Όταν η Harper Lee, χάρισε στην ανθρωπότητα το “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια” στοιχηματίζω ότι μπορούσε να νιώσει αυτό που αισθάνονται οι εκατομμύρια αναγνώστες της. Ένα μανιφέστο ανθρωπιάς και συμπόνιας, υψώθηκε απέναντι στο μίσος και στο ρατσισμό! Ένα βιβλίο, που από το 1960 μπορεί να υπερηφανεύεται ότι άλλαξε λίγο, το πολύ του κόσμου.

Μέσα από τα παιδικά μάτια της Scout Finch και του αδερφού της Jem, μεταφερόμαστε σε μια μικρή πόλη της Αλαμπάμα του 1929. Ο χήρος πατέρας τους και δικηγόρος Atticus, προσπαθεί κάθε μέρα να μείνει συνεπής απέναντι στις αξίες του, να μεγαλώσει δύο παιδιά που θα σταθούν στο ύψος των αξιών και των ονείρων τους.

Ο Atticus, αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός μαύρου εργάτη, του Tom Robinson. Ο Tom, κατηγορείται για το βιασμό μιας λευκής γυναίκας, η οποία όπως αποδεικνύεται είχε αναγκαστεί να πει ψέψατα από τον αλκοολικό πατέρας της. Παρά την αποκάλυψη αυτή, ο Tom καταδικάζεται. Η κοινωνία, δεν μπορεί να αντέξει το βάρος της λάθος κρίσης της. Ο μαύρος πρέπει να πεθάνει, γιατί δεν είναι λευκός!

Και ο μαύρος πεθαίνει, πηδώντας συρματοπλέγματα αναζητώντας τη δική του λευτεριά. Πεθαίνει διεκδικώντας έναν θάνατο ελεύθερο, προσπαθώντας να βρει η ματιά του ένα δικό του κομμάτι ουρανού. Πες μου αν αυτή η ιστορία σου θυμίζει κάτι! Πες μου γιατί δεν κόψαμε ακόμα τα συρματοπλέγματα, γιατί ακόμα διψάμε για ουρανό.

Η Scout, με παιδική ειλικρίνεια αναρωτιέται και αυτή:

“Και την άκουσα να λέει πως είναι καιρός να τους δώσει (στους νέγρους) κάποιος ένα καλό μάθημα, ότι έχουν παραπάρει τα μυαλά τους αέρα, και σε λιγάκι θ’ αρχίσουν να νομίζουν ότι μπορούν να μας παντρεύονται κιόλας. Τζέμ, πως γίνεται να μισούν τον Χίτλερ και από την άλλη να είναι τόσο κακοί με τους δικούς μας ανθρώπους;”

Ο δικηγόρος αυτός, αρνείται να αποχωρήσει από την υπεράσπιση αυτού του ανθρώπου κόντρα στις βολές που δέχεται αυτός αλλά και τα παιδιά του, που χλευάζονται από την μικρή κοινωνία. Έχει πάντα μια κρυστάλλινη απάντηση, στην πιο παράλογη ερώτηση. Όταν πρέπει να εξηγήσει στη Scout, γιατί τον αποκαλούν “αραπάκια” λέει:

“Το “αραπάκιας” είναι μια από τις λέξεις που δε σημαίνουν τίποτα απολύτως- σαν το “μυξιάρης”. Το έβγαλαν κάποιοι αμόρφωτοι, ανάξιοι λόγου άνθρωποι για να θίγουν όποιον τους φαίνεται ότι βάζει τους μαύρους πάνω από τους λευκούς. […] Κοίτα, μωρό μου, ό, τι και να σου πει κάποιος για να σε πληγώσει, στην ουσία δε θίγει εσένα. Το μόνο που πετυχαίνει είναι να δείξει πόσο φτωχός είναι ο ίδιος μέσα του”.

Ο Atticus ξέρει ότι είναι δύσκολο τα συλλάβουν τα παιδιά την παράνοια των μεγάλων. Δε χρειάζεται άλλωστε..

“Δε θα καταλάβεις πραγματικά έναν άνθρωπο μέχρι να σκεφτείς τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία- μέχρι να βάλεις τα παπούτσια του και να με περπατήσεις με αυτά”.

Τα λόγια αυτά, έχουν σπουδαία σημασία αν σκεφτούμε ότι δημοσιεύτηκαν στην Αμερική τη δεκαετία του 60, τότε που ο κόσμος “έβραζε”  φωνάζοντας υπέρ της ισότητας των ανθρώπων.

Αν με ρωτάτε τι κρατάω πέρα από τον αγώνα αυτού του ανθρώπου να ισορροπήσει ανάμεσα στις αξίες του και την κοινωνία που ζει, έχοντας πάντα την έννοια της σωστής ανατροφής των παιδιών του, είναι τα λόγια στο γιό του. Ο Jem, οργισμένος με την ηλικιωμένη κυρία Dubose που διαρκώς συκοφαντεί τον πατέρα του, τσακίζει μια μέρα όλες τις όμορφες καμέλιες του κήπου της. Ο Atticus τότε, τον υποχρεώνει αφού φτιάξει από την αρχή τον κήπο, να διαβάζει κάθε μεσημέρι στην άρρωστη γυναίκα για ένα μήνα. Η γυναίκα αυτή πεθαίνει έχοντας σταματήσει τη μορφίνη, παραδομένη στους φρικτούς πόνους της.  Ο Jem, αδυνατεί να καταλάβει γιατί ο πατέρας του σεβάστηκε τόσο μια γυναίκα που μίλαγε τόσο αισχρά για εκείνον.

“Ήθελα να δεις γιε μου τι είναι πραγματικό κουράγιο, που δεν είναι να κρατάς ένα όπλο και να κάνεις τον άντρα. Κουράγιο είναι να ξέρεις να ξεκινάς έναν αγώνα καταδικασμένο από την αρχή, κι ωστόσο να τον ξεκινάς και να τον φτάνεις ως το τέλος, ό, τι και αν συμβεί. Πολύ σπάνια νικάς, όμως μερικές φορές γίνεται και αυτό. Η κυρία Dubose νίκησε, και ήταν ολοκληρωτική η νίκη της. Σύμφωνα με τα “πιστεύω” της, πέθανε δίχως να είναι υποχρεωμένη για οτιδήποτε σε κανέναν και σε τίποτα”.

Αυτός ήταν ο Atticus και ο “Boo” Radley για τον οποίο δε σου μίλησα. Σε αφήνω να τον ανακαλύψεις εσύ, σε ένα βιβλίο που θα σε φέρει πιο κοντά στην ανθρωπιά και τη συμπόνια, που θα σε κάνει να φυτέψεις και εσύ στον κήπο σου λευκές καμέλιες για κάθε άνθρωπο που αδικείται.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις BELL, σε μετάφραση Βικτωρίας Τράπαλη. Το βρίσκεις εδώ.