Ο Beckett, είναι από τους συγγραφείς που ακόμα και αν δεν έχεις ζήσει αυτό που περιγράφει, νιώθεις ότι σε αφορά. Αυτό είναι το γνώρισμα της υψηλής λογοτεχνίας, αυτό κάνει τον θρυλικό Ιρλανδό συγγραφέα να σε σοκάρει και να σε γοητεύει με το έργο του.

“Συνδέω, λανθασμένα ή σωστά, τον γάμο μου με τον θάνατο τού πατέρα μου, μέσα στο χρόνο”

Με αυτή τη φράση ξεκινά ο “Πρώτος Έρωτας” του συγγραφέα, του ανώνυμου αφηγητή που με την πιο αυθόρμητη ειλικρίνεια μπουρδουκλώνει την απαισιοδοξία με το καυστικό χιούμορ και τον ασυμβίβαστο σχολιασμό της καθημερινότητας.

Ο τύπος αυτός, κυκλοφορεί ανάμεσα στα μάρμαρα του νεκροταφείου, έχοντας στην τσέπη του τα χρήματα που του κληρονόμησε ο πατέρας του, μακριά από το δωμάτιο του σπιτιού του, το καταφύγιο του. Νιώθει καλά εκεί, υπάρχει κάτι που τον ελκύει, κάτι που του γεννά τα πιο ουσιαστικά συναισθήματα της ύπαρξης του.


 

“Προσωπικά δεν έχω τίποτα εναντίον των νεκροταφείων, μ’αρέσει να παίρνω εκεί τον αέρα μου, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι μου αρέσει αλλού, όταν μου χρειάζεται να πάρω αέρα. Την οσμή των πτωμάτων διακρίνεται καθαρά μέσα από τις μπερδεμένες μυρωδιές του χόρτου και του χώματος”

Απλά και ίσως όχι τόσο όμορφα,επιλέγει να ζει μια πραγματικότητα που οι περισσότεροι επιλέγουν να φτιασιδώνουν τους πόνους και τα τραύματα της. Σαν να φοβόμαστε οι άνθρωποι να ματώσουμε δημόσια την ψυχή μας, σαν να μην μπορούμε να μας εκθέσουμε αδύναμους, μπροστά σε άλλα ζευγάρια μάτια.

Σε ένα παγκάκι που μετράει το χρόνο, τον “επισκέπτεται” η Λουλού. Ξαπλώνει στα τροφαντά της μπούτια που είναι η αρχή και το τέλος ενός ταξιδιού, γεμάτο σκέψεις και συναισθήματα που μοιάζουν αόριστα. Κανένα συναίσθημα όμως δεν είναι αόριστο. Όλα έχουν το νόημα τους, όλα κρύβουν την ελπίδα του πρώτου, του μηνεδινιστικού έρωτα της ζωής μας. Αυτόν που τον μισούμε γιατί μας δίνει ζωή και θρέφει τις αυταπάτες μας. Το πιο σκληρό συναίσθημα, ο έρωτας. Η πιο μεγάλη απουσία του εαυτού μας…

“Σε τέτοιες περιστάσεις κανείς δεν είναι πλέον ο εαυτός του, κι είναι οδυνηρό να μην είσαι πλέον ο εαυτός σου, ακόμα πιο οδυνηρό, αν είναι κάτι τέτοιο δυνατόν, από το να είσαι. Γιατί όταν είσαι γνωρίζεις τι να κάνεις για να γίνεις λιγότερο, όταν όμως δεν είσαι γίνεσαι οποιοσδήποτε, ανεπιστρεπτί. Για μένα αυτό που αποκαλούμε έρωτας μοιάζει μ’ εξορία, με μια κάρτα πότε πότε από την πατρίδα, τούτες τις σκέψεις κάνω απόψε”

Ένα αδιάκοπο και απύθμενα κουραστικό παιχνίδι λόγου και συναισθήματος, διακατέχει τον αφηγητή και κάθε άνθρωπο, που προσπαθεί να ερμηνεύσει το καθεστώς που βρίσκεται η ψυχή του, τη στιγμή που δεν την ορίζει από την έλξη και τον πόθο. Το σύμπαν που φτιάχνει ο Beckett για να περιγράψει αυτόν τον έρωτα είναι βίαιο, τολμηρό και παράλογο. Μοιάζει με το σύμπαν ενός ανθρώπου που βαυκαλίζεται με την απεραντοσύνη της μοναξιάς του, όμως ταυτόχρονα επιζητά απεγνωσμένα την παρουσία του Άλλου.

“Τελικά της είπα ότι μέχρι εδώ ήταν. Με ενοχλούσε βαθιά, ακόμη και απούσα. Άλλωστε με ενοχλεί πάντοτε, αλλά με τον ίδιο τρόπο που με ενοχλούν και τα υπόλοιπα. Λοιπόν, δεν θέλετε πλέον να έρχομαι; λέει. Είναι απίστευτο πώς οι άνθρωποι επαναλαμβάνουν αυτό που μόλις τους έχεις πει, σαν να κινδυνεύουν να οδηγηθούν στην πυρά, αν πιστέψουν στ’ αυτιά τους

Η Λουλού, δεν είναι ένα ωραίο όνομα! Το Άννα είναι καλύτερο αν και δεν της ταιριάζει. Παρόλα αυτά, αρκείται στο να τη φαντασιώνεται ως Άννα.  Η φαντασίωση του κάποιος να είναι όπως θα θέλαμε! Συμπληρώνουμε τα κενά της συμπεριφοράς του, με τις ανάγκες μας. Πονάμε όταν προδίδονται οι προσδοκίες, που οι ίδιοι δημιουργήσαμε. Αυτό ίσως είναι το μεγάλο λάθος μας. Οι προσδοκίες μας, απέναντι στη διαθεσιμότητα του άλλου…

“Ήμουν συνεπώς σε θέση να δώσω παρά ταύτα ένα όνομα σε αυτό που μου συνέβαινε όταν έπιασα τον εαυτό μου να χαράζει το όνομα Λουλού πάνω σε μια ξεραμένη κοπριά, ή ξαπλωμένος μπρούμυτα στη λάσπη μια νύχτα με φεγγάρι να ξεριζώνω τσουκνίδες”

Ο έρωτας για τον οποίο γράφει ο Beckett, δεν έχει να κάνει με λουλούδια και ηλιοβασιλέματα. Είναι αυτός που δεν αντέχεις και σαν υπνωτισμένος ξαπλώνεις στα μπούτια του. Έχει εκατομμύρια εκδοχές, ματαίωση, σταύρωση και ανάσταση. Τιμωρεί όσους τολμούν να τον πλησιάσουν, εξαγοράζοντας τους με στιγμές ευτυχίας, που σε κάνουν να σου λείπει αυτό που σε τραυματίζει. Εγωιστικά και αντιφατικά πλάσματα που είμαστε οι άνθρωποι. Τη στιγμή που θέλουμε να κλωτσίσουμε τα γεννητικά όργανα του ΄Αλλου, την ίδια στιγμή θέλουμε να αλλοτριωθούμε μέσα στη συνύπαρξη. Για αυτό θεωρώ τον Beckett έναν από τους μεγάλους “τρυφερούς” όλων των εποχών…

“Θα μου χρειάζονταν κι άλλοι έρωτες, ίσως. Αλλά τον έρωτα δεν τον παραγγέλνει κανείς. Αυτό που ονομάζουμε έρωτα, είναι η εξορία με μία καρτ ποστάλ από την πατρίδα πότε πότε, να πως αισθάνομαι τούτο το βράδυ”

 Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα. Το βρίσκεις εδώ