“Τρίτη απομεσήμερο, αγρύπνια και αναφιλητό στην κάμαρη και δυο στάλες ιδρώτα στο κούτελο, ώσπου να τελέψει ο εφιάλτης, βίζιτα αρμένικη στο μυαλό μου το πικραμένο.

Ήμουνα λέει στη Μπαρμπαριά στο Τούνεζι και πειρατές Σαρακηνοί, με στέρνο μαλλιαρό και αντρίκιο, κουρσέψανε το παπόρι που τράβαγε για τ’ Αλγέρι και με κλείσανε στο κελάρι, πλάι στις μποτίλιες με το παλιόκρασο, που κάναμε κοντραμπάντο με έναν καπετάνιο Συριανό, ατρόμητο και ψυχωμένο.

Σκοτάδι πίσσα και μες στη σιγαλιά, φέγγει το σπαρματσέτο και βλέπω τον Γιώργο τον Λιάνη να μου λέει “Λεφθέρη ξύπνα, παράφαγες καημένε και ονειρεύεσαι θάλασσες και πελάγη. Γιαχνί μπαρμπουροφάσουλα, τίμια κακαβιά στον ξυλόφουρνο και μοσχοφίλερο απ’ του Παντελή διώχνουν πίκρες και φαρμάκια, μα σε ρίχνουν σε ύπνο βαθύ και ανήσυχο”, μου λέει και με χτυπά στον ώμο.

Σηκώνομαι και μου’χει έτοιμο η κυρά το καλό το σακάκι το διπλοσταυροκούμπωτο. Μαύρο γιλεκάκι, τραγιάσκα και γιακάς κολαριστός, σαν του Σταμάτη του Πέρλα που δούλευε στην Τρούμπα το μαχαίρι και μια βραδιά σε έναν καυγά χαράκωσε στο πρόσωπο έναν Εγγλέζο ναύτη, γιατί δεν πλήρωσε το μερτικό του στο πιοτί και τα φιλιά μιας πόρνης γαλανομάτας.

Κομπολόι φιλντισένιο στην τσέπη, τσιγάρο στριφτό για τον δρόμο κι ένα γλυκοφίλημα στην κυρά και φεύγω για την πρεμιέρα του “Σούπερμαν εναντίον Μπάτμαν”, που είμαι καλεσμένος.

Πλάι σε μεγάλους καλλιτέχνες, όπως ο Δημήτρης ο Μπάσης, ο Γεράσιμος ο Ανδρεάτος, ο Γιώργος ο Τσαλίκης, φίλους καλούς και αγαπημένους, που δίνουν νέα πνοή στο πολύπαθο ελληνικό τραγούδι, κάθισα να δω το έργο με τους υπερήρωες ή τους σούπερ ήρωες όπως τους λέει η πιτσιρικαρία.

Θυμήθηκα τα νιάτα μας, τότε που τρέχαμε με τα κοντά παντελονάκια για το περίπτερο του Τζελέπη στη Φωκίωνος να αγοράσουμε Τιραμόλα και Σεραφίνο με δυο πενηνταράκια και τον Μικρό Ήρωα, τον Γιώργο Θαλάσση, που του είχε σκαρώσει ο Λουκιανός ο Κελαηδόνης, αυτός ο γίγας του ελληνικού τραγουδιού, αυτός ο τιτάνας, εκείνο το στιχάκι που έλεγε “πού είσαι τώρα και σε έχω χάσει, καλέ μου φίλε, Γιώργο Θαλάσση” που είσαι τώρα και ποιος θα μου την πιάσει, θα συμπλήρωνα εγώ.

Κι αργότερα με την κόρη, Σάββατο πρωί, γέλια και καμώματα, να ανάβουμε το χαζοκούτι για να δει τον Παραμυθά και την Κάντυ Κάντυ, εκείνη το όμορφο σαν νεράϊδα κοριτσόπουλο που σεργιανούσε στα λιβάδια και για τα μάτια της τα γραμμένα, μαλώνανε θεοί και ανθρώποι.

Και μετά Μικρό μου Πόνυ, Τζι Άι Τζο και Θάντερκατς με τον δύστυχο τον Λάιονο και την κομπανία του, να κυνηγάνε τον ρημαδοΜάμρα να τον χαλάσουν… Το πρωί τον σκότωναν, το βράδυ τον ανέσταιναν οι αρχαίες δυνάμεις του κακού και δώστου ξανά πόλεμος και αντάρα και δώστου και το δόλιο το μάτι της Θαντέρα να μη λέει να ησυχάσει για μια στιγμή.

