Λοιπόν, ο Ελύτης, άσε τώρα τους τα χω πει 150.000 χιλιάδες φορές, ο Ελύτης, ποιητάκος ήτανε, ΠΟΙΗΤΑΚΟΣ ΉΤΑΝΕ, δεν μπορείτε να το χωνέψετε οι δημοσιογράφοι; ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΤΕ; Παραμύθια πούλαγε, εδώ εμένα, τον Αλέφαντο να ακούς, λοιπόν.

Έγραψε λέει το “Μονόγραμμα”, “σ’ αγαπάω μ’ ακούς” και “είναι νωρίς ο κόσμος για μας” και δεν ξέρω γω τι… Τι νωρίς ρε; ΤΙ ΝΩΡΙΣ ΡΕ, μεσημέρι ρε, ξύπνα, μέχρι να σηκωθείς απ’ τον πάγκο, ο Ρίτσος σου ’χει κάνει το δύο μηδέν, σου ’χει κολλήσει το τρίτο και ψάχνεις τους παίχτες σου να μαζευτούν στις γραμμές, ο ένας έχει πάει Τουρκοβούνια, έχει φύγει, γεια σας, ο άλλος Αλεποχώρι, τελείωσες, ΤΕΛΕΙΩΣΕΣ, εδώ εμένα να ακούς, λοιπόν.

Γεμάτος ο κόσμος χελιδόνια, έτσι; Πανδαιμόνιο να πούμε, βγαίνεις έξω, χαμός, δεν προλαβαίνεις να τα μετρήσεις, το ’να τ’ άλλο, σου ‘ρχεται ο Ελύτης, ένα σου λέει το χελιδόνι… Ρε είσαι με τα καλά σου, ρε πάτε καλά ρε, έτσι είναι η ποίηση ρε; Η ποίηση είναι άμυνα κέντρο επίθεση, τους βγαίνεις με πέντε, τους κολλάς τα γκολ, γυρίζεις κλείνεις διαδρόμους, σέβεσαι χώρους, σέβεσαι ομοιοκαταληξία, μέτρο, από δω από κει, τους άλλους δεν τους βλέπεις; Κορόιδα ήταν οι άλλοι, δεν ξέρανε; Ο Παλαμάς δεν τους βλέπεις; Ο Ρίτσος δεν τους βλέπεις; Σου’ γραφε τη σονάτα, κοίταζε πάνω “τι έχει κύριε, φεγγάρι έχει; Μάλιστα”, παπ, σου κόλλαγε το σεληνόφως, η “σονάτα του σεληνόφωτος” σου λεγε, το γράφε, το τελείωνε, γεια σας, ο επόμενος. Λοιπόν;

Πας με τον νοητό τον ήλιο να πάρεις τώρα το παιχνίδι; Που ο ήλιος είναι ωραίος, είναι βαρύ κορμί, βράχος, τον κουνάς δεν πέφτει με τίποτα, σου κάνει το φως, φεύγει, στον πάγκο γρήγορα, να μπει το φεγγάρι, να πάρεις ανάσες εσύ, αύριο πάλι, να’σαι ξεκούραστος. Είναι νοητός αυτός; Σε ρωτάω ρε Ελύτη, είναι νοητός αυτός; Έλα τώρα μωρέ τώρα να πούμε, μας έπρηξες με τους ήλιους και τις θάλασσες και τα τριφύλια τα θαλασσινά, τι είν’ αυτά ρε; ΤΙ ΕΙΝ’ ΑΥΤΑ ΡΕ; Τι τον νοιάζουν τον κοσμάκη τα μπάνια σου και οι ξαπλώστρες σου ρε; Οι αθρώποι παλέψανε ρε, πολεμήσανε, πέσανε κορμιά στις εξορίες και σ’ αυτά και μου ‘ρχεσαι εσύ, να μου πεις για το καροτέν το αντιηλιακό και το γουότερ πόλο;

Ερχότανε ο Ρίτσος, σου λεγε για το χώμα το δικό τους και το δικό μας, στίχος μεγάλου ποιητού, το πήρε ο Θοδωράκης ο γίγαντας, πέσανε τα τσιμέντα, το τραγούδησ’ όλη η Ελλάδα, έπαιρνε ο κοσμάκης κουράγιο στα πέτρινα χρόνια του Ολυμπιακού πριν έρθει ο μεγαλύτερος πρόεδρος στην ιστορία, ο τιτάνας ο Σωκράτης ο Κόκκαλης, τι να λέμε τώρα.

Και να σου πω και το άλλο; Παραμύθι το νόμπελ, παραμύθι, εδώ τον Αλέφαντο να ακούς τι σου λέει, στημένο ήτανε, πέσανε τα τηλέφωνα από πάνω, σου λέει “έλα εδώ κύριε Ρίτσο, τι είσαι συ, κουμμουνιστής, δεν κάνεις, ΔΕΝ ΚΑΝΕΙΣ, πάνε χτένισε κανά μούσι, άστο, έφυγες, έλα δω κύριε Ελύτη, τι είσαι συ, δεξιός; Μάλιστα, πάρτο δικό σου, βάλτο στο καΐκι, όταν πηγαίνεις στα νησά να το δείχνεις στις Νορβηγιέζες να παίζεις μπάλα”, λοιπόν, άκου τον Αλέφαντο και άσε την ειρωνία.

 Δεν πήρανε νόμπελ ποιηταράδες, μεγαθήρια, δεν πήρε ο Ρεμπό, δεν πήρε ο Μποντέρ, δεν πήρε ο άλλος ο πέστονα αυτός που ‘χε γράψει αυτό για το κοράκι τον διαιτητή, ο τέτοιος, ο Πόε, μπράβο, και πήρε ο Ελύτης με τις ρακέτες στον ήλιο, ο χαβαλές, έλα τώρα μωρέ, κανονισμένα τα’ χανε τώρα μωρέ με τον Δούρο της Σουηδίας, τι νομίζεις; Μόνο εδώ γινόσαντο αυτά; Ε; Μόνο εδώ;

Λοιπόν.