Χαρτί κιτρινισμένο και γράμματα θολά, μελάνι που ‘χει ξεφτίσει κι αυτό μαζί με τις αναμνήσεις, λερώνει τα δάχτυλά και την ψυχή σαν πίσσα διπλοτσίγαρου. Ανάσα γρήγορη κοφτή και ένα μέρος να ακουμπήσει ο νους, βαρύς απ’ αυτά που διάβασα στο γράμμα το παλιό, στο γράμμα το άγιο του θείου μου απ’ το Μέτωπο… Ένα παλιόχαρτο θαμμένο βαθιά για χρόνια στο μπαουλοντίβανο της γιαγιάς της Σωτήρας, κάτω από ένα σωρό φωτογραφίες, χρυσούς μου δίσκους και τσουράπια.

Τι να πρωτοπώ για τον θείο μου τον Γιάννο τον Καρβούνη… Τι να πρωτοπώ γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που για να ζήσει μάνα και αδερφή, μάζευε το ρετσίνι απ’ τα δέντρα και το πουλούσε για μισή μπομπότα και λίγη κουραμάνα.

Για αυτόν τον γίγαντα, γι’ αυτόν τον τιτάνα που ‘φαγε τα νιάτα του σε φυλακές και εξορίες, αφού δεν μπόρεσε να του τα φάει ο Ιταλός απάνω στις πλαγιές της Πίνδου, απότομες και χιονισμένες, απάνω στο Τεπελένι, στο Καλπάκι και στο Αργυρόκαστρο το ηρωικό.

Παιδιά μου αγαπημένα, λεβέντες μου εσείς, μιλώ και δακρύζω ο ποιητής… Δακρύζω γιατί οι θύμησες ξεσηκώνουν φαντάσματα, αλέθουν σκέψεις και δάκρυα, πολύβουο μελίσσι το μυαλό, σαν μια κιθάρα να μου κρατάει σιγόντο για αυτά που θα ιστορήσω.

Θυμάμαι σαν τώρα το πρωί της 28ης του Οκτώβρη, νιοι και γέροι, όλοι να κάνουν τον σταυρό τους στο σταθμό των τρένων, να χαιρετούν τη ρωμιοσύνη που γέμιζε τα βαγόνια της λεφθεριάς και εγώ μαζί τους, πιτσιρικάς, να κουνώ το μαντήλι και να σκουπίζω το δάκρυ της μάνας απ’ το ολόδροσο της μάγουλο.

Και οι φαντάροι να ανεβαίνουν τα κοφτά γκρεμνά με την ευκή στον ώμο και τον άνεμο να αεροτραμπαλίζει και να γεμίζει τη χλαίνη χιόνι, να τους δέρνει και να τους σπαθοκοπά, μα αυτοί να αντροπατάνε όλο και πιο ψηλά, πέτρα την πέτρα, βράχο τον βράχο και να ανηφορίζουν τόσο που μες στα σύννεφα χάνονταν, ορθομέτωποι ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, ώσπου να συναντήσουν την μοίρα τους, την νίκη ή τον θάνατο.

Μπράβο ρε αλάνια, μπράβο ρε καυλιάρηδες, το λέω και συγκινούμαι… Τι μαλαπέρδα δέκα μέτρα ήταν αυτή που είχατε;;; Τι ματσακόνι, αλύγιστο και στιβαρό, κεράσατε τον Ιταλό πάνω στις Πίνδου τα βουνά; Τι διπλό μέσα στο σπιτάκι τους ήταν αυτό;

Στρατιώτης καινουργοφερμένος ο θείος μου, με χέρια ήδη σαραβαλιασμένα απ’ την μπογιά και το νέφτι, δουλευταράς απ’ τα μικράτα του, σφούγγιζε το μέτωπό του, όπου είχε δοντιάσει ο ιδρώτας… Και άκουγε τον αγέρα να αντηχεί πάνω στης Πίνδου τις αετοράχες, αντάρα αντρίκια, ώσπου μία οβίδα του οχτρού, έσκασε σιμά και τον τραυμάτισε στο πόδι το ζερβό.

