Η έμπνευση για άρθρο-ωδή στα πανηγύρια μου ‘σκασε λίγες βδομάδες πριν, όταν ανέμελος απολάμβανα την άδειά μου και ταυτόχρονα διάβαζα Provocateur (ναι, μόνο αδειούχος τους διαβάζω τους λακαμάδες συναδέλφους μου). Και ο λόγος έμπνευσης δεν ήταν άλλος φυσικά, από το κείμενο του Μανιάτη με τίτλο “Πανηγύρι, αυτός ο εφιάλτης” που OK, κάποια δίκια τα είχε, αλλά σε κάποια σημεία ήταν υπερβολικός ο Κώστας μας.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ και κάψιμο των cd’s των Oasis στο κέντρο της Θήβας για παραδειγματισμό.

Μεγαλωμένος σε ένα γραφικό χωριουδάκι στην Εύβοια, με thug πατέρα που αν δεν πήγαινε σε 19 πανηγύρια τον χρόνο και δεν έριχνε 4 ζεϊμπεκιές μέσα στο δεκάλεπτο και μονότονο ζεϊμπέκιο της Ευδοκίας δεν χαλάρωνε. Λογικό ήταν αυτή η αλλιώτικη, για τα ακούσματά μου, μουσική, να σφηνώνεται στ’ αυτιά μου. Άσε που και η μάνα ήταν Πρόεδρος στον σύλλογο, οπότε καλώς ή κακώς έπρεπε να ξεμένω λίγο πριν σβήσουν τα φώτα σε καρέκλες, με το σαλάκι του ύπνου να κρέμεται από το στόμα. Για όλα τα παραπάνω, λοιπόν, στο δημοτικό ΣΙΧΑΙΝΟΜΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ.

Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, άρχιζα να γουστάρω την όλη φάση της παράδοσης. Τώρα βέβαια θα μου πεις “Μα καλά, παράδοση λες τα κατεστραμμένα ηχεία και τις αφίσες που καταστρέφουν το καλοκαίρι μας και βρίσκονται παντού;“. Ναι και αυτά τα στοιχεία, θέλουμε δε θέλουμε βρίσκονται μέσα στο γενικότερο κλίμα καλτίλας του χωριού. Και στην τελική, με κατεστραμένα ηχεία μάθαμε τον ύμνο “Όταν χαράζει στο Αιγαίο”. ΝΕΤΙ?

Παρένθεση: Όσο ενοχλητικές κι αν βρίσκεις τις άπειρες αφίσες της Φιλιώς Πυργάκη στην παραλία του χωριού σου, επειδή ενδεχομένως να ακούς άλλο είδος μουσικής, με την ίδια λογική μπορεί και ο θείος από το χωριό να βρει εξίσου άθλιες αυτές των Muse όταν σκάει μια στο τόσο Αθήνα. 

Το πανηγύρι γίνεται μια φορά τον χρόνο (άντε το πολύ δύο) και είναι ένας δυνατός λόγος για να ξαναειδωθώ με το χωριό μου (ναι είμαι τοπικιστής), που λόγω ημιμετανάστευσης στην Αθήνα έχω χάσει επαφές. Εκεί λοιπόν, δουλεύω οικειοθελώς από το πρωί, στήνω τραπέζια, μαζεύω χορηγίες, ψήνω (ψήνουν) σουβλάκια μαζί με τους συγχωριανούς και περνάω ένα γαμάτο βράδυ λιωμένος από τις πανηγυριώτικες μπύρες, έχοντας ιδρώσει φυσικά από τις απανωτές στροφές. Είναι μια παράδοση που την έχεις συνδυάσει με τον τόπο που γεννήθηκες και δεν γίνεται να την αποβάλλεις. Ό,τι είδος μουσικής κι αν ακούς τον υπόλοιπο χρόνο. Και στο λέω εγώ που το κινητό μου παίζει μονίμως Eminem και 2pac.

Η μουσική τώρα, είναι κι αυτή συνδεδεμένη με την ιστορία του νησιού (ή του βουνού), με τα καλοκαιρινά καρδιοχτύπια και τις εφηβικές καψούρες που ‘χεις ζήσει στο χωριό. Ναι, προφανώς ο στίχος μπορεί να μην συμβαδίζει με την εποχή που ζούμε, καθώς τις περισσότερες φορές είναι γραμμένος κάμποσα χρόνια πριν, από τύπους που δεν είχαν σπουδάσει μουσική στο Όξφορντ. Αλλά όπως και να το κάνουμε, περνάει γλυκά μηνύματα μέχρι και σήμερα ο άτιμος. Έστω κι αν αναφέρεται σε έναν αιμοδιψή χωρικό που στου παιδιού του τη χαρά τεμάχισε έναν κόκκορα…


Εννοείται φυσικά ότι γουστάρω τον ανελέητο ήχο που βγάζει το βιολί και το κλαρίνο. Ακόμα και οι τραγουδιστές και τραγουδίστριες που πατάνε σε λάθος νότες και δεν κάνουν τα σωστά γυρίσματα, βγάζουν τέτοιο πάθος την ώρα που βρίσκονται στην σκηνή που δεν δίνεις και μεγάλη βάση στα φωνητικά τους. 

Κλείνοντας, καταδικάζω τα πεταμένα 50ευρα και τις (μούφα) σαμπάνιες, καθώς είναι κακογουστιά, κιτσαριό και επίδειξη πλούτου. Όπως και από την άλλη καταδικάζω κι εσένα που πηγαίνεις να ακούσεις Τιέστο στην Μύκονο και ανεβάζεις το 250€ εισιτήριο που προ-αγόρασες. Να ξέρεις ότι δεν διαφέρεις και πολύ με τον βλάχο στο χωριό που έκαψε πριν λίγο το 50ευρω στο άκουσμα του “Μάδαγες τις μαργαρίτες”…

Κατάλαβες τώρα γιατί τα πανηγύρια είναι καύλα; 

Βιωματικό ALERT: Το ξύλο που πήγε να πέσει μια χρονιά στους Γιαννούλη-Βαζαίο (ήμουν παρών, ντρέπομαι γι’ αυτό, λίγο, όχι πολύ), όταν μετά την επιτυχία τους “Αγαπώ μια πιτσιρίκα” πήγαν στο καπάκι να πουν το “Άντε γειά και τα δυο στο Πειραιά”. Τα τζόνι κόλα αντίδρασης σηκώθηκαν και τα μπινελίκια έπεσαν βροχή. Οι πιο νηφάλιοι ηρέμησαν τα πνεύματα και τελικά το χωριό δεν τιμωρήθηκε καμιά αγωνιστική χωρίς πανηγύρι.