Ήταν μια μέρα χλιαρή και βουρκωμένη στο σαλόνι των Γεροντόπουλων. Ήμουνα δέκα Μαΐων κι έπαιζα κόκκινη κασέτα πόκεμον. Η μάνα μου δίπλωνε ρούχα κι ασχολούνταν με το δικό της αγαπημένο χόμπι. Γκρίνιαζε. “Εσύ να κάθεσαι πασάς, κι εγώ να πλένω, να σκουπίζω, να σφουγγαρίζω, να σιδερώνω… Μ’ ακούς που σου μιλάω;“. Ντάξει, κλασικό το σκηνικούλι, μα ξαφνικά, για πρώτη φορά στη ζωή μου βγήκα απ’ τον κόσμο του Game Boy, κοίταξα τη μάνα μου και ρώτησα το πιο λογικό πράγμα στον κόσμο. 

“Γιατί να σιδερώνεις;”

“Τι;”

“Λέω, γιατί σιδερώνεις;”

“Γιατί δεν το κάνεις εσύ”.

“Κι αν δεν το ‘κανες ούτε κι εσύ;”

“Τότε θα βγαίναμε απ’ το σπίτι σαν τους λέτσους”.

“Ε, και;”

“Και θα μας γελούσε ο κόσμος! Άσε δεν θέλω φιλοσοφίες, βοήθεια θέλω“.

Από πολύ μικρός ήξερα πως όταν η κουβέντα καταλήγει σε “μας γελάει ο κόσμος” δεν έχει νόημα να συνεχίσεις. Έριξα μια ματιά στις τσαλακωμένες πιτζάμες μου και ξαναγύρισα στα πόκεμον.

Δέκα χρόνια μετά, ήμουνα μεγάλος. Μπούρδες δηλαδή, αλλά ζούσα μόνος μου, έπλενα ρούχα μόνος μου κι είχα αρκετό ελεύθερο χρόνο για να καταπιάνομαι με βαθιά φιλοσοφικά ερωτήματα. Κάπου ανάμεσα λοιπόν σε δυο γουλιές τεκίλα, αναρωτήθηκα: ποιος να ‘ταν άραγε ο πρώτος κόπανος που σιδέρωσε τα ρούχα του;

Μεταξύ μας, καθόλου φιλοσοφική δεν ήταν η απορία. Ήταν το δίκιο μου που μ’ έπνιγε, και το ‘πνιγα κι εγώ στο οινόπνευμα. Γιατί ρε μαν; Γιατί ρε αδερφέ; Πώς διάολο κατέβασες τέτοια ιδέα; Να περνάς κάθε τόσο τα ρούχα σου από Ιερά Εξέταση, λες κι ανακάλυψαν, ξέρω ‘γω, ότι το πλυντήριο κινείται; Και ν’ αναγκάζομαι σήμερα εγώ για χάρη σου, να παίζω “φιδάκι” με τις ζάρες, μη και τις δει ο κόσμος και γελάει… Ξέρω, ξέρω, θα μου πεις: Να ‘σαι μάγκας ρε Λιάκο, να μη σε νοιάζει τι λέει ο κόσμος. Ε, λοιπόν, δεν με νοιάζει! Με νοιάζει όμως η Αννούλα. Και την Αννούλα τη νοιάζει ο κόσμος. Και για να βγω ένα χλιαρό ραντεβού “σινεμά – φαΐ – καληνύχτα” με την Αννούλα, πρέπει πρώτα να περάσω ένα καυτό απόγευμα πάνω στη σιδερώστρα. Γιατί ρε φίλε;

Και καλά εσύ. Καλά ο πρώτος. Χαζός ήταν, μουρλός ήταν, σιδέρωνε. Οι άλλοι; Τον βλέπουνε και σκέφτονται: “Ααα, ο τρελός του χωριού κάνει παλαβομάρες! Καλή φάση, ας κάνουμε τα ίδια”; Ε να τα μας τώρα! Γεμίσαμε πρωτόκολλα. Σίδερο στις επίσημες εκδηλώσεις, σίδερο στους γάμους, σίδερο στη μέση σου γαμπρέ, κι άμα κάνεις το λάθος να φοράς περήφανα κάνα δυο τσαλάκες… σκάνε μύτη σαν τα όρνια οι μπαρμπάδες με την πρεσβυωπία κι οι γριές με τα γυαλιά της όπερας και σε περνάνε χίλια κόσκινα! Που μεταξύ μας, και να το ρίξεις το κέρμα στη σιδερώστρα, πίστα δεν παίζει να περάσεις. Έχει ζόρι το πράγμα, θέλει εξάσκηση. Τσάκιση στα παντελόνια, κολάρο στα πουκάμισα, με ατμό τα μακό, χωρίς τσάκιση τα τζιν, λίγο πέρασμα τα λινά, γερό πέρασμα τα βαμβακερά… Ρε άσταδιάλα την τρίτη ηλικία μου μέσα!  

Στο τέλος τέλος δεν κατάλαβα, τι παίζει; Φασισμούλης; Ναι ρε συ, φασισμούλης είναι! Λογική έχει; Όχι. Καμία χρηστική αξία. Μόδα παίζει να ‘ναι; Όχι. Θα την είχαμε ξεφορτωθεί για κάνα δυο δεκαετίες. Πώς το ‘πες, αισθητικοί λόγοι; Μμμμ, μάλιστα. Ότι δηλαδή εσύ το βρίσκεις ωραίο τώρα αυτό. Να ‘ναι το ρούχο τέντα λες και παρουσιάζεται νεοσύλλεκτος στο 521 πεζοναυτών, και να βαράει προσοχές πάνω στην κοιλίτσα σου κάθε που περνάει ο διοικητής. Δεν λέω, καλή φάση θα ‘ταν να ‘χαμε κοιλιακούς πέτρα όλοι οι άντρες. Αλλά δεν έχουμε. Οπότε αρχηγέ μου, ούτε σ’ εσένα αρέσει το σιδερωμένο μπλουζάκι που ρουφάς την κοιλιά σου και κοντεύεις να σκάσεις χωρίς ανάσα, ούτε στην κυρά σου αρέσει που σε κάθε αναπνοή έρχεται φάτσα με το τοπίο της φρίκης. Άρα;

Άρα δύο τινά συμβαίνουν. Ή είσαι θύμα μιας παγκόσμια συνωμοσίας των καθαριστήριων ανά τον κόσμο (που “στα παίρνουν” για να σε σιδερώνουν), ή είσαι σαδιστής του κερατά και γουστάρεις κάθε τόσο να στέλνεις τα ρούχα σου στο Άουσβιτς.

Όπως και να ‘χει, κάποια μέρα η επανάσταση θα γίνει και οι γενιές που μέλλονται για να ‘ρθουν θα γελάνε με τα ατσαλάκωτα χάλια σου.

Νομοτέλεια.

Hasta la victoria siempre, αδέρφια!

Βία στη βία του ατμοσίδερου.

Χορέψτε τσαλακωμένοι στις πλατείες.

Κερδάμε!