Μια αποφασισμένη μάνα, ένας αστυνομικός – καθόλου μπάτσος, ένας ψυχοπαθής και τρεις μεγάλες κόκκινες ταμπέλες. Πόσο θυμό χωράει μια αμερικάνικη επαρχία;

Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα είναι ωραίος τύπος. Λονδρέζος αλλά Ιρλανδός, γκρίζοι κρόταφοι απ’ τα μικράτα του, θεατρικός συγγραφέας (“Πουπουλένιος”) που κάθε τόσο πετάει κι από μια ταινία, έτσι για το αλατοπίπερο. Τέσσερις φορές έβαλε ως τώρα αλατοπίπερο στο σινεμά μας, ο Μάρτιν. Την πρώτη, μικρή δόση – τεράστια επιτυχία (“Six Shooter“, Όσκαρ Μικρού Μήκους). Τη δεύτερη, μεγάλη δόση – σπαρταριστή επιτυχία (“Αποστολή στη Μπριζ“). Την τρίτη το φαΐ βγήκε λιγάκι άνοστο παρά την ψυχοπάθεια (“Eπτά Ψυχοπαθείς“), μα ήρθε η τέταρτη και τον πηγαίνει φέτος ως τα (μεγάλα) Όσκαρ.

Τέλος πάντων, το χέρι μου στη φωτιά δεν το βάζω γι’ αυτό το τελευταίο, αλλά το φιλμ του ΜακΝτόνα έρχεται οπλισμένο με χιούμορ, έξοχη ανάλυση χαρακτήρων και… Χρυσές Σφαίρες. Όχι μία, όχι δύο, τέσσερις παρακαλώ. Και τι τέσσερις; Καλύτερη ταινία, σενάριο, πρωταγωνίστρια και ‘β αντρικός. Ήρθε, είδε, νίκησε. Κι αυτό μοιάζει παράξενο, για ένα φιλμ που…

…μέσα στην πλοκή του κανείς δεν φαίνεται να κερδίζει.

Η Μίλντρεντ (Φράνσις ΜακΝτόρμαντ) νοικιάζει τρεις μεγάλες πινακίδες στο δρόμο για την κωμόπολη του Έμπινγκ, στο Μιζούρι. Κι επάνω τους γράφει με μεγάλα μαύρα γράμματα σε κόκκινο φόντο, τρεις φράσεις για την ανικανότητα της αστυνομίας του Έμπινγκ, και κυρίως του διοικητή Γουίλομπι (Γούντι Χάρελσον). Τραβηγμένο; Ίσως, αλλά όταν κάποιος (που παραμένει άγνωστος κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα) έχει βιάσει και σκοτώσει την κόρη σου, τίποτα πια δεν είναι τραβηγμένο.

Ο Γουίλομπι ωστόσο, είναι καλός αστυνομικός και καλός άνθρωπος. Κι όλο το Έμπινγκ (που συμπονά το δράμα της Μίλντρεντ) αυτή τη φορά θα σταθεί μαζί του. Δυστυχώς βέβαια, όταν λέω όλο το Έμπινγκ, εννοώ κι ο Ντίξον: ο ψυχοπαθής μαμάκιας προστατευόμενος του διοικητή. Κι ο Τσάρλι: ο πρώην άντρας της Μίλντρεντ που τώρα τα ‘χει με μια 19χρονη “χαζούλα”. Μην τα πολυλογώ, οι πινακίδες της Μίλντρεντ έφεραν αναστάτωση. Και την έφεραν σε μια επαρχία που (όπως κάθε επαρχία) λατρεύει να μισεί την αναστάτωση. Κι είναι μια επαρχία που…

…δίνει στον ΜακΝτόνα την ευκαιρία να παρουσιάσει μια σειρά διαφορετικούς, πολύ θυμωμένους ανθρώπους. 

Όχι επιφανειακά θυμωμένους. Οι ήρωες του Ιρλανδού δεν θυμώνουν με τη νευρωτική οργή που βλέπεις συνήθως στους ρόλους του Ντικάπριο. Ούτε ουρλιάζουν, ούτε πετάνε φλέβες στο πρόσωπο, ούτε χάνουν τη μπάλα. Ο θυμός τους είναι βαθύς, εσωτερικός, συνεχής και (επίτρεψέ μου την αντίθεση) ψύχραιμος. Κι αυτός είναι ένας θυμός πιο δυνατός, πιο αληθινός, ο μόνος πραγματικά επικίνδυνος. 

 

Είναι ο θυμός που κάνει μια καθημερινή γυναίκα, τρομοκράτη. Κι είναι ο θυμός που γεννάει τον ρατσισμό, τον φόβο, την εκδίκηση και την αυτοδικία. Κι ο ΜακΝτόνα με βάση αυτόν τον θυμό και μέσο τις τρεις ταμπέλες του, χτίζει ένα διακριτικά στιλιζαρισμένο κοινωνικό δράμα (ή μήπως μια θλιμμένη κομεντί;) με χρώμα κι άρωμα γουέστερν. Ή μάλλον… σάουθερν (!), αφού στις μέρες μας αν θέλεις τσάμπα μάγκες και καουμπόιδες χωρίς γελάδια, πρέπει να πας στον αμερικάνικο νότο. Τον νότο που (με την ευκαιρία) ψήφισε Τραμπ και νιώθει καλά με την επιλογή του.

Και τελικά, μπορεί ο άνθρωπος ν’ αλλάξει; 

Αν κοιτάξεις τις προηγούμενες ταινίες του ΜακΝτόνα, θα διακρίνεις μια παράδοξη ευαισθησία στους άλλοτε σκληρούς, άλλοτε ψυχοπαθείς κι εν προκειμένω θυμωμένους πρωταγωνιστές του. Ψήγματα ευαισθησίας (μια αγκαλιά ή… μια πορτοκαλάδα!) που έρχονται να μαλακώσουν, σοκαριστικά κάποιες φορές, το άκαμπτο μυαλό των ηρώων.

 

Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το χιούμορ και την καθαρή, “εύκολη” κάμερά του για να κρατάει σ’ εγρήγορση τον θεατή. Και μέσα στο πλάνο, ένας αναπάντεχα ευαίσθητος Γούντι Χάρελσον (σίγουρο Όσκαρ ΄Β αντρικού αν έπαιζε λίγο παραπάνω) γίνεται αφορμή για να βγουν απ’ τον θυμωμένο αυτόματο πιλότο τους δύο πορείες ζωής. Της εκπληκτικής (καλύτερης κι απ’ το “Φάργκο“) Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, αλλά και του εντυπωσιακά πολύπλευρου κι “απλοϊκού” Σαμ Ρόκγουελ.

Ωστόσο, αλλάζει ο άνθρωπος; “Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι“, στο φινάλε τους που μοιάζει περισσότερο με νέα αρχή, είναι ξεκάθαρες: Πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι, αλλά έστω και μια μοίρα να στρίψεις το τιμόνι, η στροφή θα ‘ναι μεγάλη αν περιμένεις αρκετά.