Η πρώτη κάμπια της χρονιάς ήρθε σαν την πρώτη βροχή του Φθινοπώρου.

ΑΚΑΛΕΣΤΗ.

Στην κοσμάρα μου, έσερνα πόδια και κορόιδευα τους γύρω μου ότι δήθεν περπατάω, όταν τι είδα σήμερα το πρωί;

Ένα μπουλούκι από σιχαμένες κάμπιες, να έχουν στηθεί στη σειρά και να σουλατσάρουν αργά αργά στο πεζοδρόμιο.

Σαν υπνωτισμένα χνουδωτά σκουλήκια με τα μικροσκοπικά τους ποδαράκια να τινάζονται αριστερά δεξιά, προκειμένου να μοιράσουν εμετούς και αναγούλες.

Τα ζόμπι των εντόμων.

Το Walking Dead του μικρόκοσμου.

Κανονικά όλα τα δελτία ειδήσεων, τα σάητ, τα ραδιόφωνα, οι τελάληδες, ΟΛΟΙ, έπρεπε σήμερα να έχουν πρώτο θέμα την επανεμφάνιση των πλασμάτων που η λαϊκή σοφία αποκαλεί –και πολύ σωστά- “ΔΑΙΜΟΝΕΣ”.

ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΤΕ.

“Μα χωρίς τις κάμπιες δεν θα έχουμε πεταλούδες”.

ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝΕ ΚΙ ΑΥΤΕΣ.

Αν το τίμημα είναι λιγότερη ομορφιά στον πλανήτη, για να μην έχουμε την κινητή σιχασιά, το πληρώνω άνετα.

Σιγά. Τι τις θέλουμε τις πεταλούδες; Ποιος τις τρώει, έτσι κι αλλιώς;

Το ψυχολογικό ξεκινάει απ’ τα μικράτα μου που θα έλεγε και ο Λεφθέρης ο Παπαδόπουλος.

Μεγάλωσα σε ένα τίμιο σπίτι δίπλα σε ένα δασάκι γεμάτο πεύκα και κυπαρίσσια λυγερά, όπου αμέριμνοι παίζαμε με τα κοντά παντελονάκια μας, αμπάριζα και τόμπολα, δίπλα στα πετρόχτιστα τα ασβεστωμένα και σταματούσαμε μόνο για μια γουλιά γκαζόζα και δυο δράμια ξεροκούλουρο.

Και κάπου εκεί τον Μάρτη, η γειτονιά μεταμορφωνόταν σε ένα ναρκοπέδιο σπυριών και ξυσίματος.

Τότε νόμιζα ότι είναι φυσιολογικό να βγάζεις καντήλες από τις κάμπιες, ότι συνέβαινε σε όλους.

Κάμπιες->σιχαμένα πλάσματα->καντήλες στους ανθρώπους->θάνατος στους ανθρώπους.

Αλλά όχι. Δεν το έχουν όλοι αυτό.

Υπάρχουν άνθρωποι που περπατάνε μέσα στα πεύκα ανοιξιάτικα, χωρίς να παθαίνουν τίποτα, χωρίς να κοντεύουν να ξεριζώσουν το δέρμα τους. Ένα περίεργο, ασυνήθιστο αλλά σίγουρα ανώτερο είδος ανθρώπων. Και μπράβο τους.

Έβγαζα και βγάζω καντήλες παντού. Δεν με πιάνει τίποτα. Αλοιφές, χάπια, πετρέλαιο, φωτιά. Τίποτα. Να κόψω το χέρι μου και να το πετάξω, πάλι θα με τρώει. Ξύνομαι σαν παιδάκι με ανεμοβλογιά που του ρίξαν φαγουρόσκονη και το κλείσανε μέσα σε ένα βαρέλι γεμάτο ψύλλους.

ΞΥΝΟΜΑΙ, ΘΕΕ ΜΟΥ, ΑΧ ΠΟΣΟ ΞΥΝΟΜΑΙ.

Όταν βλέπω τα κουκούλια τους να κρέμονται από τα κλαδιά, ενθυμούμαι τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και την γιγάντια αράχνη που είχε τυλίξει τον Φρόντο και κρεμόταν απ’ τον ιστό της. Τα μισώ. Το πρώτο πράμα που θέλω να κάνω είναι να αρχίσω να τους πετάω πέτρες να πέσουνε στη γης, αλλά μετά σκέφτομαι ότι “όχι, δεν θα τα διευκολύνω. Να κατεβούνε μόνα τους”.

Υπάρχει πιο οικτρό θέαμα απ’ αυτά τα κουκούλια που κρέμονται; Υπάρχει πιο οικτρός ήχος απ’ το σπλατς σπλατς που κάνουν οι κάμπιες όταν τις πατάς και τις στέλνεις στον άλλον κόσμο μία μία; Ναι, είναι ευχάριστη η αίσθηση ότι κόβεις το νήμα της άθλιας ύπαρξής τους, αλλά αυτός ο ήχος της λιωμένης κάμπιας πόσο αηδία… Ή οι γραμμές που δημιουργούνται στον δρόμο από τις δεκάδες κάμπιες που –ω τι ατυχία- έλιωσε ένα αυτοκίνητο που πέρασε πριν από λίγο;  ΔΕΝ ΣΑΣ ΧΑΛΑΣΕ. ΜΠΡΑΒΟ ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ.

Όπως λέει και ο ποιητής “αυτή η γραμμή είναι ένα σιχαμένο τατουάζ στο σώμα του δρόμου”. Οκ, δεν το λέει κανένας ποιητής αυτό, αλλά μπορεί να το πει μια μέρα. Δημοκρατία δεν έχουμε; Ποιος θα τον εμποδίσει; ΕΣΥ;

Να φύγει η άνοιξη όπως ήρθε.

Ξουτ ξουτ άνοιξη, γρήγορα καλοκαίρι. Μη μας αναγκάζετε να υπερθερμάνουμε τον πλανήτη για να έχουμε μόνο χειμώνα-καλοκαίρι.

Κανονίστε.