*Την πιο σκοτεινή ώρα, κάποιοι την τρέμουν. Κάποιοι την αποφεύγουν. Κάποιος, τη φώτισε!

Ο Γκάρι Όλντμαν είναι πιθανότατα ο πιο αδικημένος ηθοποιός στη Μεγάλη Βρετανία. Κι αυτό δεν το λέω απλώς βασισμένος στις μεγάλες ερμηνείες που έχει προσφέρει ως τώρα, αλλά και στην παρατήρηση που προκύπτει απ’ αυτές: Οι ήρωές του είναι προϊόντα σκληρού method acting, αλλά ταυτόχρονα έχουν ψυχή. Έχουν σπίθα. Είναι σαν να βλέπεις μαζί τον Πατσίνο και τον Ντάνιελ Ντέι Λούις. Μόνο που οι δύο κολοσσοί που ανέφερα, έχουν (ο καθένας) κάτι που ο παλιόφιλος ο Γκάρι, δεν έχει. Όσκαρ.

Θα μπορούσα να πω “δεν είχε”, αφού για πρώτη φορά στη μεγάλη καριέρα του, φέτος, ο “άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα” είναι φαβορί για το αγαλματάκι. Στην πραγματικότητα βέβαια, τα Όσκαρ γουστάρουν αφάνταστα να γκρεμίζουν τα φαβορί τους. Όμως είναι τόσο απίθανο αυτό που έκανε φέτος ο κάποτε “Σήριος Μπλακ”, που δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα χάσει ξανά το βραβείο του. Γιατί, βλέπεις, πέρα από καταπληκτική ερμηνεία, αυτός ο ρόλος κουβαλάει και μια μεγάλη υπογραφή. Αν χάσει, δεν θα χάσει μονάχα ο ηθοποιός. Θα χάσει και…

…ολόκληρος (πληθωρικός, ξεροκέφαλος, απολαυστικός) Ουίνστον Τσώρτσιλ!

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα, η πιο αυθεντική φιγούρα ολόκληρης της Βρετανίας (μιας χώρας που είχε πάρα πολλές τέτοιες). Ο Τσώρτσιλ ήταν μάλλον ο πιο επιτυχημένος πρωθυπουργός του Βασιλείου, ίσως ο πιο ιδιόμορφος πολιτικός της Αγγλίας, σίγουρα ο πιο μεγάλος της ατακαδόρος. Και στο πρόσωπό του, ο Όλντμαν βρήκε τη χρυσή ευκαιρία να λάμψει αποστομωτικά, σε μια ταινία στην οποία δεν φαίνεται να λάμπει κάτι άλλο γύρω του.

 

Φυσικά, ούτε μαύρα σκοτάδια καλύπτουν την “Πιο Σκοτεινή Ώρα” του Τζο Ράιτ. Ο σκηνοθέτης διάλεξε να απεικονίσει τον δύσκολο μήνα του Βρετανού πρωθυπουργού, πριν τη συμμετοχή της Αγγλίας στον ΄Β Παγκόσμιο πόλεμο. Τον μήνα δηλαδή που προηγήθηκε, εκείνης της ηρωϊκής χρονιάς την οποία τελικά ο ίδιος ο Τσώρτσιλ ονόμασε “Η Πιο Σκοτεινή Ώρα”. Όμως, ο Ράιτ προσπάθησε να το πετύχει αυτό, ξεφεύγοντας απ’ τα κλισέ μιας κλασικής ακαδημαϊκής βιογραφίας. Να φέρει ένα αποτέλεσμα πιο ζωντανό, πιο σπιρτόζικο, πιο χιουμοριστικό, ένα αποτέλεσμα που θα κουμπώνει πάνω στον ιδιόρρυθμο κεντρικό του ήρωα. Δυστυχώς όλα εκτονώθηκαν γρήγορα.

Μια ταινία που χάνει απ’ τον ίδιο την τον ήρωα.

Τα τρικ, η φρεσκάδα, η χιουμοριστική διάθεση στην κάμερα του Ράιτ και στο σενάριο του Άντονι ΜακΚάρτεν, εξαντλούνται πριν τη μέση και παραδίνουν τα ηνία, δυστυχώς, στην κλασική ακαδημαϊκή συνταγή. Μια συνταγή που έχει δουλέψει πολύ καλά στο παρελθόν (βλέπε “Λόρενς της Αραβίας”) όμως αν ξεκινήσεις κάτι με σπιρτάδα και χιούμορ, δυστυχώς η επιστροφή στην ακαδημαϊκή σκηνοθεσία εποχής, φαντάζει επιστροφή στο βολικά ασφαλές.

Παρόλα αυτά, θα μιλούσαμε πολύ διαφορετικά γι’ αυτό το φιλμ, αν δεν κρατούσε στα χέρια του ένα τόσο δυνατό χαρτί. Ένα χαρτί ωστόσο, που στην προκειμένη περίπτωση δεν λειτουργεί σαν Άσσος στο χέρι μιας συμπαθητικής, αλλά όχι δυνατής ταινίας. Παρά το ενδιαφέρον της πλοκής (η οποία, με άψογα αντανακλαστικά έρχεται να μιλήσει σε θεατές που έχουν ακόμα φρέσκια τη “Δουνκέρκη” του Νόλαν), το Λονδίνο κι ο ΄Β Παγκόσμιος δεν μοιάζουν αρκετά για να έρθουν σε ισορροπία με τον Πρωθυπουργό που εξουσιάζει τα πάντα. Κάθε πλάνο και κάθε διάλογο. Και μ’ αυτό τον τρόπο…

…Ο Όλντμαν μπαίνει στο πάνθεον των μεγάλων ερμηνευτών της πολιτικής!

Ως άλλος Τσώρτσιλ, ο ηθοποιός μπουκάρει με το έτσι θέλω, με πούρο και το ουίσκι του, σ’ ένα κλειστό κλαμπ που ‘ναι γεμάτο ιδιαίτερους ανθρώπους και πολύ ταλέντο. Πάει δηλαδή και κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τη Μάργκαρετ Θάτσερ της Μέριλ Στριπ, τον Αβραάμ Λίνκολν του Ντέι Λούις, τον Γκάντι του Μπεν Κίνγκσλεϊ. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά απαιτεί σχεδόν, να του δώσουν και την προεδρική θέση, σ’ ένα τραπέζι γεμάτο προέδρους! Το απαιτεί, μα το αξίζει κιόλας.

Πλάι του; Η Κρίστιν Σκοτ Τόμας, ζωντανή απόδειξη του κλισέ για τη “σπουδαία γυναίκα πίσω από κάθε μεγάλο άντρα”. Αφήνοντας τον Όλντμαν να λάμπει, μένοντας στα παρασκήνια με αφάνταστη διακριτικότητα, η (ταυτόχρονα διακριτική και δεσπόζουσα) Τόμας, κατάφερε να κερδίσει εντυπώσεις και χειροκρότημα. Κατάφερε να φανεί, κι αδίκως (αν θες τη γνώμη μου) δεν βρίσκεται στις υποψηφιότητες του ΄Β γυναικείου. Γιατί αυτό που (δεν) έκανε, δεν ήταν διόλου εύκολο.