Τον Οκτώβριο του 2017 ολοκληρώθηκε η παραχώρηση της Τρενοσε, θυγατρικής του ΟΣΕ, στους Ιταλούς.

Γίναμε Ευρώπη;

ΟΧΙ ΡΕ ΜΟΥΤΡΑ. Γιατί υπάρχει η διαδρομή Αθήνα – Πάτρα, για να σου θυμίζει πως κάποτε σ’αυτήν τη χώρα, πολέμησε ένας Αθανάσιος Διάκος, ένας Παπαφλέσας, ένας Βασίλης Λεβέντης.
Το Σάββατο, ξεκίνησα να πάω Πάτρα. Με το τρενάκι μου, κύριος. Ο ρεσεψιονίστ στον Σταθμό Λαρίσης, μας ενημέρωσε, ότι θα γίνει μετεπιβίβαση στο Κιάτο. Να σας θυμίσω ότι είμαι γεννημένος, το 1982. Που σημαίνει πως θυμάμαι τον ΟΣΕ, πριν το 1990. Όταν η διαδρομή Θεσσαλονίκη – Αθήνα, είχε για μηχανή, αυτό :

Μέχρι και το Σάββατο λοιπόν, νόμιζα πως ήμουνα σε ευρωπαϊκή χώρα. Έβλεπα τα έργα στον Σταθμό Λαρίσης και μελαγχολούσα. Καινούργιες αποβάθρες, προαστιακοί και ηλεκτρονικά εισιτήρια. Πάνε τα “Αι λαχειοπώλαι”, “Αι κουλουρτζίδαι” και τα μελαγχολικά σήματα “ΠΡΟΣ ΑΘΗΝΑΙ”.

Ένιωθα τόσο Ευρωπαίος, που μου έβγαιναν αυθόρμητα μέχρι και τα Αγγλικά. Σκεφτείτε, πέταξα σκουπιδάκι σε κάδο και όχι στις γραμμές. Κατάντια για Έλληνα. Μπήκα στον υπερσύγχρονο προαστιακό. Άνεση. Καθαριότητα. Ευρώπη. Πολιτισμός. Μέχρι και ο ελεγκτής, μου μίλησε στον πληθυντικό.

“Τα εισιτήρια σας, παρακαλώ”.

Τον κοίταξα με μάτια γεμάτα μικρές καταιγίδες στεναχώριας. Ήτανε μεγάλος σε ηλικία και άρα ΔΕΝ ΓΊΝΕΤΑΙ να μη θυμάται.

“Στον πληθυντικό σύντροφε; Κάνεις πως δε θυμάσαι; Δεν θα με κλωτσήσεις για να ξυπνήσω και να σου δώσω εισιτήριο; Γίναμε Ευρώπη;”

Μου χτύπησε το εισιτήριο με ένα υγρό βλέμμα, που έπρεπε να περάσει πολλή ώρα για να καταλάβω ότι ήταν κρατημένο δάκρυ.

Ταξίδευα προς Κιάτο, συννεφιασμένος. Σκεφτόμουνα πως έχω μεγαλώσει. Πως η παιδική μου ηλικία γεμάτη με την Ελλάδα που ήξερα, χάνεται και μαζί της πεθαίνει και ένα κομμάτι μου.

Από πού να πιαστώ; Σε ποιόν να πιστέψω; Έβλεπα το τοπίο να τρέχει και σιγοψιθύριζα τους στίχους του μεγάλου μας ποιητή, Τάκη Μουσαφίρη.

“Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο,
αγκάλιασέ με φίλησέ με μέσα στα χέρια σου τα δυο φυλάκισέ με”

Φτάνουμε Κιάτο και κατεβαίνουμε για τη μετεπιβίβαση. Εμένα, άμα με έσφαζες, σταγόνα αίμα δεν θα έβγαζες. Τόση στεναχώρια.

Λέω από μέσα μου “Τώρα τι μας περιμένει; Με τι θα συνεχίσουμε για Πάτρα; Με κανένα υπερσύγχρονο Γαλλικό τρένο που πάει με 290 Χ/Ω; Άμα είναι ρε παιδιά, να την κλείσουμε τη χώρα”.

Και εκεί που περιμένουμε στην αποβάθρα, έρχεται ένας τύπος και φωνάζει :

“ΟΣΟΙ ΕΙΣΤΕ ΓΙΑ ΠΑΤΡΑ ΑΠΟ ΔΩ”.

Γυρίζω και τον κοιτάζω. Κοντός, μελαμψός με μικρά μάτια. Πονηρό βλέμμα και στη ζώνη, το πιο ΠΑΣΟΚ αξεσουάρ έβερ. Θήκη για κινητό.

Τον ακολουθούμε 40 άτομα, σιωπηλοί. “Που μας πάει; Δεν θα πάμε Πάτρα; Πως; Με τι;”.

Βγαίνουμε από τον Σταθμό και προχωράμε, μέχρι που φτάνουμε σε ένα λεωφορείο που λέει πάνω, “ΤΡΕΝΟΣΕ”.

“Το υπόλοιπο της διαδρομής θα γίνει με ΚΤΕΛ. Τα εισιτήρια σας παρακαλώ”

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΟΣΕ – ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ – ΝΙΚΑΜΕ ΑΔΕΡΦΙΑ.

40 άτομα αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε. Άλλοι κλαίνε και φωνάζουν και άλλοι με μάτια υγρά από τις αναμνήσεις παίρνουν τηλέφωνο τους δικούς τους για να τους πούνε πως υπάρχει ελπίδα. 

Φιλούσαμε το χώμα, τις ζάντες, το χέρι του οδηγού. Μπήκαμε μέσα και είχε κρεμασμένο από τον καθρέφτη γούνινα ζάρια και κομποσχοίνια, εικόνες στο ταμπλό με τον Άγιο Χριστόφορο και το “Μπαμπά μην τρέχεις”. Είχε μέχρι και αποσμητικό κέδρου περασμένο στις ταχύτητες. 

Ξαφνικά 40 άτομα γίναμε ένα. Αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά.  Δεν κώλωσε η ΤΡΕΝΟΣΕ. Δεν έχει γραμμή; ΘΑ ΒΑΛΕΙ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ, ΡΕ ΜΟΥΤΡΑ. ΠΟΤΕ ΚΩΛΩΣΕ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ;

Γιατί η τρενοσέ πάει παντού, έχει – δεν έχει, τρένο. Περιμένουμε τώρα και το εξπρές, Αθήνα – Τζιά.