Έχω σπάσει το κεφάλι μου μα δεν μπορώ να θυμηθώ, πού άκουσα πρώτη φορά να λένε για τον “Γέρο και τη Θάλασσα”. Το πιο πιθανό είναι να τον πήρε τ’ αυτί μου απ’ την τηλεόραση. Μπορεί να μας τον είπανε και στο σχολείο, όμως πολύ αμφιβάλλω. Σπάνια σου μιλούσαν τότε στο σχολείο για καλά βιβλία (σήμερα δεν ξέρω πια τι γίνεται).

Μια μέρα ωστόσο, ήρθαν ο γέρος κι όλη του η θάλασσα, ουρανοκατέβατοι στο σπίτι. Δώρο της θείας. Κι όπως ήρθε, βρήκε τη θέση του στη βιβλιοθήκη κι έμεινε να σκονίζεται. “Και δηλαδή, πόσο ενδιαφέρον να ‘χει πια ένας γέρος στη θάλασσα;” έλεγα μέσα μου. Μέχρι που πάτησα τα 20, και μπήκα σ’ εκείνη την παράξενη φάση που θες να διαβάσεις όλα αυτά που “πρέπει να ‘χεις διαβάσει”. Κλασική λογοτεχνία σαν να λέμε, οπότε: Ο Χέμινγουεϊ ωραίος τύπος, με το Νόμπελ του, τα μοχιτάκια του, την Κούβα του και την αυτοκτονία του. Τι έχει γράψει λοιπόν αυτός; Ωπ! Το είδα και μικρούτσικο το βιβλίο, τ’ αποφάσισα.

 Ήτανε γέρος και ψάρευε μονάχος, με μια ψαρόβαρκα στο Γκολφ Στρημ και είχε ογδόντα τέσσερις μέρες τώρα να πιάσει ψάρι.

Μετά από τρεις, τέσσερις σελίδες, μπορούσα πια να καταλάβω αυτό που λέγανε γι’ αυτόν, τον Χέμινγουεϊ. Ότι το γράψιμό του δηλαδή, είχε την αψάδα της θάλασσας. Μια άγρια μα περιεκτική απλότητα. Κι ο ήρωάς του ήταν αυτό που δήλωνε και τίποτα παραπάνω. Ένας γέρος, κακόμοιρος ψαράς. “Μα κάτσε” σκέφτηκα. “Κάτσε να πάμε και πιο κάτω, μπορεί να σκάσουν μύτη τίποτα πειρατές ή τίποτα γιγάντια καλαμάρια. Κάτσε να δούμε…”.

Μια ώρα μετά, οι σελίδες γυρνούσαν και δεν εμφανίστηκαν ούτε πειρατές, ούτε τέρατα φανταστικά και μπούρδες. Ο γέρος ψάρευε τον μεγάλο, δυνατό ξηφία, κι αυτό το ψάρεμα κουβαλούσε όση αλήθεια μπορεί να κουβαλήσει ένα μάτσο από σελίδες. Το αθώο πλάσμα τα ‘δινε όλα για να ζήσει, ο γέρος έπαιζε τα ρέστα του να το σκοτώσει, όμως αυτή η μάχη τους δεν είχε τίποτα που να θυμίζει θηρευτή και θήραμα. Ήταν ένας αγώνας γεμάτος σεβασμό, ανάμεσα σε δυο αντιπάλους που αν μπορούσανε θα το ‘ληγαν το ματς ισοπαλία. Όμως η ζωή είναι σαν το μπέιζμπολ, δεν έχει ισοπαλίες. Κι ο Χέμινγουεϊ το ξέρει αυτό πολύ καλά.

Ένιωσε τότε λύπηση για το μεγάλο ψάρι, εκεί κάτω, που δεν είχε τίποτα να φάει. Η απόφασή του ωστόσο να το σκοτώσει, στιγμή δεν άλλαξε μ’ όλη του τη λύπη γι’ αυτό. “Πόσους ανθρώπους θα θρέψει;” συλλογίστηκε. “Τους αξίζει όμως να το φάνε;(…)”.

Μα πάνω απ’ όλα η ζωή, όπως κι η θάλασσα, δεν έχει κανόνες. Ο τίμιος αγώνας τέλειωσε, όμως ο γέρος δεν πρόλαβε να τη χαρεί τη νίκη του. Ήρθαν οι καρχαρίες. Κι ένας αγώνας ξεκινάει, χειρότερος από πριν, μ’ έναν αντίπαλο πιο δυνατό, ξεκούραστο, που έρχεται ν’ αρπάξει αυτό που ο γέρος κέρδισε με τον ιδρώτα του. “Πόσο ν’ αντέξει” σκέφτεσαι, “ένα ηλικιωμένο σώμα;”. Μα πάνω απ’ όλα, πόσο ν’ αντέξει μια ηλικιωμένη, κουρασμένη θέληση, μπροστά στα νέα βάσανα; Θ’ αντέξει, γιατί μονάχα αυτό μπορεί να κάνει.

Σε μια νουβέλα – παραβολή 100 σελίδων λοιπόν, ο Χέμινγουεϊ έκλεισε όλη τη ζόρικη, την καθημερινή, παλικαρίσια μάχη του ανθρώπου κόντρα στην ίδια τη ζωή. Άμα κερδίσεις, ξεκουράσου με χαμόγελο – κι αύριο άλλη μάχη θα δώσεις. Κι άμα χάσεις, κοιμήσου κι αύριο πάλι ξεκινάς απ’ την αρχή. Κι ωστόσο, μέσα σ’ αυτό το τραχύ, το τόσο πραγματιστικό βιβλίο του, ο συγγραφέας δεν θέλησε ν’ αφήσει απ’ έξω λίγο όνειρο. Γιατί αν δεν ονειρευτείς το βράδυ, πώς το πρωί να ξαναρχίσεις; 

-Μα ο άνθρωπος δεν είναι γεννημένος να το βάζει κάτω, είπε. Μπορεί ν’ αφανιστεί, μα να νικηθεί δε γίνεται. (…) Ο γέρος, στον ύπνο του, ονειρευόταν τα λιοντάρια.

Τελειώνοντας το “Γέρο και τη Θάλασσα”, νιώθεις μιαν απέραντη όρεξη ν’ αναμετρηθείς με τον κόσμο. Κι ας ξέρεις πως πιο πιθανό είναι να χάσεις. Ή ίσως, ακριβώς γι’ αυτό…

Αν θες να διαβάσεις κι εσύ τον Γέρο και τη Θάλασσα, τσέκαρε εδώ.