Η Χρυσούλα η στραβοκάνα, νοσοκόμα στον Ερυθρό Σταυρό και 2 χρόνους ζωντοχήρα, σαν τον είδε έτσι έρημο και λαβωμένον τον ελυπήθηκε. Νυχτοήμερα ολάκερα στο προσκεφάλι του, φρουρός ακούνητος του στάθηκε, να του αλλάζει τα πανιά και να προσέχει την πληγή στο πόδι μην κακοφορμίσει.

Μα και αυτός, 19 χρονώ παλικαράκι, με χνούδι που μόλις ξεπρόβαλλε κατάσαρκα, πώς να αντισταθεί στην ολόρθη περπατησά της, στο κορμί της που σάλευε όπως το κύμα το χιονόλευκο όταν κτυπά πάνου στο βράχο; Πώς να αντισταθεί στο στήθος της το άγουρο, όπως το ανασήκωνε και το αλαφροκινούσε, γεμάτη καημό και πονηράδα;

Και σαν έγινε καλά ο Γιάννος και της έδωσε το φιλί το γλυκό το δροσερεμένο, της φέρνει το μαντάτο το κακό. “Χρυσούλα, της λέει, πρέπει να φύγω. Θα ανέβω στο βουνό αντάρτης. Μη με λογίζεις για γαμπρό. Εγώ μια φορά παντρεύτηκα, τη λεφθεριά της πατρίδας και δεύτερη δεν ματαπαντρεύομαι. Σαν φτάσω στην Αθήνα θα σου γράψω”. 

Μα κανένας ταχυδρόμος δεν χτύπησε ποτέ την πόρτα της τη δίφυλλη, κανένα γράμμα κλειστό με βουλοκέρι δεν έφτασε ποτέ στο φτωχοκάλυβό της… Και όταν πια οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στο χωριό, ένα αξιωματικός, αψηλός γαλανομάτης, φτυστός ο Λάκης ο Κομνηνός την ξελόγιασε. Και η Χρυσούλα γίνηκε πουτάνα για να βγάζει το βιος της και κρυφά την καταριώσανε οι γειτόνισσες, καθώς την βλέπανε απ’ το παράθυρο να σβήνει το κερί και να τραβάει το μάνταλο, πριν ξαπλώσει στο κρεβάτι το αμαρτωλό.  

Και ύστερα στην Κατοχή, πιτσιρικάκι εγώ με τα κοντά παντελονάκια και δυο σιδερένια πέταλα στα χιλιομπαλωμένα παπούτσια μου για σόλα, στεκόμουν στην ουρά για το συσσίτιο… Δυο στάλες γάλα και μια μπουκιά σταφιδόψωμο, ίσα ίσα να ξεγελάσω την κοιλιά μου, να σωπάσω τον παραπονιάρικο σκοπό της.

Και σαν σουρούπωνε να τραβάμε τα σαΐνια με τα ποδήλατα στη Φωκαίας και να μας σπάνε τη μύτη οι αγριοπιπεριές στην Χαροκόπου και πίσω απ’ το παλιό στιλβωτήριο του Πρινέα στην Αχαρνών να σταματάμε για να γράψουμε συνθήματα “Κάτω οι Γερμανοί” και “Βαζέλες κότες τρέχατε στην Αλεξάνδρας” και το ακορντεόν πάντα εκεί να κρατάει τσίλιες… Και ξάφνου να τα καμιόνια με τους Γερμανούς και να οι ριπές τους ξωπίσω μας και το ακορντεόν σίγησε για πάντα.   

Και χρόνια αργότερα ο φίλος μου, αυτός ο σπουδαίος, αυτός ο τιτάνας του ελληνικού τραγουδιού, ο Μάνος ο Λοΐζος έγραψε το τραγούδι που έμελλε να αγαπηθεί από ολάκερη την Ελλάδα.

Σχεδόν 80 χρόνια πέρασαν και η φωτιά στα στήθη καίει ακόμη… Πώς είναι να υποχωρείς νικητής από την Πίνδο; Πώς να αισθάνθηκαν αυτά τα λιοντάρια, αυτοί οι σταυραετοί που ταπείνωσαν τον Μουσολίνι, τον Ιταλό Σωκράτη Κόκκαλη και όμως γύρισαν ως ηττημένοι; Τι ηθικό πρωτάθλημα όμοιο με του 2008 ήταν και αυτό; Μόνο οι ήρωες του ’40 που ζουν ακόμη και ο Νικόλας ο Λυμπερόπουλος μπορούνε να απαντήσουν.