Αδυνατώ να καταλάβω γιατί τα λογοπαίγνια στην Ελλάδα έχουν περισσότερους χέητερς και από τον μέσο Έλληνα Υoutuber. Προσωπικά, ένα καλό λογοπαίγνιο μπορεί να μου φτιάξει τη μέρα-διάθεση. Και ειδικά αν αυτό είναι δικό μου (και όχι ψυρισμένο από άλλον), τότε συν τοις άλλοις νιώθω και μια ιδιαίτερη περηφάνια να με διακατέχει. 

Ωστόσο, υπάρχουν και τα λογοπαίγνια στις ταμπέλες φαγάδικων που τα μισώ. Τα σιχαίνομαι. Καλά κάνουν και έχουν χέητερς. Δεν θέλω να τα βλέπω, δεν γουστάρω να παραγγέλνω από ‘κει και δεν νομίζω ότι είμαι μόνος μου σ’ αυτόν εδώ τον μάταιο κόσμο.
 
Γίνονται με το ζόρι
Κάποτε ξενέρωνα, όταν έβλεπα σουβλατζίδικα με ‘εύκολες’ ονομασίες, όπως για παράδειγμα “τα τρία αδέλφια“, “τα πέντε φι“, ψητοπωλείο ο Γιώργος“, “ο Μπάμπης” και “ο Σπύρος“. Τα θεωρούσα απλά ονόματα και έλεγα από μέσα μου «δεν γίνεται ρε γαμώτο να ανοίγεις ένα μαγαζί ρε πούστη μου και να του δίνεις κατευθείαν τ’ όνομά σου, χωρίς να βάζεις λίγο έμπνευση μέσα!» Μέχρι που έγινε trend το λογοπαίγνιο. Και με τον καιρό πήρα πίσω όλα τα λεγόμενά μου.
 

Η φάση ‘παίζω’ με τις λέξεις “γύρο” και “ψητοπωλείο” έχει κουράσει. Χωρίς να θέλω σε καμιά περίπτωση να diss-άρω κάποιο κατάστημα. Αλλά “Γυροβολιές“, “Γύρο γύρο όλοι“, “Γυρονοστιμιές“, “Γύρο-League” και όλα τα παράγωγά τους… δεν έχουν πλάκα πια. Βαρεθήκαμε. Κανείς δεν θα πει «ω ρε φίλε, τι σκέφτηκαν οι μπαγάσες, ας φάμε απ’ αυτούς» και κανείς δεν πρόκειται να χαμογελάσει ούτε από ευγένεια.

Παρένθεση: το ίδιο ισχύει και για τις ψαροταβέρνες, οι οποίες σιγά σιγά προσπαθούν να μιμηθούν τα ψητοπωλεία. Έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια ψαροταβέρνα να λέγεται “Σαρδ-Έλα“. Και δεν σου κάνω πλάκα φίλτατε…

Δεν λέω, μπορεί πριν από καμιά δεκαετία που έσκασαν αρκετά λογοπαίγνια σε φαγάδικα να ‘χαν λίγο χαβαλέ, όμως σήμερα είναι πιο κουραστικά και από σπριντ του Φορτούνη στο 88’.
 

Τι σας φταίνε οι φούρνοι ρε;

Νομίζω ότι μπορείς να πάρεις άδεια λειτουργίας για αρτοποίειο, χωρίς απαραίτητα να πρέπει να καταθέσεις για brand name κάποιου είδους λογοπαίγνιο με την λέξη “άρτου-ζύμη“, “άρτο-ποιήματα“, “άρτου-σκέψεις“. Έτσι δεν είναι;
 
Και ξαναρωτάω. Τι σας έφταιξαν οι φούρνοι ρε Σεφερλήδες; Ε; Τι; Εγώ θέλω το πρωί που ξυπνάω, να πηγαίνω ήσυχος να πάρω το κουλουράκι μου και να μην είμαι αναγκασμένος να σκέφτομαι από πού μπορεί να πήρε το όνομα το μαγαζί σου. Ή ακόμα χειρότερα ΝΑ ΓΕΛΑΣΩ με το μαγαζί σου. Σου ακούγομαι τρελός; Ναι είμαι. 
 

 

Προτιμώ να μου γράψεις στην ταμπέλα “δεν βρήκα τι λεζάντα να βάλω αδελφέ” ή κάτι τέτοιο, παρά να μετατρέψεις τον τίμιο φούρνο σου (που πηγαίνει από γενιά και έχει θρέψει οικογένειες) σε Δελφινάριο (δεύτερη κακία για τον Μάρκουλη μέσα σε μισή παράγραφο, προχωράμε…).
 
Φαντάσου τώρα η φάση να ξεφύγει και να αρχίσουν και τα νοσοκομεία ή τα γραφεία τελετών να κάνουν πλάκα με τα ονόματά τους και να βλέπουμε ταμπέλες του τύπου “Γραφείο Τελετά-μπις” ή “Στον 7ο ουρανό όλοι αδέλφια” κλπ κλπ. ΟΧΙ. ΟΧΙ. ΟΧΙ. Σε καμία των περιπτώσεων δεν θέλω να βάζω ιδέες. Ίσα ίσα δηλαδή, που προσπαθώ να σου επισημάνω τις επιπτώσεις που θα ‘χει μια τέτοια εξέλιξη.
 
Ζούσαμε και χωρίς αυτά. Και μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτά. Και στο λέει ένας αληθινός λάτρης των λογοπαιγνίων, που όποια λέξη και να του δώσεις θα προσπαθήσει να σκεφτεί το πιο γρήγορο και άμεσο λογοπαίγνιο για να σου πει. 
 
Αλλά όταν κάτι επαναλαμβάνεται και το κάνουν-λένε όλοι, τότε σταματάει να ‘ναι αστείο.
 
Κλείνοντας, εμείς δηλώνουμε παρών και ξεκινάμε σιγά σιγά να μαζεύουμε υπογραφές. Όχι για να κλείσουν (όσα έχουν τέλος πάντων λογοπαίγνιο), αλλά για να σταματήσουν να ξεπετάγονται κι άλλα. Ήδη είναι πολλά, ήδη πονάνε τα ματάκια μας.
 
Γνώμη. Μου.