Συγγραφέας γίνεσαι όταν νιώθεις ότι δεν μπορείς να μη γράψεις πια, όταν όλο σου το είναι υπηρετεί το χαρτί και το μολύβι σου και οι σκέψεις σου κλέβουν τα όνειρα τα βράδια.  Πιθανόν, ο “Ξένος” του Αλμπέρ Καμύ να είναι μια τέτοια ιστορία, που δεν μπόρεσε να κρατηθεί στο μυαλό και έγινε λέξεις, όραμα και ελπίδα σε κάθε κοινωνικά καταπιεσμένο άνθρωπο.

Ο συγγραφέας που εξέφρασε τη φιλοσοφία του Παράλογου, επηρεασμένος από το μηδενιστικό ύφος που ήταν σε έξαρση στην εποχή του, δεν επένδυσε ποτέ στην ονειροπόληση. Ξεγυμνώνει την υποκρισία της καθημερινότητας, αδιαφορεί για τις κοινωνικές κατασκευές και τα πρέπει, δεν τον ενδιαφέρει να βρει νόημα εκεί που δεν υπάρχει. Ακόμα και σήμερα, είναι τέτοια η επιθυμία μας να νοηματοδοτήσουμε τον βίο μας, ώστε δε μας περνά από το μυαλό η πιθανότητα να μην υπάρχει νόημα.

Αν δε χωράς στα καλούπια της κοινωνίας σε βλέπουν σαν ξένο και αυτό ακριβώς είναι το θέμα που πραγματεύεται αυτό το βιβλίο.  Ο Καμύ, έγραψε τον “Ξένο” με σκοπό να δελεάσει τους αναγνώστες να σκεφτούν τη θνητότητα τους και το πραγματικό νόημα της ύπαρξης τους.

“Με τον “Ξένο” εξερευνώ την “τρυφερή αδιαφορία του κόσμου””.

Ο Μερσό, ένας νεαρός ιδιωτικός υπάλληλος ζει μόνος του σε ένα διαμέρισμα, κάπου στο Αλγέρι. Ανατριχιαστικά αδιάφορος ομολογεί στην πρώτη σελίδα του βιβλίου:

“Η μητέρα πέθανε σήμερα. Ίσως και χτες, δεν ξέρω”.

Δε νιώθει τίποτα ιδιαίτερο για τον θάνατο της μητέρας τους, δε θρηνεί για αυτήν την απώλεια. Αφιερώνει ελάχιστη σκέψη για τις πράξεις του, χωρίς να μετανιώνει για τον φόνο του Άραβα που διαπράττει εντελώς φυσικά. Σε ένα εχθρικό και ψεύτικο περιβάλλον, προβάλλει περισσότερη αλήθεια από αυτή που μπορώ να αντέξω εγώ και εσύ, αρνούμενος να πει το παραμικρό ψέμα. Αδιαφορεί για το πώς νιώθουν οι γύρω του, αποκαλύπτει αβίαστα την αλήθεια του.

“Το βράδυ ήρθε και με βρήκε η Μαρί και με ρώτησε αν ήθελα να την παντρευτώ. Είπα ότι μού ήταν αδιάφορο κι ότι θα μπορούσαμε να το κάναμε αν ήθελε. Τότε θέλησε να μάθει αν την αγαπούσα. Απάντησα όπως το είχα κάνει άλλη μια φορά, ότι αυτό δεν σήμαινε τίποτε αλλά ότι δεν υπήρχε αμφιβολία πως δεν την αγαπούσα”.

Η ειλικρίνεια του, ξεπερνά τα ανθρώπινα στεγανά! Ο Μερσό, όπως όλοι μας έχει γεννηθεί για να πεθάνει και όλα τα άλλα δεν έχουν καμία περαιτέρω σημασία για αυτόν. Ο Καμύ γράφει για τον ήρωα του: “Χωρίς ευαισθησία για κανέναν και για τίποτα, τον οδηγεί ένα επίμονο πάθος για την αναζήτηση της απόλυτης αλήθεια”.

Η πεποίθηση του συγγραφέα, ότι το άτομο είναι αθώο μπροστά στην πολυπλοκότητα και το παράδοξο του κόσμου, τον οδηγεί πως η μοναδική διέξοδος από την εμπλοκή βρίσκεται στο γεγονός της εξέγερσης. Μια εξέγερση που ισοδυναμεί με κατάφαση στο γεγονός της ζωής. Ο Μερσό, διαπράττει τον φόνο του Άραβα και παρόλα αυτά παραμένει συμπαθής στα μάτια μας, διεκδικώντας το δικαίωμα του καθενός μας στην διαφορετικότητα, αποκαθηλώνοντας τη μονοδιάστατη αντίληψη του αποδεκτού. Κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει παραλογισμός του ήρωα, αλλά πολλές διαφορετικές λογικές, με διαφορετικούς τρόπους έκφρασης.

Ο Μερσό, διεκδικεί στο όνομα όλων μας και για τον καθένα ξεχωριστά, αυτό που δεν κατάφεραν οι συλλογικότητες μέχρι τώρα να πετύχουν. Τον σεβασμό δηλαδή στο μοναδικό πρόσωπο, την ατομική ιδιοσυγκρασία, το δικαίωμα τα πράττει κανείς με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Διεκδικεί μια κοινωνία που θα αποδέχεται το διαφορετικό όχι ως δικαίωμα, αλλά ως έναν τρόπο ολοκλήρωσης του διαφορετικού.

Ο Καμύ με τον “Ξένο”, τιμωρεί τον ναρκισσισμό της κοινωνίας που εξορίζει ως μίασμα κάθε έναν που της πάει κόντρα. Μάλιστα, προσεγγίζει τον τύπο του αυτιστικού ανθρώπου που δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμος. Αν προσεγγίσουμε τη νουβέλα με ένα φίλτρο ψυχολογικής εστίασης, θα διαπιστώσουμε ότι ο Μερσό κινείται στα όρια του συνδρόμου Asperger.

Ο ήρωας, οδηγείται για εκτέλεση. Ο εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι δεν έχει καθόλου ψυχή και τίποτα το ανθρώπινο. Ούτε μια από της ηθικές αρχές που διασώζουν την ανθρώπινη καρδιά δεν του ήταν προσιτή. Έτσι ισχυρίζεται το όργανο του νόμου της κοινωνίας..

Ο Μερσό, είναι ο Χριστός που μας αξίζει. Η σταύρωση του ολοκληρώνεται στο τέλος του βιβλίου με τα συγκλονιστικά λόγια του:

“Για να ολοκληρωθούν όλα, για να αισθάνομαι λιγότερο μόνος, μου απόμενε να ευχηθώ να είναι πολλοί οι θεατές την ημέρα της εκτέλεσής μου και να με υποδέχονται με κραυγές μίσους”.

  Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ. Το βρίσκεις εδώ