Βράδιασε ο παλιοντουνιάς, σιμά και η ψυχή μου και φούχτιασα το τηλεκοντρόλ να βάλω να δω το έργο το ελληνικό, να μερώσει λίγο το μέσα μου, να γλυκάνει η τραμουντάνα της καρδιάς. Μα το έργο πουθενά, σαν κάτι άλλο να ‘δειχνε το παλιοκούτι, Σαρβάιβορ θαρρώ το έλεγαν και στάθηκα να το χαζέψω.

Και σα με βλέπει η κυρά, δυο δράμια φουντούκι φέρνει και μια στάλα τίμιο λεμοντσέλο, να δροσερέψω τα συννεφιασμένα χείλη μου, που είδαν και απόειδαν τόσους χρόνους απ’ της μαύρης ζήσης τον καημό.

Τι είναι τούτα βρε παιδιά που βλέπω; Τι θάματα, τι εμμορφιές; Τι βυζάρες είναι αυτές Μαριάννα μου, κορίτσι μου γλυκό και παινεμένο, κορίτσι μου ολομέταξο, εσύ που ξέρεις το καράτε, εσύ που μοιάζεις μ’ άγαλμα από μπρούντζο που το ξέβρασε το πέλαγο το διαμαντένιο.

Και ο Μπο, αγρίμι σωστό, κάθε βήμα και λαχάνιασμα, κάθε τρεχαλητό και έμφραγμα, πού θα βρει να ρημαδοφάει πέρα κει στο ξερονήσι, εκεί που μόνο καρύδες έχει και κάτι παλιόψαρα, χειρότερα κι απ’ του Στρατή του Καλιγέρη, που ‘χε το ταβερνάκι κάτου κει στον Ποδονίφτη και κέρναε την φτωχολογιά μπακαλάο σκουλικιασμένο.

Αυτός ο ράπερ, αυτός ο γίγας του ελληνικού πενταγράμμου, φτυστός με τον Γιώργο τον Λαχτάρα, που τριγύρναε το ’62 στα χωριά και δενόσατο με αλυσίδες και σχοινιά, τίγρης σωστός και ανήμερος. Και μαζεύουνταν οι πιτσιρικάδες πέρα εκεί στην εμπασιά, με τα κοντά τα παντελονάκια και του φωνάζανε να τις σπάσει για να τον φιλέψουνε κυδώνι και λουκούμι. Ώσπου μια μαυρομάλα βεργολυγερή, τον έδεσε με τις αλυσίδες της καρδιάς και τον εκράτησε για πάντα στο κεφαλοχώρι να τρυγάει τον μούστο και να πατάει το σταφύλι με την φτέρνα του την φαγωμένη.  

Και ο άλλος ο σπουδαίος, ο άλλος ο μέγας, ο Λάμπρος ο Χούτος, ο γίγας του πάγκου, τι να ζητάει πέρα εκεί στα ξένα; Τι σαράκι τον τρώει κατάσαρκα και ζητά να αναμετρηθεί με θεούς κι αγγέλους; Γιατί δεν κάθεται σ’ αυτήν την καλυβότρυπα που ‘χει για σπιτικό, κάτω στην Κρεμμυδαρού, να φτιάχνει το φραπόζουμο το βλογημένο, που τόσο του ‘λειψε τότες που ήτανε στη Βενετιά; Και αφού τα λέμε όλα, παιδιά μου γλυκά και όμορφα, παιδιά μου δροσοστάλαχτα, γιατί δεν πα να γαμ@#$% ο κωλόγαυρος; Πότες θα γλιτώσουμε από δαύτους, Χριστέ και Παναγιά μου; Πότες θα ξημερώσει η μέρα της λεφτεριάς και του κιτρινόμαυρου ξεσηκωμού;

Και ξάφνου νάτος εμπρός μου στην οθόνη και αυτός ο δουλευταράς, αυτή η λεβεντιά, αυτός ο μάνατζερ του ράγκμπι, που ‘χει πιάσει τη ζωή και την εστύβει. Αυτό το λεοντάρι, ο  μεροκαματιάρης ο αντρειωμένος που δεν την φοβήθηκε ποτές του τη δουλειά, πού διάλεξε τον δρόμο τον σκληρό, τη στράτα του ιδρώτα για να βγάζει το ψωμί του… Νάτος που τριγυρνάει στο νησί σαν το στοιχειό, σαν το χτικιό λιωμένος απ’ τον κάματο της ξάπλας και του ύπνου.

Τον βλέπω και αναθυμούμαι τον σχωρεμένο τον Λέλο τον Ραζέλο, τον γιο του εργοστασιάρχη τον καλαμπουρτζή, που θέλησε κάποτες χωρατό να σκαρώσει αντάμα με τους πλούσιους φίλους του, στον δύστυχο τον Γιάννη τον ασπριτζή, που του ‘βαφε ένα απομεσήμερο τον πλούσιο τοίχο του.

Και σίμωσε κρυφά στο πανωφόρι του, μία παλιοχλαίνη που την έφαγε ο σκώρος και η φτώχια, και του ‘κρυψε στην τρύπια τσέπη το δαχτυλίδι της προγιαγιάς του της Σμυρνιάς, τάχαμου ότι του το ‘κλεψε εκείνος.

Και ο Γιάννης ο ασπριτζής, σωστός σταυραετός, παρατάει το ξενοδουλειό και του λέει “μπορεί να ‘μαστε φτωχοί, κύριε Ραζέλο, αλλά είμαστε τίμιοι” και του πετά το δαχτυλίδι, αναψοκοκκινισμένος σαν λεχώνα. Και το γέλιο μεμιάς εκόπηκε και τόσο πολύ τον εθαύμασε ο Λέλος, που τον επάντρεψε με την αδερφή την μικρή, την Τζέλα, που χόρευε τα σέηκ στα ναιτκλάμπς στο Κολωνάκι και στις Τζιτζιφιές. Και έπειτα στον γάμο τους, τραγούδι και χορός, κι ο Τόλης ο Βοσκόπουλος να κελαηδάει σαν αηδονάκι μπουκωμένο και η Ζωίτσα η Λάσκαρη σε μια γωνιά να τον καμαρώνει και να λιώνει απ’ τον καημό και το καρδιοχτύπι.

Τέλεψε η εκπομπή και σα να νύσταξα ο ποιητής της ρωμιοσύνης, ο ποιητής του καημού και του Σαρβάιβορ. Πιτζάμα αντρίκια, βελέτζα μάλλινη και μάτια σφαλισμένα να ταξιδέψω στη γης του ονείρου, να χαθώ στα ουρανοθέμελα σαν βαρκούλα ζαφειρένια.

Μα τότες ήταν που θυμήθηκα τον θειό μου τον Σαϊτονικολή, χρόνια στα καράβια γεροναύτης, που ναυάγησε πέρα στην Μπαρμπαριά στο Αλιγέρι με μία παλιοσκούνα, μύρο να ‘ναι το κύμα που τον τύλιξε. Και μου λέγε τότες ο θαλασσοβρεμένος, “Λεφθέρη, είπες γυναίκα, είπες θάλασσα, το ίδιο μα θες είναι. Μα είπες Πασόκ; Ευλογία μεγάλη, παλικάρι μου, ποτές δεν θα πεινάσεις”.