Και νάτο το πανί ανάβει, η μπομπίνα παίρνει μπρος, τα θαύματα όλου του κόσμου ξεδιπλώνουνται εμπρός μας, σαν ένα κατώι μυστικό που μέσα του παίζουν ζουρνάδες και βιολιά για να τραγουδάει το αηδόνι της Ανατολής, η χελιδόνα του πάλκου, η Μαρίκα η Νίνου.

Μπάτμαν εναντίον Σούπερμαν, Μάτσας εναντίον Καζαντζίδη, αδερφός εναντίον αδερφού.

Φωνές και βογγητό παλικαρίσιο ο σινεμάς, βροχή τα βόλια, βάφτηκαν με αίμα τα βουνά και τα λαγκάδια σαν μαλώσανε τα παλικάρια και πιαστήκανε στα χέρια.

Ψηλό κυπαρισσόπουλο ο Σούπερμαν, αητός και καβαλάρης, σωστός Αη-Γιώργης, με δυο δρασκελιές φτάνει στον ουρανό, αγέρας πελαγίσιος και ποιος να τον σταματήσει.

Να κι ο Μπάτμαν, κατάμαυρος σαν τον Στρατή, που γύρναε στο φτωχοκάλυβo του πάντα απ’ το έρημο σοκάκι το σκοτεινό, για να μην τον δουν τα παιδιά της γειτονιάς έτσι κατράμι απ’ το ορυχείο στο Λεβερκούζεν και τον αρχίσουν στην καζούρα. Σαν την νυχτερίδα στα σκοτάδια, με την αξίνα και το άγιο φυλαχτό που του’χε δώσει η μάνα του, έσκαβε και θυμότανε τη Βασιλικούλα που του’ στελνε βανίλιες και γλυκό νεράτζι και του’ λεγε πως μόλις έφτιαχνε τα χαρτιά θα πήγαινε στα ξένα να τον βρει.

Μα δεν πήγε ποτέ η Βασιλικούλα, την ξελόγιασε ο Λέλος, ο γιος ενός εργοστασιάρχη, με χνούδι αντί για μουστάκι και κουστούμι κασμιρένιο από του Μπαλούμη στην Πραξιτέλους.

Την πλάνεψαν τα ραντεβού στου Μπακάκου και η ασημί του η κούρσα, έτσι άμαθη όπως ήταν η κακομοίρα και πήγε να ζήσει μαζί του στα ακριβά τα παλάτια, στα πλούτη και τα μεγαλεία. Και ο Στρατής κατάμαυρος γυρνούσε κάθε απόβραδο σπίτι του και έκλαιγε πάνω απ’την παλιά φωτογραφία της. Ώσπου κάποιο μεσημέρι Δευτέρας τον βρήκανε κοκκαλωμένο απ’ το κρύο και το αγιάζι, αγκαλιά με τη φωτογραφία της, να’χει μαυρίσει το συκώτι του απ’ το ούζο και τα πλεμόνια του απ’ το θειάφι και το κάρβουνο.

Ξυπνάω, άδειος ο σινεμάς, δυο μάτια πεταρίζουν και λάμπουν σαν τον ήλιο. Μια ομορφούλα, σαν πρωινή δροσιά, άνθος και γιασεμάκι μου, καθαρίζει τα πεταγμένα και μου λέει “ξύπνα παππούλη, τελείωσε το έργο, ώρα να φεύγεις”. Σάματις να’χε δίκιο, ψυχή τριγύρω, φαίνεται αποκοιμήθηκα για τα καλά. “Παππούλη να πεις τον που@#$% τον άντρα σου μωρή καρ@#$ της λέω γαμώ το μου@#$ που σε πέταγε” και σηκώνομαι να φύγω γοργά γοργά, με του κομπολογιού τον χτύπο να ακολουθεί της περπατησιάς μου τον σκοπό.

Στην επιστροφή για Κουκουβάουνες θυμόμουνα τον Σούπερμαν και τον Μπάτμαν και αναρωτιόμουνα έτσι σιωπηλός, άραγε τι έχει να ζηλέψει απ’ αυτούς ο Θωμάς ο Μαύρος, αυτός ο άσσος των γηπέδων, αυτή η ιερή μορφή της Ένωσης και του ελληνικού ποδοσφαίρου; Τίποτα συλλογίστηκα και κίνησα σκυφτός για το ανηφόρι”.