Καλησπέρα πουλάκια μου. Θα φτιάξουμε λαϊκοδημοτικούς κουραμπιέδες με άχνη και ζύμη του Θανάση Παπακωνσταντίνου

Έχουμε και λέμε: Βάρος: 1.200 γρ., Προετοιμασία: 1 ώρα, Ψήσιμο: 20΄-30΄

Πρώτα βάζουμε ένα ποτήρι ουίσκι να χαλαρώσουμε. Φοράμε ποδιά και μαύρο φανελάκι και ξεκινάμε.

Απλώνουμε τα αμύγδαλα σε ένα ταψί αφού το έχουμε καθαρίσει από τα μπριζολίδια της Κυριακής που πίναμε τα τσίπουρα με το παρεάκι και τα ψήνουμε στους 160°C (σε προθερμασμένο φούρνο, στις αντιστάσεις, τις λαϊκές αντιστάσεις, που μόνο οι έντεχνοι μπορούν να εμφανίσουν) για 8 λεπτά, ώστε να καβουρδιστούν. Αφήνουμε να κρυώσουν καλά, φοράμε τα μεταξωτά γιατί φυσάει, και τα κοπανίζουμε στο γουδί σε χοντρά κομμάτια σαν αυτά που μας έκανε την καρδιά η νεράιδα της αυγής η πιο όμορφή όλης της γης ή τα σπάμε πιέζοντάς τα με τον πλάστη ανάμεσα σε δύο λαδόκολλες σαν να χτυπάμε αλύπητα τη γειτονιά των εσωτερικών μας παραδοχών .

Βάζουμε ένα δεύτερο ποτήρι ουίσκι, τρύπιο ήταν το άλλο.

Χτυπάμε στο μίξερ με το φτερό το βούτυρο με την άχνη σε δυνατή ταχύτητα για περίπου 20 λεπτά, όσο ακριβώς χρειάζομαι για να γίνω σκνίπα. (Όσο περισσότερο το χτυπάμε, τόσο καλύτερη θα γίνει η ζύμη. Αυτό είναι το μυστικό στους κουραμπιέδες. Και στους φασίστες.) Έπειτα ρίχνουμε σταδιακά το αλεύρι, το μπέικιν πάουντερ και τη βανίλια και συνεχίζουμε το χτύπημα σε πιο χαμηλή ταχύτητα (γιατί θα ζορίζεται το μίξερ) για 10 λεπτά. Βάζουμε τα Χριστουγεννιάτικα του Βασίλη του Καρρά που είναι γαμώ το παιδιά και τέλος προσθέτουμε τα αμύγδαλα και το ρούμι. Και το ουίσκι. Και το κονιάκ. Και τη μπύρα. Και τη βότκα. Και την τεκίλα. Και λίγο ούζο για το άρωμα.

 

Πλάθουμε στρογγυλούς κουραμπιέδες σε διάμετρο 3 εκ. και τους πιέζουμε με το δάχτυλό μας ελαφρώς στην κορυφή για να βγάλουν τα εσώψυχά τους. Γιατί εμείς δεν φτιάχνουμε κουραμπιέδες, βγάζουμε από την ψυχούλα μας και δίνουμε. Τους βάζουμε σε μια λαμαρίνα σκληρή σαν την καρδιά των διαχειριστών της ΑΕΠΙ, πάνω σε λαδόκολλα, και τους ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 170°C για 20-30 λεπτά, ανάλογα και με το μέγεθος που τους πλάσαμε.

Βάζουμε ένα ουίσκι ακόμα για να κάνουμε κεφάλι.

Βγάζουμε από τον φούρνο, αφήνουμε να κρυώσουν πολύ καλά και όταν κρυώσουν, τους πετάμε απ’το μπαλκόνι να βρουν κανέναν που κρυώνει και τους ρίχνουμε σε ένα ταψί γεμάτο άχνη. Τους γυρνάμε να καλυφθούν καλά και τους μεταφέρουμε σε μία πιατέλα, όπου τους σερβίρουμε σε πυραμίδα, πασπαλίζοντας κάθε σειρά που βάζουμε με επιπλέον άχνη για να γλυκαθεί το είναι τους πουλάκια μου.

Tips

Όσο πιο αφράτο γίνεται το μείγμα του βουτύρου, τόσο πιο αφράτος θα γίνει ο κουραμπιές. 

Το αφράτεμα του βουτύρου με τη ζάχαρης απαιτεί πολύ δυνατό χτύπημα. Σαν αυτό που ρίχνετε στα σκυλάδικα που ξημεροβραδιάσεστε, εκεί που έμαθα εγώ τη νύχτα. Όμως μόλις προστεθεί το αλεύρι, πρέπει το χτύπημα να γίνεται αργά, σε χαμηλή ταχύτητα, όπως τα τραγούδια μου για να μην καταστραφεί η αφράτη υφή που έχει αποκτήσει το μείγμα.

O κουραμπιές πρέπει να ψήνεται σε χαμηλές θερμοκρασίες και όχι πάρα πολύ ώστε να μην αποκτά τραχιά και σκληρή υφή και να βγαίνει λευκός σαν τη σκόνη τη λευκή που έλειψε στον Φάνη των Κατσιμιχαίων. Απαραίτητο είναι να ζαχαρωθεί όταν είναι κρύος. Γιατί όταν είναι ζεστός η πρώτη στρώση ζάχαρης δημιουργεί ένα χονδρό, μαλακό και πανιασμένο στρώμα που δεν είναι ευχάριστο στο στόμα. Σαν να λέμε “τσίπουρο χωρίς μεζέ”.

Πάντα πρέπει να σκεπάζουμε τους κουραμπιέδες καλά γιατί απορροφούν πολύ εύκολα υγρασία και νοτίζουν αλλά και γιατί φυσάει αδιαφορία και πρέπει να ντύνονται καλά. Διατηρούνται για αρκετό διάστημα όταν είναι ερμητικά κλεισμένοι.

Μπορούμε να μη βάλουμε αμύγδαλα και να ανοίξουμε τη ζύμη σε φύλλο ώστε να κόψουμε σε διάφορα σχήματα π.χ. αστέρια, καρδιές, αποσπερίτες, ανδρομέδες, νυχτολούλουδα κτλ.

Αν δεις ότι βγαίνουν σκατά, πήγαινε στη Γωγώ δίπλα στο Σταυρό του Νότου που τους κάνει γαμάτους και μη μας πρήζεις τον έρωτα.