, με τέτοιους θεομπαίχτες που υπάρχουν εκεί μέσα…).

Υ.Γ. Μαζί με τον Τσιώλη τη σκηνοθεσία υπογράφει κι ο Χρήστος Βακαλόπουλος.