Η πλατεία Μεσολογγίου είναι μια πλατεία υπαρκτή. Βρίσκεται στο Παγκράτι.

Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση όταν στάθηκα προχθές στο κέντρο της και κοίταξα τριγύρω, ήταν οι ογκοδέστατες πολυκατοικίες που “είχαν φάτσα” προς αυτήν. Μεταπολεμικές οι περισσότερες και πολυόροφες, φαντάζομαι πως φιλοξενούν μια-δυο χιλιάδες ανθρώπων. Κι άλλες τόσες προσωπικές ιστορίες από ένοικους και ιδιοκτήτες.

Μερικές από αυτές, βρίσκονται καλά κρυμμένες πίσω από τα χαμόγελα ή τα βιαστικά βήματα των ανθρώπων που βλέπω να διασχίζουν την πλατεία όση ώρα περιμένω τον Βαγγέλη Προβιά. Τον άνθρωπο που εμπνευσμένος από την καθημερινότητα της πλατείας και τις μικροϊστορίες των θαμώνων της, έγραψε έναν κύκλο διηγημάτων που τιτλοφορείται (πώς αλλιώς;) “Πλατεία Μεσολογγίου” (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΟΛΚΟΣ).


Έφτασε. Καθόμαστε σε ένα κοντινό καφέ και το πρώτο πράγμα που μου δείχνει είναι ένα μίνι μάρκετ. “Σου λέει τίποτα;” ρωτάει. Η ιστορία με το Λουκά, τον ιδιοκτήτη του περιπτέρου που έστεκε κάποτε στις παρυφές της πλατείας, ζωντάνευε μπροστά στα μάτια μου.

Όνειρο του Λουκά, αναφέρουν οι σελίδες του βιβλίου, ήταν να νοικιάσει έναν μεγάλο χώρο απέναντι ακριβώς από το περίπτερό του για να δημιουργήσει το “Μεγάλο Περίπτερο”. Από περιπτερούχος, μαγαζάτορας, αυτός ήταν ο σκοπός του. Και ήρθε η μέρα που τα κατάφερε. Πέθανε λίγους μήνες μετά τα εγκαίνια χωρίς να προλάβει να χορτάσει το όνειρό του.

Ασυναίσθητα κοιτάζω μέσα στο μίνι μάρκετ μήπως και καταφέρω να δω την κυρία Θάλεια, τη σύζυγο του κυρίου Λουκά. Δεν μου παρουσιάζεται κάθε μέρα, άλλωστε, η ευκαιρία να συναντήσω μπροστά μου τον ήρωα ενός βιβλίου που μόλις έχω τελειώσει…

Πάμε πλατεία; 

Όση ώρα μιλούσαμε με τον Βαγγέλη Προβιά, ίσως να πέρασαν από δίπλα μας κι άλλοι ήρωες από τα διηγήματα που συγκροτούν τη “Πλατεία Μεσολογγίου”. Μήπως η ηλικιωμένη γυναίκα που σέρνει το καρότσι της λαϊκής είναι η γιαγιά της τυφλής κοπελίτσας που περιγράφεται σε μια από τις ιστορίες ως “το παιδί του Τσερνομπίλ”; Κι εκείνος εκεί ο γεράκος που μας κοιτάζει από το μπαλκόνι του; Λες να είναι ο κύριος Χρίστος; Κι εδώ που τα λέμε, σαν να μοιάζει με τον γιο του κυρίου Δρέππα αυτός ο νέος που μόλις πέρασε. Εκείνου που οι γείτονες λένε με χαιρεκακία ότι χτυπήθηκε από την… μάστιγα της ομοφυλοφιλίας. 

Δεν ξέρω. Ο Προβιάς, πάντως, ο οποίος μένει μερικά τετράγωνα πάνω από την πλατεία, επιχειρεί να λύσει την απορία μου: “Οι ιστορίες αυτές, στις οποίες θα έδινα τον όρο ‘flash fiction’, πηγάζουν από την εμπειρία μου εδώ. Η αλήθεια είναι πως συνηθίζω να περνάω αρκετές ώρες στην πλατεία Μεσολογγίου, πολλές φορές έρχομαι και δύο φορές την ημέρα. Στάθηκα, λοιπόν, έμεινα ακίνητος στην πλατεία και είδα να μου ανοίγεται ένας νέος κόσμος. Έβλεπα και παρατηρούσα όσα γίνονται, τα σημείωνα, μερικά τα ανέβαζα στο Facebook και έβλεπα ότι είχαν απήχηση. Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα της έκδοσης αυτής της σειράς διηγημάτων, πολλά από τα οποία δεν τα έχω βγάλει από το μυαλό μου αλλά τα έχω καταγράψει εμπειρικά. Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα ρεπορτάζ συγγραφικά γραμμένο.”

Συνεχίζει να… απλώνει τις σκέψεις του. “Η πλατεία Μεσολλογίου είναι μία πραγματική και ταυτόχρονα μία μεταφορική πλατεία, στις οποίες ο καθένας μπορεί να βρει τις ταυτίσεις του και να οικειοποιηθεί. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για ένα αθηνοκεντρικό βιβλίο, αλλά για ένα βιβλίο που στέκεται στο γεγονός ότι το δίπλα μας μπορεί να είναι ένας τεράστιος κόσμος. Δεν είχα προθετικότητα να βγάλω προς τα έξω τη δύναμη που κρύβουν οι μικρές μας ιστορίες, είχα κατά νου να συγκροτήσω ολοκληρωμένες αφηγήσεις που θα έχουν ενδιαφέρον. 

Σε κάθε περίπτωση, δεν ωραιοποίησα τις ιστορίες. Επίτηδες προσπάθησα να κρατήσω μια ψυχρότητα, έναν ρεαλιστικό τρόπο γραφής. Κι επειδή ακριβώς πιστεύω στην διαδραστικότητα των διηγημάτων, προσπαθώ μέσα από τα γεγονότα και τα συναισθήματα να δημιουργήσω έναν καμβά που θα έχει πολλά κενά. Κι αυτά τα κενά θα έρθει να τα συμπληρώσει ο αναγνώστης.
 
Έρωτες, φιλοδοξίες, παρανοήσεις, μίση, ανθρώπινες αδυναμίες, μυστικά… Ηθικές παρεκτροπές και ηθικά παραδείγματα. Αυτά και πολλά περισσότερα, φτιάχνουν το ψηφιδωτό των διηγημάτων του βιβλίου, τους κεντρικούς πρωταγωνιστές των οποίων ο Προβιάς, φύσει αισιόδοξος, επιχειρεί να ντύσει με έναν μανδύα θετικότητας.  

Να του ρίξεις μια ματιά, χωρίς δεύτερη σκέψη. Ίσως και κάτω από τη δροσιά των δέντρων της πλατείας. Του Παγκρατίου ή της γειτονιάς σου.